Τα ηφαίστεια1
α' | κ' | |
Χλωρά, μοσχοβολούντα
νησία του Αιγαίου πελάγους, ευτυχισμένα χώματα όπου η χαρά κι η ειρήνη πάντα εκατοίκουν. |
Σκληρά, δειλά αναθρέμματα
της ποταπής Ασίας, έργον ηρώων, ναι, βέβαια, ποίος το αμφιβάλλει, υπάρχει το τρόπαιόν σας. | |
β' | κα' | |
Τι τα θαυμάσια εγίνηκαν κοράσια σας οπ' είχαν ψυχήν σαν φλόγα, χείλη σαν δροσισμένα ρόδα, λαιμόν σαν γάλα; | Έργον ηρώων, αν σφάξητε αδύνατα παιδία· έργον ηρώων, αν πνίξητε τας τρυφεράς γυναίκας και τα γερόντια. | |
γ' | κβ' | |
Στα πλούσια περιβόλια σας βασιλικός και κρίνοι ματαίως ανθίζουν· έρημα, ούτ' ένα χέρι ευρίσκεται να τα ποτίζη. | Ιδού κι άλλα νησία την λύσσαν σας προσμένουσι· πόλεις ιδού και αλίκτυπος ξηρά κατοικημένη απ' έθνη αθώα. | |
δ' | κγ' | |
Τα δάση, τα λαγκάδια σας, όπου οι φωναί αντιβόουν των κυνηγών, σιωπώσι· σκύλοι εκεί τώρα αδέσποτοι μόνον βαυίζουν. | Δια σας ηρώων κοπάδια, δεν φθάνει η Χίος, η Κύπρος· των Κυδωνίων δεν φθάνουσιν, της Κάσου και της Κρήτης οι κατοικίαι. | |
ε' | κδ' | |
Ελεύθερα, αχαλίνωτα μέσα εις τ' αμπέλια τρέχουν τ' άλογα, και εις την ράχην τους το πνεύμα των ανέμων κάθεται μόνον. | Άμετε, μην αφήσετε ζώντα κανένα· απ' αίμα τα αιγαία νερά βαμμένα κύματ' ας έχουν γέμοντα από σφαγάδια. | |
ς' | κε' | |
Εις τον αιγιαλόν
από τα ουράνια σύγνεφα αφόβως καταβαίνουν κραυγάζοντες οι γλάροι και τα γεράκια. |
Ω Έλληνες, ω θείαι
ψυχαί, που εις τους μεγάλους κινδύνους φανερώνετε ακάμαντον ενέργειαν και υψηλήν φύσιν! | |
ζ' | κς' | |
Βαθιά εις τον άμμον βλέπω χαραγμένα πατήματα ζώντων παιδιών και ανθρώπων· όμως πού είναι οι άνθρωποι, πού τα παιδία; | Πώς από σας καμία δεν τρέχει τώρα; πώς κει μέσα εις τα πλεόμενα δεν ρίχνεσθε, καράβια των πολεμίων; | |
η' | κζ' | |
Φρικτόν θλιβερόν θέαμα τριγύρω μου εξανοίγω· ποίων είναι τα σώματα που πλέουσ' εις το κύμα; ποίων τα κεφάλια; | Πώς, πώς της ταλαιπώρου πατρίδος δεν πασχίζετε να σώσῃτε τον στέφανον από τα χέρια ανόσια ληστών τοσούτων; | |
θ' | κη' | |
Αυγεριναί του ηλίου ακτίνες τι προβαίνετε; τάχα αγαπάει να βλέπη έργα ληστών το μάτι των ουρανίων; | Είναι πολλά τα πλήθη των και φοβερά εις την όψιν, αλλ' ένας Έλλην δύναται, ένας άνδρας γενναίος να τα σκορπίση. | |
ι' | κθ' | |
Δημιουργέ του κόσμου, πατέρα των αθλίων θνητών, αν συ του γένους μας όλου ζητής τον θάνατον, αν συ το θέλης· | Όποιος την δάφνην θέλει αθάνατον της δόξης, όποιος δάκρυα δια τ' έθνος του έχει, δια δε την μάχην νουν και καρδίαν· | |
ια' | λ' | |
Τα γόνατα μου εμπρός σου, να, πέφτουν· το υπερήφανον κεφάλι μου, που αντίκρυ των βασιλέων υψώνετο, την γην εγγίζει. | Ας έκβη αυτός. - Να, βλέπω, ταχείαι, ως τ' απλωμένα πτερά των γερανών, έρχονται δύο κατάμαυροι τρομεραί πρώραι. | |
ιβ' | λα' | |
Ιδού ευλαβείς οι Έλληνες σκύπτουσιν όλοι· πρόσταξε, κι επάνω μας ας πέσωσιν οι φλόγες της οργής σου, αν συ το θέλης. | Παύει ως τόσον ο κρότος των μουσικών οργάνων· τ' αγαρηνά τραγούδια παύουν και τα υπερήφανα βλάσφημα μέτρα. | |
ιγ' | λβ' | |
Πλην πολυέλεος είσαι,
και βοηθόν σε κράζω... Βλέπω, βλέπω εις την θάλασσαν πετώμενον τον στόλον αγρίων βαρβάρων. |
Μόνον ακούω το φύσημα
του ανέμου οπού περνώντας εις τα κατάρτια ανάμεσα και εις τα σχοινιά σχισμένος βιαίως σφυρίζει. | |
ιδ' | λγ' | |
Κοίταξε πώς ο ήλιος χρυσώνει τα πανιά των· κοίταξε πώς το πέλαγος από σπαθιών ακτίνας τρέμον αστράπτει. | Μόνον ακούω την θάλασσαν που ωσάν μέγα ποτάμι ανάμεσα εις τους βράχους κτυπώντας μυρμυρίζει γύρω εις τα σκάφη. | |
ιε' | λδ' | |
Από τας πρύμνας χύνεται γεμίζων τον αέρα κρότος μυρίων κυμβάλων, και μέσα από τον θόρυβον ψάλματα εκβαίνουν· | Να οι κραυγαί και ο φόβος, να η ταραχή και η σύγχυσις από παντού σηκώνονται, και απλώνουν πολυάριθμα πανία να φύγουν. | |
ις' | λε' | |
«- Στάζουσι τα μαχαίρια μας από το αίμα ακάθαρτον των χριστιανών· πριν πήξη, ελάτε, ελάτε εις νέον αίμα ας τα πλύνωμεν· | Στενόν, στενόν το πέλαγος ο τρόμος κάμνει· πέφτει ένα καράβι επάνω εις τ' άλλο και συντρίβονται· πνίγονται οι ναύται. | |
ιζ' | λς' | |
Ελάτε να ζεστάσωμεν τα χέρια μας στα σπλάχνα όσων θυσίας προσφέρουσιν εις τον σταυρόν και σέβονται αγίων εικόνας. | Ω! πώς από τα μάτια μου ταχέως εχάθη ο στόλος· πλέον δεν ξανοίγω τώρα παρά καπνούς και φλόγας ουρανομήκεις. | |
ιη' | λζ' | |
Ελάτε, ελάτε, ο κόπος αν μας καταδαμάσῃ, επί σορούς σφαγμένων καθίζοντας, ανάπαυσιν θέλομεν εύρει. | Έξω από την θαλάσσιον πυρκαϊάν νικήτριαι ιδού πάλιν εκβαίνουν σωσμέναι οι δύο κατάμαυροι θαυμάσιαι πρώραι. | |
ιθ' | λη' | |
Τα ρόδα της Ελλάδος εις τ' αίμα της βαμμένα θέλει φανούν τερπνότατον δώρον των γυναικών μας, κι έργον ηρώων». | Πετάουν, απομακρύνονται· στο διάστημα του αέρος χωσμέναι γίνονται άφαντοι· διαβαίνουσαι επαιάνιζον, κι ήκουεν ο κόσμος. | |
λθ'
| ||
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου