Εἶναι καὶ τὰ ἄψυχα ποὺ ἒδωσαν ζωὴ στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἐλπίδα· καὶ ποὺ ἔδωσαν πάλι τὸ δικαίωμα νὰ ὀνειρεύεται ὁ λαβωμένος λαός.
Καὶ τὰ ἄψυχα αὐτὰ, ἀπέκτησαν μαγικὴ ὑπόστασι καὶ διάστασι θρυλική.
Λατρεύτηκαν, ἀποθεώθηκαν καὶ πῆραν τὴν θέσι ποὺ τοὺς ἀξίζει στὴν καρδιὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ στὴν Ἱστορία…
Ἀβέρωφ, θωρηκτὸ καὶ καταδρομικὸ. Τὸ «διαβολοκάραβο» ὅπως τὸ ἒλεγαν οἱ Τοῦρκοι ποὺ ὅταν τὸ ἒβλεπαν τὰ πλοῖα τους, ἔτρεχαν νὰ κρυφτοῦν στὰ Δαρδανέλλια…
Ἡ τακτικὴ τοῦ Τουρκικοῦ στόλου ἦταν νὰ βγαίνουν ἔως τὴν ἄκρη τῶν στενῶν, νὰ κοιτάζουν μήπως .........καὶ βροῦν μόνη της καμιὰ περιπολία γιὰ νὰ τῆς ἐπιτεθοῦν καὶ ἔπειτα, ὅταν ἐμφανιζόταν στὸ πέλαγος τὸ «Ἀβέρωφ», νὰ τὸ σκάνε!
Κάποτε ἦταν σὲ περιπολία ὁ «Ἀετός»καὶ ὁ «Ἱέραξ» καὶ παρατήρησαν μερικὲς ὕποπτες κινήσεις πρὸς τὰ Δαρδανέλλια. Ἀμέσως ἔσπευσαν νὰ πλησιάσουν καὶ εἶδαν ὅτι ἦταν ἡ τουρκικὴ ἀρμάδα.
Τὰ ἀντιτορπιλικὰ ἔσπευσαν νὰ παραταχθοῦν καὶ τὰ τουρκικὰ πλοῖα σὲ μεγάλη σύγχυσι, ἄλλαξαν διεύθυνσι καὶ ἐχώθησαν στὰ στενά.
Αὐτὸ ἐπαναλαμβάνετο συνεχῶς, ὅταν ἐμφανιζόταν ὁ Ἑλληνικὸς στόλος μὲ τὸ Ἀβέρωφ, τὸσο τακτικὰ, ὥστε κάποτε ἔπιασαν τὰ νεῦρά του ἕνα πλοίαρχο Εὐρωπαϊκοῦ ἐμπορικοῦ πλοίου, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ φωνάζῃ:
«-Σταθῆτε λοιπόν! Σταθῆτε νὰ κτυπηθῆτε ἂν ἔχετε καρδιά! Τί φεύγετε;…»
Εἶναι κάποια πράγματα τὰ ὁποῖα χάνουν πολὺ καὶ ὅταν λέγονται καὶ ὅταν γράφονται, σχετικὰ μὲ ὅσα συνέβαιναν μὲ τὸ «Ἀβέρωφ», κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε σὲ Ἑλληνικὸ νησί. Οἱ ναῦτες διηγοῦνται συγκινητικὰ ἐπεισόδια ἀπὸ τὰ ταξείδια ποὺ ἐκαναν στὴ Χῖο, τὴν Μυτιλήνη, στὴν Καβάλα καὶ σὲ νησιὰ, μετὰ τὶς ναυμαχίες.
«Ὅαν τὸ Ἀβέρωφ προσωρμίζετο εἰς τὸν λιμένα, πλῆθος λέμβων γεμάτων ἀπὸ ἄνδρας καὶ γυναῖκας καὶ γέρους καὶ μικρὰ παιδιὰ καὶ μικρὰ κορίτσια ἔσπευδον νὰ τὸ περικυκλώσουν. Πολλάκις παρ’ ὀλίγον νὰ συμβοῦν δυστυχήματα λόγῳ τοῦ ἀσυγκρατήτου τῶν ἐπισκεπτῶν.
Ἀπὸ τῇς βάρκες ἐπηδοῦσαν εἰς τῇς σκάλες μὲ κίνδυνον νὰ πέσουν εἰς τὴν θάλασσαν· ἄλλοι πάλιν δὲν εἶχον τὴν ὑπομονὴν νὰ περιμένουν σειρὰν καὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἀναρριχηθοῦν ἀπὸ τὰ πλάγια, φωνάζοντες, ζητωκραυγάζοντες, χειροκροτοῦντες.
Ἔξαλλοι ὅλοι καὶ μεθυσμένοι ἀπὸ τὸν σφοδρότατον ἐνθουσιασμόν.
Καὶ ὅταν ἔφθαναν κοντά, ἔσκυβαν καὶ τὸν φιλοῦσαν καὶ τὸν ἐπροσκυνοῦσαν μὲ δάκρυα εἰς τὰ μάτια, ἀρνούμενοι νὰ φύγουν ὅταν τὸ πλοῖον ἡτοιμάζετο ν΄ἀποπλεύσῃ. Οἱ περισσότεροι ἐμάζευαν μέσα εἰς τὰ μαντήλια των μπογιὲς ἀπὸ τὸ τρισένδοξον καράβι.
«-Θὰ τῇς κάμωμεν φυλακτό,» ἒλεγαν, «καὶ θὰ τὰ ἔχωμεν πάντα στὸ λαιμό μας…»
Εἶναι οἱ νύκτες τοῦ χειμῶνος ἔξω ἀπὸ τὰ στενὰ. Τὸ Ἀβέρωφ μὲ σβυσμένα τὰ φῶτα, μεγαθήριον μέσα στὸ θαλάσσιο σκότος, ἦταν ἔτοιμο νὰ ὁρμήσῃ ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ. Ἦταν τρομερό τὸ Ἀβέρωφ, κατάμαυρο καὶ σκοτεινό, μὲ τοὺς ρόχθους τῶν μηχανῶν νὰ κάνουν φρικώδη ἁρμονία μὲ τὰ κύματα καὶ μὲ τὰ μεγάλα φουγάρα νὰ γεμίζουν τὸ διάστημα μὲ σύννεφα καπνοῦ. Μέσα ὅλοι οἱ ναῦτες καὶ ὅλοι οἱ ἀξιωματικοὶ καὶ οἱ ὑπαξιωματικοὶ στὶς θέσεις τους. Καὶ τὸ τρομερό καράβι σκόρπιζε τὸν φόβο παντοῦ καὶ κυριαρχοῦσε σὲ ὅλες τὶς ὡραῖες ἑλληνικὲς θάλασσες.
Καὶ τὶς τρομερὲς ἐκεῖνες νύκτες τῶν θαλασσινῶν ἐκστρατειῶν ἐμπρὸς ἀπὸ τὰ Δαρδανέλλια, ἐνῷ ἐβοοῦσε ἡ θάλασσα, ἐνῷ βρυχόταν τὸ κῦμα, ἐνῶ κατέβαζε χειμάρους ὁ οὐρανὸς, ἐνῷ ὁ κίνδυνος τῆς καταστροφῆς ἦταν τόσο πλησίον, ὁ ἀξιωματικὸς Μαυρομιχάλης στὴν πρῶρα, κοίταζε τὴν θάλασσα καὶ τραγουδοῦσε:
«Ἐγώ ‘μαι ὁ ναύτης τοῦ Αἰγαίου,
κρεβάτι ἒχω τὰ πλατειὰ νερά,
γιὰ τὴν δόξα τῆς Πατρίδος
καὶ γιὰ τὴν ἐλευθεριά.»
Μετὰ μία ὥρα μποροῦσε νὰ ἐμφανισθῇ ὁ ἐχθρὸς καὶ νὰ γίνῃ ναυμαχία καὶ νὰ πέσῃ τὸ θανατικὸ πάνω στὸ καράβι καὶ νὰ τὸ τριγυρίσουν τόσοι κίνδυνοι!
Ἀδιάφορος ἐν τούτοις.
Αὐτὸς θὰ τραγουδήσῃ τὴν θάλασσα καὶ τὴν πατρίδα καὶ τὴν ἀγάπη του ποὺ τὸν περιμένει στὸ νησί.
Ἕλλην ναύτης καὶ φόβος δὲν συναντήθηκαν ποτέ…
Σὰν σήμερα τὸ 1909, ἡ Ἑλληνική κυβέρνησις ἀγοράζει τὸ Θωρηκτὸ «Ἀβέρωφ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου