Απ’ όταν τους κοινοποιήθηκε η απόφαση για την κατάσχεση του σπιτιού τους, είχαν χάσει τον ύπνο τους.
Δε θα έμεναν άστεγοι, αλλά θα έπρεπε να φύγουν από την Αθήνα.
Θα έπρεπε να γυρίσουν στο χωριό, εκεί που είχε μεγαλώσει αυτός κι εκεί που τα παιδιά του περνούσαν τα καλοκαίρια τους μέχρι
να πεθάνει η γιαγιά.
Απ’ όταν πέθανε η μάνα του, δεν ξαναπήγε.
Το πατρικό του το φρόντιζε ο ξάδερφός του. Ένα ξεχορτάριασμα δυο φορές το χρόνο δηλαδή, γιατί μέσα δεν είχε μπει κανείς.
Η πρώτη φορά που θα άνοιγε ξανά η εξώπορτα θα ήταν όταν θα έφταναν σε μια βδομάδα μαζί με το φορτηγό.
Το είχαν πάρει απόφαση. Αφού η τράπεζα τους έπαιρνε το σπίτι, έπρεπε είτε να βρεθούν και οι τέσσερις στο δρόμο είτε να πάνε στο χωριό.
Δε θα έμεναν άστεγοι, αλλά θα έπρεπε να φύγουν από την Αθήνα.
Θα έπρεπε να γυρίσουν στο χωριό, εκεί που είχε μεγαλώσει αυτός κι εκεί που τα παιδιά του περνούσαν τα καλοκαίρια τους μέχρι
να πεθάνει η γιαγιά.
Απ’ όταν πέθανε η μάνα του, δεν ξαναπήγε.
Το πατρικό του το φρόντιζε ο ξάδερφός του. Ένα ξεχορτάριασμα δυο φορές το χρόνο δηλαδή, γιατί μέσα δεν είχε μπει κανείς.
Η πρώτη φορά που θα άνοιγε ξανά η εξώπορτα θα ήταν όταν θα έφταναν σε μια βδομάδα μαζί με το φορτηγό.
Το είχαν πάρει απόφαση. Αφού η τράπεζα τους έπαιρνε το σπίτι, έπρεπε είτε να βρεθούν και οι τέσσερις στο δρόμο είτε να πάνε στο χωριό.