Και δεν είναι μόνον το εσωτερικό αδιέξοδο, το οποίο αποτυπώθηκε σ’ αυτήν την καταθλιπτική φωτογραφία του πρόσφατου συμβουλίου των «αρχηγών».
Το πλέον ανησυχητικό στοιχείο είναι η θέση της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα.
Εκεί ο κατήφορος δείχνει να μην έχει τέρμα.
Μετά την εικόνα του χρεωκοπημένου «ζήτουλα», τώρα εμπεδώνεται και αυτή της χώρας-μαύρης τρύπας των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης.
Ο φράχτης που ύψωσαν τα Σκόπια -αύριο ίσως και η Βουλγαρία- οι λοιδορίες της Ουγγαρίας, οι παραινέσεις από την Σλοβακία για αποβολή της Ελλάδας από τη συνθήκη Σένγκεν, η απαξίωση από τα υπόλοιπα κεντροευρωπαϊκά και βαλκανικά κράτη, των οποίων οι κάτοικοι μέχρι και από πριν λίγα χρόνια είχαν ως όνειρο την κάθοδο στην χώρα μας, η συμπεριφορά του Βερολίνου που μας αντιμετωπίζει ως οικόπεδο στο άθλιο παζάρι της με τη.....
..... Τουρκία, η ποδοπάτηση από το ιερατείο των Βρυξελλών των ενστάσεων της Κύπρου στην ενταξιακή πορεία της Άγκυρας∙ αυτή είναι η «αλήθεια» του ελληνισμού σήμερα. Αλήθεια σκληρή, ίσως άδικη, αλλά η μόνη ισχύουσα.
Τα όσα, ειδικότερα, συνέβησαν στη Σύνοδο Ε.Ε.-Τουρκίας κατέδειξαν με τον πιο επίσημο τρόπο τον υποβιβασμό της Ελλάδας στα όρια ενός σχεδόν ανυπόληπτου κράτους. Κι αυτήν την υποβάθμιση φρόντισε κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός μας να την επιβεβαιώσει με τo φιάσκο των tweets.
Έχει καταστεί προφανές ότι η κυβερνητική παραλυσία, εκκωφαντική από την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του συγκεκριμένου κυβερνητικού σχήματος, λόγω της εξοργιστικής ανεπάρκειας και της έλλειψης επαφής με την εν γένει πραγματικότητα, γίνεται ανεκτή, εκτός των ξένων και εξωθεσμικών κέντρων, και εκ της καθολικής καταρρεύσεως του πολιτικού συστήματος και της απουσίας αξιόπιστων εναλλακτικών λύσεων.
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν αφορά μόνον στα πρόσωπα και στις ηγεσίες. Είναι πολύ βαθύτερο καθώς σχετίζεται με τις βασικές συνισταμένες που διέπουν το ιδεολογικό πλαίσιο των πολιτικών, οικονομικών και πνευματικών ελίτ της χώρας. Και οι οποίες αδυνατούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Τα τελευταία χρόνια, βιώνουμε μια συνεχή κατεδάφιση όλων των βασικών πολιτικών και ιδεολογικών βεβαιοτήτων που είχαν οικοδομηθεί με τεράστια επιμονή για είκοσι-εικοσιπέντε χρόνια. Κι αυτό συνέβη όχι μόνον εξαιτίας των εγχώριων παθογενειών αλλά και λόγω της δομικής κρίσης της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα υφίσταται μια εντεινόμενη αποσύνθεση, καθώς εκδηλώνει όχι μόνον βαθύτατη κόπωση από την παρατεταμένη οικονομική δυσπραγία αλλά και στοιχεία πανικού απέναντι στην τρομοκρατική απειλή και το μεταναστευτικό τσουνάμι.
Έτσι τόσο η προσπάθεια υποταγής στις απαιτήσεις της μνημονίων, και πολύ περισσότερο η ολιγόμηνη δονκιχωτική χίμαιρα της αλλαγής του ευρωπαϊκού μοντέλου πέραν της γερμανικής προτεσταντικής ορθότητας, δεν αρκούν πια να αποτρέψουν τη διολίσθηση της Ελλάδας στο ρόλο του διεθνούς παρία. Αν στην περίπτωση της αντιμετώπισης της ελληνικής χρεωκοπίας είχαν διατηρηθεί κάποιες αμυδρές ακόμη ελπίδες για την ενδοευρωπαϊκή αλληλεγγύη, η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος τις εξαλείφει ολοκληρωτικά. Οι συρμάτινοι φράχτες και οι σκληροί όροι που επιβάλλουν στην Ελλάδα οι εταίροι μας μάς αφήνουν μόνους με εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, τον μεγαλομανή «σουλτάνο» και τις …«ηθικοπλαστικές» μας φαντασιώσεις.
Το «αφήγημα» -κατά τον όρο του συρμού- του προοδευτισμού, σε όλες του τις αποχρώσεις, έχει γίνει πια «κουρέλι». Και το να παριστάνει κάποιος την στρουθοκάμηλο δεν τον γλυτώνει. Σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζει για παράδειγμα ο Στέλιος Ράμφος, στην Ελλάδα δεν αρκεί να συντονιστεί με την Ευρώπη για να «απογειωθεί». Γιατί δεν υπάρχει πια τέτοια Ευρώπη.
Υπάρχουν κράτη που προωθούν τα δικά τους συμφέροντα και που σε πολλές περιπτώσεις είναι αντίθετα και αντίπαλα από αυτά άλλων κρατών-μελών. Κορυφαίο παράδειγμα αυτού συνιστά η στάση του Βερολίνου απέναντι στη Τουρκία, και ο ρόλος που καλείται να παίξει η Ελλάδα με γνώμονα τις εσωτερικές πολιτικές ανάγκες της καγκελαρίου και τα ευρύτερα συμφέροντα της Γερμανίας στην ανατολική Μεσόγειο.
Γι’ αυτό, επομένως, κι αν ακόμη η χώρα μας περάσει στην εφαρμογή κάποιων επώδυνων μεταρρυθμίσεων κανείς δεν εγγυάται την επιβίωσή της. Η Ελλάδα δεν μπορεί να επαφίεται για την ασφάλειά της, για την ύπαρξή της σε έναν υπερεθνικό θεσμό ο οποίος, αν δεν ψυχορραγεί, τουλάχιστον δείχνει να μην τον απασχολεί η προστασία ενός μέλους της από έναν έξωθεν επιβολέα, που μάλιστα τον αναγάγει σε εταίρο. Κι αυτό ισχύει εν μέρει και για το ΝΑΤΟ, όπου εκεί ο γείτονας είναι και επιφανές μέλος, αν και, προσωρινά, οι αμερικανικοί σχεδιασμοί κινούνται σε διαφορετική κατεύθυνση με αυτούς του Βερολίνου.
Στο σημείο μηδέν που έχουμε καταλήξει, καθίσταται λοιπόν εκ των ων ουκ άνευ ένας άμεσος ριζικός αναπροσανατολισμός της χώρας, με υπέρτατο στόχο την ίδια την επιβίωση του έθνους. Το ελληνικό κράτος οφείλει να αλλάξει εκ βάθρων και στο σύνολό του. Η όποια αλλαγή, όμως, προϋποθέτει την αποδοχή της αδήριτης πραγματικότητας, η οποία «βροντοφωνάζει» ότι η χώρα απειλείται άμεσα με «απορρόφηση» από την νεο-οθωμανική Τουρκία και ταυτόχρονα από τη ταχύτατη επέκταση του ισλαμισμού.
Οι περισπούδαστες αναλύσεις για τις γενεσιουργές αιτίες των ισλαμιστικών εκρήξεων, που αποδίδονται στην αντίδραση των μουσουλμάνων στις αποικιοκρατικές ή ιμπεριαλιστικές πολιτικές, ακόμη κι αν έχουν πραγματική ιστορική βάση, όταν λειτουργούν ως πρόφαση παραίτησης στην αντιμετώπιση του φαινομένου έχουν εντέλει μόνον αρνητικά αποτελέσματα. Κάτι ανάλογο δηλαδή που συνέβη, εν μέσω της οικονομικής κρίσης, με την καταγγελία του παγκόσμιου «αρπακτικού» καπιταλισμού και της επίθεσης των παγκόσμιων κέντρων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Το κύμα της αμφισβήτησης, με τους όρους βεβαίως που εκδηλώθηκε, άνευ σχεδίου και ρεαλιστικής συναίσθησης των συσχετισμών, είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω εξάρτηση του ελληνικού κράτους από τα καταγγελλόμενα κέντρα, την απόλυτη αποσάθρωση των θεσμών του, και συνάμα την όξυνση της οικονομικής κρίσης.
Το ίδιο κινδυνεύουμε να πάθουμε και όσον αφορά τον ισλαμιστικό κίνδυνο και την νεο-οθωμανική απειλή. Το να ξορκίζεις τον «πόλεμο των πολιτισμών» ή των θρησκειών, το να εμμένεις σε μια ηθικολογικού χαρακτήρα «καθαρή» ιδεολογία, που υποκρύπτει την άρνηση ανάληψης της ευθύνης σου ή ακόμη και την εξυπηρέτηση συμφερόντων τρίτων, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην μετατροπή της Ελλάδας σε εύκολο θύμα ενός πολέμου που έχει, ανεπαισθήτως, ήδη αρχίσει.
Ιδιαίτερα για τη Τουρκία, τα όσα έχουν συμβεί το τελευταίο διάστημα δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία για τη φύση του πολιτικού της συστήματος, και τις επιδιώξεις της κυρίαρχης τουρκικής ελίτ. Μιλάμε πλέον ανοιχτά για ένα αναθεωρητικό κράτος το οποίο έχει ως στόχο την ανασύσταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, με κάθε μέσο. Αν σε κάποιους εγχώριους φιλειρηνιστές αυτή η θέση φαντάζει «εθνικισμός», παντού αλλού δεν υπάρχει ένας αναλυτής, ένας δημοσιογράφος, ένας πολιτικός παράγοντας που να περιγράφει τα τεκταινόμενα στην Εγγύς και Μέση Ανατολή και να μην αναφέρει ως δεδομένο το στοιχείο αυτό της σύγχρονης Τουρκίας.
Όσα έχει κάνει η Άγκυρα στη Συρία αποδεικνύουν ότι μπροστά την κατάκτηση του τελικού στόχου δεν υπάρχουν προσκόμματα, ηθικά ή υλικά. Η στήριξη των ισλαμιστών είτε του «Ισλαμικού Κράτους» είτε των κλάδων της Αλ-Κάιντα -με όπλα, με εκπαίδευση και αποστολή μαχητών, με το λαθρεμπόριο πετρελαίου, με το συντονισμό μαζί τους εναντίον των Κούρδων στο Ιράκ και στη Συρία, με τη δράση Τούρκων παρακρατικών και της ΜΙΤ στις ομάδες των Τουρκομάνων- μιλά από μόνη της. Η έλλειψη αναστολών της τουρκικής ηγεσίας στη στήριξη μιας οργάνωσης που σκορπά το θάνατο και τον τρόμο στην Ευρώπη, στον οργανωμένο εκβιασμό με την προώθηση των εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών, στην κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους, μόνον τυφλωμένους από ιδεοληψίες και ευσεβείς πόθους δεν πείθουν για τις πραγματικές προθέσεις.
Και δεν πείθουν τα παραπάνω γιατί δεν επιθυμούν να παραδεχθούν την ανοιχτά «κατακτητική» τουρκική πολιτική έναντι της Ελλάδας, εντασσόμενη και αυτή στο σχέδιο του νεο-οθωμανισμού. Η Άγκυρα το δείχνει ξεκάθαρα στην Θράκη, όπου πλέον υφίσταται κατάπτυστη διαρχία, με ελληνική συνέργεια∙ με τις συμμαχίες που έχει συνάψει με την Αλβανία και τα Σκόπια με στόχο την Ελλάδα, καθώς ενισχύει ανοιχτά και παρασκηνιακά τον εθνικισμό τους απέναντί της∙ στο Αιγαίο με τις παραβιάσεις του εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων∙ με την προώθηση των μεταναστευτικών ροών στα ελληνικά νησιά∙ με την αποστολή τζιχαντιστών –ας μην ζούμε με παραμύθια ότι εδώ οι ισλαμιστές θα είναι τράνζιτ…∙
Απλώς, σε αντίθεση με τη Συρία η Τουρκία προχωρά αργά αλλά σταθερά, σε όλα τα μέτωπα. Και τα θέλει όλα, όχι τμήμα, όχι κομμάτι επιρροής. Δεν της φθάνει μόνον η συγκυριαρχία στο Αιγαίο, ούτε μόνον η Θράκη, επιθυμεί το όλον. Όπως και στην Κύπρο, και εκεί στοχεύει όταν στηρίζει τα βρετανικής εμπνεύσεως σχέδια της υποτιθέμενης «επίλυσης».
Όλη η παγκόσμια ιστορία διδάσκει ότι τα κράτη δεν διαμορφώνονται μόνον ως αποτέλεσμα των εσωτερικών κοινωνικών τους αντιθέσεων αλλά και ανάλογα των εξωτερικών εξαρτήσεων και απειλών που αντιμετωπίζουν. Και όταν λέμε προσαρμόζονται εννοούμε οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά. Και βεβαίως, καθορίζουν ανάλογα τις συμμαχίες τους. Όταν αποτυγχάνουν σ’ αυτήν την προσαρμογή –όπως το Βυζάντιο για παράδειγμα- τότε η τραγική τους μοίρα είναι προδιαγεγραμμένη.
Το να κάθεται η Αθήνα «στα αυγά της», όπως την καλούν περιδεείς εγχώριοι αναλυτές, παριστάνοντας το καλό παιδί στο μεταναστευτικό, στο Κυπριακό, στο Σκοπιανό, στο Αιγαίο, απλώς φέρνει πιο κοντά το «τέλος» της. Ούτε επιτρέπεται να καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι το ζήτημα περιορίζεται σε έναν επηρμένο Ερντογάν- την πολιτική του επικροτεί ανοιχτά η μεγάλη πλειοψηφία του τουρκικού λαού. Και αυτό που ξεκίνησε στη Συρία είναι μόνον η αρχή. Το κουτί της Πανδώρας άνοιξε.
Έφθασε, λοιπόν, η ώρα των γενναίων αποφάσεων. Κανείς δανειστής, κανείς τοκογλύφος, δεν έχει το δικαίωμα να ζητά από έναν λαό να «αυτοκτονήσει» ή να μετατραπεί σε «Ιφιγένεια» για μια ηττημένη στα νότια σύνορά της Τουρκία. Με το ποιους θα πάμε, σε ποια μέτωπα, με ποιους όρους δεν μπορεί να κανείς να μας το επιβάλλει, γιατί αφορά τη σωτηρία της χώρας μας.
Κάποιος θα αναρωτηθεί και δικαίως: η λήψη τέτοιων ιστορικών αποφάσεων μπορεί να γίνει από ανθρώπους, που μέσα στο γενικό ορυμαγδό θεωρούν ως προτεραιότητα να «εξαλείψουν» το «παπαρηγοπούλειο αφήγημα», δηλαδή ότι οι ‘Έλληνες ως Έλληνες έχουν παρουσία σε αυτά τα χώματα από την πρώιμη αρχαιότητα ως σήμερα;
Την απάντηση ήλθε ο καιρός να τη δώσει ο κάθε Έλληνας ξεχωριστά, αφού αφήσει στην άκρη την αμεριμνησία, το θυμικό και το μικροσυμφέρον του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου