Του Θαλαμοφύλακα.
Οι πόρτες άνοιξαν.
Ο φρουρός έδωσε μια σπρωξιά και ο ταλαίπωρος διευθυντής βρέθηκε μέσα στην Αρένα.
Ο λαός ξέσπασε σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές.
Επιτέλους, θα φαγωθεί ένας διευθυντής.
Ο διευθυντής κοίταξε γύρω του σαν χαμένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι του συμβαίνει αυτό.
Λίγες μόλις μέρες πριν, ήταν ακόμα ένας αξιοσέβαστος διευθυντής, με το δρύινο γραφείο του, με τις κουστουμιές του, με τις καλλίγραμες γραμματείς του, με τους αυλικούς του, και τώρα ξαφνικά, η φούσκα έσκασε, το όνειρο χάθηκε, και να που βρέθηκε αυτός, κοτζάμ διευθυντής, στη μέση της αρένας, να βλέπει ανθρώπους που θα περιφρονούσε λίγες μέρες πριν, να φωνάζουν δυνατά, και να ζητάν αίμα, το αίμα αυτουνού που μέσα σε μια νύχτα τα έχασε όλα και έγινε σκιά του παλιού του εαυτού.
Εψαξε με το μάτι του το Βασιλιά. Να οι αυλικοί. Γιατί κοιτάζουν μακριά; έγνεψε με το χέρι του στο βασιλιά.
"Βασιλιά μου..." πρόλαβε να πει, μα πριν προλάβει να του πει "... έκανα ότι ακριβώς μου είπες, κορόιδεψα, έφαγα, έκλεψα, καταχράστηκα, ότι κάνουν οι καθώς πρέπει άνθρωποι δηλαδή, και τώρα γιατί όλοι αυτοί ....