Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Χάθηκαν πραγματικά οι Εθνικοί Ευεργέτες;

Ώ καιροί, ώ ήθη!...
Όταν εμείς οι Έλληνες της δεκαετίας του 1950 διαβάζαμε στα Αναγνωστικά του Δημοτικού Σχολείου για τους Μεγάλους Εθνικούς Ευεργέτες, σαν τον Ηπειρώτη, Ζώη Καπλάνη, ο οποίος θυσίασε τους κόπους μιας ζωής  για την Πατρίδα, σήμερα κάποιοι ξοδεύουν τους κόπους μιας Πατρίδας για τη δική τους ζωή!.. 
Ούτε τα χρήματα που έχουν καταθέσει σε τράπεζες του Εξωτερικού δεν επιστρέφουν για να βοηθήσουν την Ελλάδα!..
ΖΩΗΣ ΚΑΠΛΑΝΗΣ (1736-1806)
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΟΥ
Από μικρός ο Ζώης Καπλάνης υπήρξεν ήρως της ζωής. Θα ήτο τεσσάρων ετών — εκεί πέραν εις το χωρίον της Ηπείρου Γραμμένον — όταν απέθανεν η καλή του μήτηρ. Το θέαμα της εξηπλωμένης αψύχου γυναικός ο Ζώης δεν το ελησμόνησε ποτέ. 

Ολίγα έτη βραδύτερον ο πατήρ του ενυμφεύθη και πάλιν. Δυστυχώς η μητρυιά δεν συνεπάθησε καθόλου το ξένον παιδί.

Δεν παρήλθε πολύς καιρός και νέα συμφορά εκτύπησε τον μικρόν Ζώην: Απέθανε και ο πατήρ του! Συνήλθεν όμως ταχέως και απεφάσισε να εργασθή, δια να συντηρήση τον εαυτόν του και την μητρυιάν, την οποίαν δεν ήθελε να εγκαταλείψη. —Είσαι αξιέπαινος, μικρέ μου Ζώη, του είπε μίαν ημέραν ο ιερεύς, που βοηθείς την μητρυιάν σου, και ο Θεός θα σε ανταμείψη.

Ο Ζώης με ένα τεμάχιον ξηρού άρτου έτρεχεν εις κάθε εργασίαν. Τέλος έγινε και ξυλοκόπος. Τα ξύλα, όσα έκοπτε, τα μετέφερεν ο ίδιος εις τα Ιωάννινα, όπου τα επώλει. Και με τα χρήματα ηγόραζε τα αναγκαία και επέστρεφεν εις το χωρίον. Εις την πατρικήν οικίαν όμως τον ανέμενον, αντί ευχαριστιών, αι ύβρεις και κάποτε και το ξύλον της σκληράς μητρυιάς. 
Ω! Ήτο πολύ δυστυχής η ζωή του μικρού Ζώη. Και δι’ αυτό εις όλην την περιοχήν τον ωνόμαζον «Πικροζώην».

Επτά ολόκληρα έτη υπέμεινεν ο Ζώης την σκληράν εργασίαν, αλλά και την άδικον κακομεταχείρισιν της μητρυιάς του. Η ψυχή του είχεν εκχειλίσει από πικρίαν. 

Ένα απόγευμα επέστρεψε κατάκοπος εις την οικίαν και, αντί να εύρη ολίγην τροφήν και ένα, έστω, γλυκύν λόγον, ήκουσε πάλιν ύβρεις και εδέχθη ισχυρόν ράπισμα. Η αδικία τον έπνιξεν, αλλά δεν είπε τίποτε. Εστράφη, ήνοιξε την θύραν και εξήλθεν. Έπειτα ηκολούθησεν αποφασιστικώς τον κάτω δρόμον του χωρίου — ξυπόλυτος και κακοενδεδυμένος — χωρίς να σκέπτεται τίποτε, αλλά και χωρίς να παύση τα δάκρυα. 

Αίφνης εις το βάθος κάτω της πεδιάδος διακρίνει την λίμνην των Ιωαννίνων μάλλον σκοτεινή. Πέραν αυτής, εις την πόλιν φαίνονται τα πρώτα φώτα. 
—Θα πάω στα Γιάννενα, ψιθυρίζει.

Και σφογγίζει δια της χειρός του τα δάκρυα Και αμέσως ακολουθεί το κατωφερές μονοπάτι.

Μιαν ώραν βραδύτερον περιπλανάται εις τας οδούς της Ηπειρωτικής πρωτευούσης.

Η νυξ επροχώρησεν. Έπρεπε να εύρη ένα κατάλυμα. Τα ολίγα χρήματά του όμως τα είχε δώσει εις την μητρυιάν. Παρεκάλεσεν εις ένα πανδοχείον να του επιτρέψουν να κοιμηθή κάπου, αλλά τον εκδιώκουν. Που να σταθή, κατάκοπος, όπως ήτο; Η πόλις έχει ησυχάσει. Περιφέρεται ολίγον ακόμη ως σκιά και τέλος εξαπλώνεται εις το πλατύ βάθρον της εισόδου μιας αρχοντικής οικίας. 

Και μήπως ημπορεί να κοιμηθή; Τον βασανίζουν το νυκτερινόν ψύχος, η μοναξιά, αι σκέψεις, αι αναμνήσεις. Τα δάκρυα πλημμυρίζουν πάλιν τους οφθαλμούς του. Ανασηκώνεται τότε και αρχίζει μίαν θερμήν προσευχήν προς τον Θεόν. 

Τα χείλη σαλεύουν:

—Και Συ, Χριστέ μου, όταν ήσουν μικρό παιδάκι, εγνώρισες κατατρεγμούς. Η καλή Σου Μητέρα με τον Ιωσήφ, δια να Σε σώσουν, Σε επήγαν πολύ μακριά, εκεί κάτω εις την Αίγυπτον. Γι’ αυτό, Ιησού, αγαπάς ιδιαιτέρως τα ορφανά και έρημα παιδιά. Προστάτευσέ με λοιπόν και με. Δος μου θάρρος και ελπίδα. 

Η προσευχή αυτή δίδει δύναμιν εις το ορφανόν. Τέλος ο ύπνος του σφραγίζει τους οφθαλμούς,.

ΘΕΟΣΤΑΛΤΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ
Ανέτειλε το φως της ημέρας. Είναι Κυριακή, Κυριακή της Ορθοδοξίας. Οι κώδωνες των ναών αντηχούν εις όλην την πόλιν. Η μία θύρα μετά την άλλην ανοίγονται και μικροί, μεγάλοι, πλούσιοι, πτωχοί πηγαίνουν εις τον οίκον του Θεού. 
Μόνον ο μικρός Ζώης, κοιμάται ακόμη.
Αίφνης η μεγάλη θύρα του αρχοντικού ανοίγεται και αυτή και ο οικοδεσπότης — ο κύριος Χατζηνίκου — στέκεται έκπληκτος. Το θέαμα του κοιμωμένου παιδιού τον συγκινεί. 

—Το δυστυχισμένον! ψιθυρίζει. Ποιός ξέρει την συμφοράν του και τον πόνον του!

Εκείνην την στιγμήν εξυπνά ο Ζώης αποτόμως. Σηκώνεται. Τρίβει τους οφθαλμούς του. Τακτοποιεί ολίγον τα μαλλιά του. Και παρατηρεί, έκπληκτος και αυτός, τον οικοδεσπότην. 

—Πως ευρέθης εδώ, παιδί μου; τον ηρώτησε τότε ο πονετικός Ηπειρώτης.
Και χωρίς να περιμείνη απάντησιν, φωνάζει τους υπηρέτας του και τους συνιστά να περιποιηθούν το ξένον παιδί. 

Και αμέσως αυτός φεύγει δια την εκκλησίαν. Εκεί προσεύχεται και δια τους ιδικούς του και δια το άγνωστον παιδί, το οποίον αποφασίζει να προστατεύση. 

Οι υπηρέται εισάγουν τον Ζώην εις το αρχοντικόν. Το παιδί μένει κατάπληκτον από όσα βλέπει. Πόσος πλούτος! Αλλά και πόσον καλοί άνθρωποι! Όλοι γελαστοί. Και του ομιλούν με αγάπην, σαν να γνωρίζωνται από πολλά έτη. Του δίδουν αμέσως καινουργή ενδύματα. Του προσφέρουν θερμόν ποτόν και άφθονον ψωμί. Ο Ζώης πρώτην φοράν αντικρύζει τόσην καλωσύνην. 

Εκείνος ο μάγειρος, τι χρυσός άνθρωπος! Τον περιποιείται σαν να είναι υιός του.

—Φάγε, Ζώη, του λέγει, γιατί έχεις αδυνατίσει πολύ.

Ο Ζώης ενθυμείται πως διήλθε την νύκτα. Κατόπιν του έρχεται εις τον νουν η προσευχή και λέγει μέσα του με βαθείαν συγκίνησιν:

—Θεέ μου, Σε ευχαριστώ! Σε ευχαριστώ!

Εν τω μεταξύ ο κύριος Χατζηνίκου επιστρέφει από την εκκλησίαν. Κάποιος τότε φωνάζει:

—Ζώη, έλα εδώ, σε θέλει το αφεντικό.
Ο Ζώης είναι ταραγμένος, σχεδόν τρέμει. Παρουσιάζεται εις τον καλόν οικοδεσπότην, αλλά ευρίσκει αρκετόν θάρρος και απαντά εις όσα εκείνος τον ερωτά. 

Ο κύριος Χατζηνίκου ακούει με προσοχήν την ιστορίαν του μικρού βιοπαλαιστού, εννοεί την ειλικρίνειαν και αγνότητα του παιδιού. Συγκινείται και του λέγει: 
—Αφού ο Θεός σε έστειλε στο σπίτι μου, θα μείνης εδώ, παιδί μου. Θα βοηθής τον μάγειρο. Θα έρχεσαι κάποτε εις το κατάστημά μου για κανένα θέλημα. Δέχεσαι; 

Ο Ζώης δεν δύναται να ομιλήση. Κύπτει μόνον και ασπάζεται με δάκρυα την χείρα του ευεργέτου του.

Ο προστάτης του Ζώη διετήρει τότε εις Ιωάννινα κεντρικόν κατάστημα γουναρικών. Είχε και υποκατάστημα εις το Βουκουρέστιον.

ΝΕΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΖΩΗΣ
Ο μικρός Ηπειρώτης, αφού εξησφάλισε την στοργικήν προστασίαν του καλού ανθρώπου, αρχίζει μίαν νέαν περίοδον της ζωής του.

Βοηθεί τον μάγειρον, ψωνίζει εις την αγοράν, εκτελεί προθύμως διάφορα θελήματα, ακόμη και των μεγαλυτέρων του υπηρετών.

Σέβεται όλους τους μεγαλυτέρους, ας είναι υπηρέται.
Και φέρεται με διακριτικότητα, δια να μη θίξη κανένα. Ενώπιον των άλλων δεν ομιλεί.

—Λέγε και συ τίποτε, τον ενθαρρύνει ο μάγειρος.

Ο Ζώης όμως μειδιά.

—Λέγε μας, είπε μίαν ημέραν εις εκ των υπαλλήλων του κυρίου Χατζηνίκου, τα έμαθες όλα τα γράμματα του αλφαβήτου;

—Τα έμαθε, απήντησεν ο μάγειρος. Και μάλιστα διαβάζει αρκετά καλά.
Ο μικρός, όταν του έμενε καιρός, εμελέτα.

Ο Ζώης οικονόμησεν εν βιβλίον, το οποίον είχε τας εικόνας του Χριστού και της Θεοτόκου εις το εξώφυλλον και τας λέξεις: «Σταυρέ, βοήθει!» 
Πόσην χαράν ησθάνθη το παιδί, όταν δια πρώτην φοράν κατώρθωσε και έγραψε τας δύο εκείνας λέξεις!

Μιαν νύκτα ο οικοδεσπότης ηγέρθη τυχαίως και εξήλθε του δωματίου του. Τότε διέκρινεν, ότι εις το δωμάτιον του μικρού υπήρχεν ακόμη φως. Ο Ζώης εμελέτα και έγραφεν. Αντελήφθη δε, ότι κάποιος είχε πλησιάσει την θύραν του δωματίου, και δι’ αυτό έσβησε τον λύχνον και εχώθη εις τα σκεπάσματά του. 

—Μήπως με παρεφύλαξαν; εσκέφθη. Και αν ήτο το αφεντικό και μ’ εκατάλαβε, ασφαλώς θα μου απαγορεύση την μελέτην.

Την επομένην ο οικοδεσπότης εκάλεσεν εις το γραφείόν του τον Ζώη.
—Παιδί μου, του λέγει, είμαι πολύ ευχαριστημένος από σε. Έχω πληροφορηθή τας προόδους σου και εις τα γράμματα και σε συγχαίρω. Νομίζω λοιπόν, ότι πρέπει τώρα να φύγης από το μαγειρείον και από τας εργασίας του σπιτιού και να έλθης να εργάζησαι εις το κατάστημα. Εκεί θα σου μένη καιρός και δια μελέτην. 

Δια δευτέραν φοράν ο Ζώης ασπάζεται την χείρα του ευεργέτου του και την βρέχει με τα δάκρυά του, χωρίς να δύναται να είπη λέξιν. 
Εις την νέαν του εργασίαν ο Ζώης επιδεικνύει εξαιρετικήν προσοχήν, προθυμίαν και επιμέλειαν. Εντός ολίγου μανθάνει τον μηχανισμόν της εργασίας και βλέπει επίσης πως πλύνουν τα γουναρικά, πως τα ράπτουν και πως τα συσκευάζουν εις δέματα. 

Ο κύριος Χατζηνίκου χαίρει δια τας προόδους του προστατευομένου του και θεωρεί καύχημά του να έχη εις το κατάστημά του παρόμοιον υπάλληλον. 

Βραδύτερον αυξάνει τον μισθόν του Ζώη και καθιστά τούτον σπουδαίον παράγοντα εις την επιχείρησίν του.

Ο νέος δεν υπερηφανεύεται καθόλου. Συμπεριφέρεται προς τους ανθρώπους του προστάτου του όπως και πριν. Εξ άλλου συνεχίζει την μελέτην. Και δεν λησμονεί να ευχαριστή τον Θεόν εις τας προσευχάς του δια την τόσην προστασίαν.

ΔΕΝ ΛΗΣΜΟΝΕΙ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ ΤΟΥ
Ολίγα έτη κατόπιν ο κύριος Χατζηνίκου αναχωρεί εξ Ιωαννίνων και εγκαθίσταται εις το Βουκουρέστιον. Τον συντροφεύει και ο Ζώης Καπλάνης, έμπειρος, πλέον εις το εμπόριον των γουναρικών. Και οι δύο αναπτύσσουν τας εργασίας. 

Ο πρώτος διευθύνει το κατάστημα και ο Ζώης ταξιδεύει δια γουναρικά εις αρκετάς χώρας της Ευρώπης. Πόσην χαράν αισθάνεται, όταν επιστρέφη πλησίον του κυρίου Χατζηνίκου! Και πάντοτε του υπενθυμίζει: 

—Ελησμόνησες, κύριε, τον δύστυχον Ζώην, τον οποίον αντίκρυσες με πόνον μίαν Κυριακήν εμπρός εις την θύραν του σπιτιού σου! Θυμάσαι, ότι έτρεμεν από την πείναν και το κρύον! Ήτο πεντάρφανος και παντέρημος εις τον κόσμον. Το σπίτι σου έγινε πατρικόν μου. Και ευρήκα ό,τι μου έλειπε• περιποίησιν και προ παντός αγάπην.
 Εστάθης δι’ εμέ προστάτης και διδάσκαλος. Ό,τι είμαι τώρα και ό,τι έχω το χρωστώ εις σε. 

Μετ’ ολίγα έτη ο κύριος Χατζηνίκου απέθανε και ολοκληρος η επιχείρησης έμεινεν εις χείρας του Καπλάνη. Πλούτος πολύς, ο οποίος συνεχώς ηύξανε. Ο Ζώης δεν λησμονεί τον τόπο του και τους δυστυχείς. 

—Θα δώσω χρήματα εις τα ορφανά και εις τους πεινασμένους λέγει μόνος του. Θα κτίσω σχολεία εις τον τόπον μου, δια να μάθουν γράμματα όσα παιδιά θέλουν να σπουδάσουν. Τα χρήματα δεν είναι ιδικά μου. Μου τα έδωσεν ο Θεός. Και δεν έχω δικαίωμα να τα διαθέσω δι’ άλλους σκοπούς. 
Αρχίζει λοιπόν τας δωρεάς. 

Στέλλει πολλάς χιλιάδας χρυσών λιρών και κτίζει ένα μεγάλον πρότυπον σχολείον εις Ιωάννινα. Συντηρεί με ιδικά του χρήματα τας περιφήμους τοτε σχολάς, την Αθωνιάδα του Αγίου Όρους και την Πατμιάδα της Πάτμου. 

Στέλλει πολλά χρήματα εις το νοσοκομείον, δια να νοσηλεύωνται οι άποροι. Στέλλει επίσης χρήματα, δια να ελευθερωθούν συμπατριώται του από τας τουρκικάς φυλακάς. Αγαπά ιδιαιτέρως τα ορφανά και στέλλει δι’ αυτά δέκα χιλιάδας λιρών εις Ιωάννινα και δέκα χιλιάδας δια τα ορφανά του Γραμμένου. 

Εν όσω έζη ο Ζώης Καπλάνης δεν έπαυσε να ευεργετή τον τόπον του. Και όταν απεδήμησεν εις Κύριον, αφήκεν όλην του την περιουσίαν — εκατόν ογδοήκοντα τρεις χιλιάδας λιρών — εις φιλανθρωπικά ιδρύματα. *

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου