Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Πειραματόζωο η Ελλάς....

 Κατα την προσφατη συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων του κρατικού προϋπολογισμού του 2016, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και οι υπουργοί του κυβερνητικού οικονομικού επιτελείου, υπερασπίστηκαν την επίτευξη των οικονομικών στόχων του τρίτου μνημονίου. Σύμφωνα με τους στόχους αυτούς, ναι μεν στο σύνολο του 2016 το πραγματικό ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) της χώρας προβλέπεται να μειωθεί γύρω στο -0,5%, ωστόσο στο δεύτερο εξάμηνο του 2016 προσδοκάται ότι θα αρχίσουν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Η ανάκαμψη της οικονομίας εντός ........του β’ εξαμήνου του 2016, συνιστά κεντρική προτεραιότητα της ασκούμενης μνημονιακής πολιτικής, ώστε το 2017 να επιτευχθεί ο αναπτυξιακός στόχος του 2,7%. Δύο είναι τα καίρια ερωτήματα που εγείρονται: 

1) Έχουν δημιουργηθεί οι αντικειμενικές συνθήκες, ώστε η εθνική μας οικονομία το β’ εξάμηνο του 2016 να μπει στη φάση της ανάκαμψης; Και 

2) Αν η ελληνική οικονομία εισερχόταν σε αναπτυξιακή τροχιά, πότε και κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις το δημόσιο χρέος της χώρας θα γινόταν βιώσιμο; 

Τόσο με το χθεσινό άρθρο όσο και με αρκετές αναλύσεις από τη θέση αυτή, έχουμε ασχοληθεί με την απάντηση του πρώτου ερωτήματος. Οι ενδογενείς παθογένειες του πολιτικοοικονομικού συστήματος, που συντελούν στην καταβαράθρωση της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας ιδίως μετά το 1980, αποτελούν τον θεμελιώδη παράγοντα που μετά το 2008 η χώρα είναι καθηλωμένη στο βάλτο της ύφεσης. 

Αν την διετία 2016-2017, το σκάφος της οικονομίας παραμείνει ακινητοποιημένο στο τούνελ της ύφεσης, αναπόφευκτα το τρίτο μνημόνιο θα είχε την τύχη των προηγούμενων δύο και θα πεταγόταν στις καλένδες. 

Με τα μέχρι τούδε στατιστικά δεδομένα, το σύνολο των κύριων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας καταδεικνύει ότι το τοπίο της εθνικής οικονομίας εξακολουθεί να είναι ομιχλώδες και αβέβαιο. 

Από την άλλη μεριά, αναπτυξιακοί ρυθμοί της τάξης του 0,5% ή 1%, δεν αρκούν για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του τρίτου μνημονίου. Αναπτυξιακές επιδόσεις γύρω στο 1% θα σήμαιναν ότι η οικονομία βρίσκεται στα όρια της ύφεσης και τα κρατικά έσοδα θα παρουσίαζαν υστέρηση. 

Όταν την περίοδο 2016-2019 προβλέπονται δαπάνες τόκων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους 6,5 δις € κάθε χρόνο, αντικειμενικά είναι αδύνατον με αναπτυξιακούς ρυθμούς γύρω στο 1%, να δημιουργηθούν πρωτογενή πλεονάσματα στην γενική κυβέρνηση της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ, που θα προορίζονταν για την χρηματοδότηση των τόκων. Η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του τρίτου μνημονίου, συνιστά την θεμελιώδη προϋπόθεση για την βιωσιμότητα του κρατικού χρέους. 

Πώς όμως θα επιτευχθεί η βιωσιμότητα του χρέους, αν η εθνική οικονομία από τη φάση της ύφεσης δεν περάσει στη φάση της ανάκαμψης; Αναμφίβολα, η δυνατότητα της χώρας να είναι συνεπής στους πιστωτές της, καταβάλλοντας στο ακέραιο τις ετήσιες τοκοχρεολυτικές δόσεις, εξαρτάται άμεσα από την επίτευξη εκείνων των αναπτυξιακών ρυθμών, που θα διασφάλιζαν τα απαιτούμενα πρωτογενή πλεονάσματα στον κρατικό προϋπολογισμό. 

Το παρελθόν δίνει την απάντηση στα ερωτήματα που θα δημιουργηθούν στο μέλλον. Αν και την περίοδο 1992-2007, ο μέσος αναπτυξιακός ρυθμός της χώρας ήταν 3,6%, γιατί το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης από 63 δις ή 70,3% του ΑΕΠ εκτινάχτηκε σε 240 δις  € ή 103,1% του ΑΕΠ; 

Με αυτό το σημαντικό ερώτημα θα ασχοληθούμε στο επόμενο άρθρο μας. Όπως θα διαπιστωθεί στην αυριανή μας ανάλυση, οι μνημονιακές κυβερνήσεις κατάντησαν την Ελλάδα πειραματόζωο της τρόικας και του κουαρτέτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου