Αν κάποιος παρατηρήσει προσεκτικά τις τοποθετήσεις των πολιτικών αλλά και την αρθρογραφία που αναπτύσσεται σχετικά με το μέλλον της χώρας, τόσο από εκείνους που υποστηρίζουν την παρούσα πολιτική κατάσταση όσο και από εκείνους που στηρίζουν τις ελπίδες τους στην αλλαγή σκηνικού με μια "κυβέρνηση της αριστεράς", θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν δυο εκτιμήσεις κοινές σε όλους.
Η πρώτη εκτίμηση είναι ότι...
βρισκόμαστε στην κόψη τού ξυραφιού.
Για τους οπαδούς τής συγκυβέρνησης, έχουμε μπει στον σωστό δρόμο και όπου νά 'ναι θ' αρχίσουμε να δρέπουμε τους καρπούς των θυσιών μας αλλά αρκεί ένα μικρό "παραστράτημα" για να χύσουμε το γάλα από την καρδάρα (όπως είπε ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ, μπορούν να καταστραφούν τα πάντα μέσα σε μια ώρα).
Για τους θιασώτες τής αριστεράς, βρισκόμαστε ήδη στο χείλος τής καταστροφής και για να σωθούμε επιβάλλεται να αλλάξει η κατάσταση. Οι μεν βλέπουν να ενσκήπτει χάος αν η παρούσα βουλή δεν εκλέξει πρόεδρο δημοκρατίας, οι δε βλέπουν τις πρόωρες εκλογές ως την μόνη λύση για να γλιτώσουμε από το χάος.
Η δεύτερη εκτίμηση είναι ότι το πολιτικό προσωπικό έχει ωριμάσει και, όταν έρθει η ώρα, θα πάρει την σωστή απόφαση.
Η πλευρά τής συγκυβέρνησης διαθέτει μεν 155 κουκιά μόνο αλλά διατυπώνει την βεβαιότητα πως θα βρεθούν τουλάχιστον άλλοι 25 "ώριμοι" βουλευτές (κυρίως από την δεξαμενή των "ανεξάρτητων"), οι οποίοι θα συναινέσουν στην εκλογή προέδρου.
Η πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης και των άλλων "αντιμνημονιακών" κομμάτων εκφράζει την σιγουριά πως αυτή ακριβώς η "ωριμότητα" των βουλευτών είναι που θα οδηγήσει την χώρα σε εκλογές την προσεχή άνοιξη.
Κατά ταύτα, έχοντας κοινές εκτιμήσεις, δεν είναι καθόλου παράλογο ότι και οι δυο πλευρές υιοθετούν το ίδιο τρίπτυχο προκειμένου να οδηγηθούμε στην "γη της επαγγελίας": προάσπιση της δημοκρατίας, ευρωπαϊκός προσανατολισμός και μεταρρυθμίσεις ή ανατροπές που θα βάλουν την χώρα σε αναπτυξιακή τροχιά.
Ας δούμε αναλυτικά αυτό το τρίπτυχο:
(α) Όσον αφορά τους μεν, έχουμε ήδη επαρκή δείγματα του πώς εννοούν την δημοκρατία και την προάσπιση της: πράξεις νομοθετικού περιεχόμενου, απαξίωση του κοινοβουλίου, καταστολή κάθε κινητοποίησης με χρήση κρατικής βίας, κατάργηση του δικαιώματος της διαδήλωσης ή της απεργίας, κατασχέσεις κλπ. Όσο για τους δε, το γεγονός ότι είναι "αριστεροί" αρκεί για να τους προσδώσει αυτονοήτως τον ρόλο των "υπερασπιστών τής δημοκρατίας", άσχετα αν ανάμεσά τους έχουν βρει θέση πολλοί από εκείνους που ίσαμε χτες υπηρετούσαν σε πόστα τής απέναντι πλευράς, ενώ κάποιοι απ' αυτούς έχουν ψηφίσει και μνημόνια και μεσοπρόθεσμα προγράμματα.
(β) Και για τους δυο, ο "ευρωπαϊκός προσανατολισμός" έχει περίπου ευαγγελικά χαρακτηριστικά (πίστευε και μη ερεύνα, ένα πράγμα), μιας και θεωρείται θέσφατο. Μόνο που ούτε οι μεν ούτε οι δε δείχνουν να προβληματίζονται ιδιαίτερα για το ποια είναι η Ευρώπη στην οποία επιθυμούν διακαώς να ανήκουμε. Κανείς τους δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται τις δομικές ρωγμές τού ευρωπαϊκού οικοδομήματος και κανείς τους δεν δείχνει να καταλαβαίνει ότι αυτή η Ευρώπη απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τα "δημοκρατικά ιδεώδη", τα οποία και οι δυο -υποτίθεται πως- υπερασπίζουν.
(γ) Όσο για τις μεταρρυθμίσεις και ανατροπές, που κάθε πλευρά προπαγανδίζει ως αναγκαίες για να βγούμε από το τέλμα, κανείς δεν τολμά να δηλώσει ευθαρσώς ότι όλες οι μεταρρυθμίσεις και οι ανατροπές που είτε έγιναν είτε γίνονται είτε πρόκειται να γίνουν σε οποιαδήποτε χώρα ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υποχρεωτικά είχαν, έχουν και πάντοτε θα έχουν την σφραγίδα των Βρυξελλών. Οι κρατικές κυβερνήσεις ούτε καν διαπραγματεύονται. Απλώς, δεσμεύονται.
Μπορεί να βρισκόμαστε στην κόψη του ξυραφιού, αλλά φαίνεται πως οι δυο επιλογές που προπαγανδίζονται, αφορούν απλώς το αν θα πέσουμε από την δεξιά ή από την αριστερή πλευρά τού ξυραφιού.
Αν ανήκετε σ' εκείνους που προτιμούν μια από τις δυο επιλογές, θα ήθελα να μου πείτε ποια διαφορά βρίσκετε ανάμεσα σε Μπράουν και Κάμερον, ανάμεσα σε Σαρκοζύ και Ολάντ ή ανάμεσα σε Μόντι και Ρέντσι.
Ίσως έτσι με βοηθήσετε να συνειδητοποιήσω τις διαφορές ανάμεσα σ' αυτό που έχω σήμερα και σ' εκείνο που με περιμένει αύριο, όποτε κι αν έρθει αυτό.
Εν τέλει, το συμπέρασμα είναι απελπιστικά απλό: τα ασφυκτικά πλαίσια που ορίζουν οι συνθήκες τού Μάαστριχτ και της Λισαβόνας καθιστούν τις κυβερνήσεις των χωρών-μελών απλά ενεργούμενα νευρόσπαστα.
Κοινώς, μαριονέτες.
Σε όποια πλευρά κι αν βρίσκονται.
Οι κοινές διαπιστώσεις τους και οι κοινές εκτιμήσεις τους αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα.
Η πρώτη εκτίμηση είναι ότι...
βρισκόμαστε στην κόψη τού ξυραφιού.
Για τους οπαδούς τής συγκυβέρνησης, έχουμε μπει στον σωστό δρόμο και όπου νά 'ναι θ' αρχίσουμε να δρέπουμε τους καρπούς των θυσιών μας αλλά αρκεί ένα μικρό "παραστράτημα" για να χύσουμε το γάλα από την καρδάρα (όπως είπε ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ, μπορούν να καταστραφούν τα πάντα μέσα σε μια ώρα).
Για τους θιασώτες τής αριστεράς, βρισκόμαστε ήδη στο χείλος τής καταστροφής και για να σωθούμε επιβάλλεται να αλλάξει η κατάσταση. Οι μεν βλέπουν να ενσκήπτει χάος αν η παρούσα βουλή δεν εκλέξει πρόεδρο δημοκρατίας, οι δε βλέπουν τις πρόωρες εκλογές ως την μόνη λύση για να γλιτώσουμε από το χάος.
Η δεύτερη εκτίμηση είναι ότι το πολιτικό προσωπικό έχει ωριμάσει και, όταν έρθει η ώρα, θα πάρει την σωστή απόφαση.
Η πλευρά τής συγκυβέρνησης διαθέτει μεν 155 κουκιά μόνο αλλά διατυπώνει την βεβαιότητα πως θα βρεθούν τουλάχιστον άλλοι 25 "ώριμοι" βουλευτές (κυρίως από την δεξαμενή των "ανεξάρτητων"), οι οποίοι θα συναινέσουν στην εκλογή προέδρου.
Η πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης και των άλλων "αντιμνημονιακών" κομμάτων εκφράζει την σιγουριά πως αυτή ακριβώς η "ωριμότητα" των βουλευτών είναι που θα οδηγήσει την χώρα σε εκλογές την προσεχή άνοιξη.
Κατά ταύτα, έχοντας κοινές εκτιμήσεις, δεν είναι καθόλου παράλογο ότι και οι δυο πλευρές υιοθετούν το ίδιο τρίπτυχο προκειμένου να οδηγηθούμε στην "γη της επαγγελίας": προάσπιση της δημοκρατίας, ευρωπαϊκός προσανατολισμός και μεταρρυθμίσεις ή ανατροπές που θα βάλουν την χώρα σε αναπτυξιακή τροχιά.
Ας δούμε αναλυτικά αυτό το τρίπτυχο:
(α) Όσον αφορά τους μεν, έχουμε ήδη επαρκή δείγματα του πώς εννοούν την δημοκρατία και την προάσπιση της: πράξεις νομοθετικού περιεχόμενου, απαξίωση του κοινοβουλίου, καταστολή κάθε κινητοποίησης με χρήση κρατικής βίας, κατάργηση του δικαιώματος της διαδήλωσης ή της απεργίας, κατασχέσεις κλπ. Όσο για τους δε, το γεγονός ότι είναι "αριστεροί" αρκεί για να τους προσδώσει αυτονοήτως τον ρόλο των "υπερασπιστών τής δημοκρατίας", άσχετα αν ανάμεσά τους έχουν βρει θέση πολλοί από εκείνους που ίσαμε χτες υπηρετούσαν σε πόστα τής απέναντι πλευράς, ενώ κάποιοι απ' αυτούς έχουν ψηφίσει και μνημόνια και μεσοπρόθεσμα προγράμματα.
(β) Και για τους δυο, ο "ευρωπαϊκός προσανατολισμός" έχει περίπου ευαγγελικά χαρακτηριστικά (πίστευε και μη ερεύνα, ένα πράγμα), μιας και θεωρείται θέσφατο. Μόνο που ούτε οι μεν ούτε οι δε δείχνουν να προβληματίζονται ιδιαίτερα για το ποια είναι η Ευρώπη στην οποία επιθυμούν διακαώς να ανήκουμε. Κανείς τους δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται τις δομικές ρωγμές τού ευρωπαϊκού οικοδομήματος και κανείς τους δεν δείχνει να καταλαβαίνει ότι αυτή η Ευρώπη απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τα "δημοκρατικά ιδεώδη", τα οποία και οι δυο -υποτίθεται πως- υπερασπίζουν.
(γ) Όσο για τις μεταρρυθμίσεις και ανατροπές, που κάθε πλευρά προπαγανδίζει ως αναγκαίες για να βγούμε από το τέλμα, κανείς δεν τολμά να δηλώσει ευθαρσώς ότι όλες οι μεταρρυθμίσεις και οι ανατροπές που είτε έγιναν είτε γίνονται είτε πρόκειται να γίνουν σε οποιαδήποτε χώρα ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υποχρεωτικά είχαν, έχουν και πάντοτε θα έχουν την σφραγίδα των Βρυξελλών. Οι κρατικές κυβερνήσεις ούτε καν διαπραγματεύονται. Απλώς, δεσμεύονται.
Μπορεί να βρισκόμαστε στην κόψη του ξυραφιού, αλλά φαίνεται πως οι δυο επιλογές που προπαγανδίζονται, αφορούν απλώς το αν θα πέσουμε από την δεξιά ή από την αριστερή πλευρά τού ξυραφιού.
Αν ανήκετε σ' εκείνους που προτιμούν μια από τις δυο επιλογές, θα ήθελα να μου πείτε ποια διαφορά βρίσκετε ανάμεσα σε Μπράουν και Κάμερον, ανάμεσα σε Σαρκοζύ και Ολάντ ή ανάμεσα σε Μόντι και Ρέντσι.
Ίσως έτσι με βοηθήσετε να συνειδητοποιήσω τις διαφορές ανάμεσα σ' αυτό που έχω σήμερα και σ' εκείνο που με περιμένει αύριο, όποτε κι αν έρθει αυτό.
Εν τέλει, το συμπέρασμα είναι απελπιστικά απλό: τα ασφυκτικά πλαίσια που ορίζουν οι συνθήκες τού Μάαστριχτ και της Λισαβόνας καθιστούν τις κυβερνήσεις των χωρών-μελών απλά ενεργούμενα νευρόσπαστα.
Κοινώς, μαριονέτες.
Σε όποια πλευρά κι αν βρίσκονται.
Οι κοινές διαπιστώσεις τους και οι κοινές εκτιμήσεις τους αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα.
συμφωνω με ολα οσα γραφονται στο blog
ΑπάντησηΔιαγραφή