Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Α. Κάλβος, "Τα ηφαίστεια"

Τα ηφαίστεια1

α'κ'
Χλωρά, μοσχοβολούντα
νησία του Αιγαίου πελάγους,
ευτυχισμένα χώματα
όπου η χαρά κι η ειρήνη
       πάντα εκατοίκουν.

Σκληρά, δειλά αναθρέμματα
της ποταπής Ασίας,
έργον ηρώων, ναι, βέβαια,
ποίος το αμφιβάλλει, υπάρχει
       το τρόπαιόν σας.
β'κα'

Τι τα θαυμάσια εγίνηκαν
κοράσια σας οπ' είχαν
ψυχήν σαν φλόγα, χείλη
σαν δροσισμένα ρόδα,
       λαιμόν σαν γάλα;

Έργον ηρώων, αν σφάξητε
αδύνατα παιδία·
έργον ηρώων, αν πνίξητε
τας τρυφεράς γυναίκας
       και τα γερόντια.

γ'κβ'
Στα πλούσια περιβόλια σας
βασιλικός και κρίνοι
ματαίως ανθίζουν· έρημα,
ούτ' ένα χέρι ευρίσκεται
       να τα ποτίζη.
Ιδού κι άλλα νησία
την λύσσαν σας προσμένουσι·
πόλεις ιδού και αλίκτυπος
ξηρά κατοικημένη
       απ' έθνη αθώα.
δ'κγ'
Τα δάση, τα λαγκάδια σας,
όπου οι φωναί αντιβόουν
των κυνηγών, σιωπώσι·
σκύλοι εκεί τώρα αδέσποτοι
       μόνον βαυίζουν.
Δια σας ηρώων κοπάδια,
δεν φθάνει η Χίος, η Κύπρος·
των Κυδωνίων δεν φθάνουσιν,
της Κάσου και της Κρήτης
       οι κατοικίαι.
ε'κδ'
Ελεύθερα, αχαλίνωτα
μέσα εις τ' αμπέλια τρέχουν
τ' άλογα, και εις την ράχην τους
το πνεύμα των ανέμων
       κάθεται μόνον.
Άμετε, μην αφήσετε
ζώντα κανένα· απ' αίμα
τα αιγαία νερά βαμμένα
κύματ' ας έχουν γέμοντα
       από σφαγάδια.
ς'κε'
Εις τον αιγιαλόν
από τα ουράνια σύγνεφα
αφόβως καταβαίνουν
κραυγάζοντες οι γλάροι
       και τα γεράκια.
Ω Έλληνες, ω θείαι
ψυχαί, που εις τους μεγάλους
κινδύνους φανερώνετε
ακάμαντον ενέργειαν
       και υψηλήν φύσιν!
ζ'κς'
Βαθιά εις τον άμμον βλέπω
χαραγμένα πατήματα
ζώντων παιδιών και ανθρώπων·
όμως πού είναι οι άνθρωποι,
       πού τα παιδία;
Πώς από σας καμία
δεν τρέχει τώρα; πώς
κει μέσα εις τα πλεόμενα
δεν ρίχνεσθε, καράβια
       των πολεμίων;
η'κζ'
Φρικτόν θλιβερόν θέαμα
τριγύρω μου εξανοίγω·
ποίων είναι τα σώματα
που πλέουσ' εις το κύμα;
       ποίων τα κεφάλια;
Πώς, πώς της ταλαιπώρου
πατρίδος δεν πασχίζετε
να σώσῃτε τον στέφανον
από τα χέρια ανόσια
       ληστών τοσούτων;
θ'κη'
Αυγεριναί του ηλίου
ακτίνες τι προβαίνετε;
τάχα αγαπάει να βλέπη
έργα ληστών το μάτι
       των ουρανίων;
Είναι πολλά τα πλήθη των
και φοβερά εις την όψιν,
αλλ' ένας Έλλην δύναται,
ένας άνδρας γενναίος
       να τα σκορπίση.
ι'κθ'
Δημιουργέ του κόσμου,
πατέρα των αθλίων
θνητών, αν συ του γένους μας
όλου ζητής τον θάνατον,
       αν συ το θέλης·
Όποιος την δάφνην θέλει
αθάνατον της δόξης,
όποιος δάκρυα δια τ' έθνος του
έχει, δια δε την μάχην
       νουν και καρδίαν·
ια'λ'
Τα γόνατα μου εμπρός σου,
να, πέφτουν· το υπερήφανον
κεφάλι μου, που αντίκρυ
των βασιλέων υψώνετο,
       την γην εγγίζει.
Ας έκβη αυτός. - Να, βλέπω,
ταχείαι, ως τ' απλωμένα
πτερά των γερανών,
έρχονται δύο κατάμαυροι
       τρομεραί πρώραι.
ιβ'λα'
Ιδού ευλαβείς οι Έλληνες
σκύπτουσιν όλοι· πρόσταξε,
κι επάνω μας ας πέσωσιν
οι φλόγες της οργής σου,
       αν συ το θέλης.
Παύει ως τόσον ο κρότος
των μουσικών οργάνων·
τ' αγαρηνά τραγούδια
παύουν και τα υπερήφανα
       βλάσφημα μέτρα.
ιγ'λβ'
Πλην πολυέλεος είσαι,
και βοηθόν σε κράζω...
Βλέπω, βλέπω εις την θάλασσαν
πετώμενον τον στόλον
       αγρίων βαρβάρων.
Μόνον ακούω το φύσημα
του ανέμου οπού περνώντας
εις τα κατάρτια ανάμεσα
και εις τα σχοινιά σχισμένος
       βιαίως σφυρίζει.
ιδ'λγ'
Κοίταξε πώς ο ήλιος
χρυσώνει τα πανιά των·
κοίταξε πώς το πέλαγος
από σπαθιών ακτίνας
       τρέμον αστράπτει.
Μόνον ακούω την θάλασσαν
που ωσάν μέγα ποτάμι
ανάμεσα εις τους βράχους
κτυπώντας μυρμυρίζει
       γύρω εις τα σκάφη.
ιε'λδ'
Από τας πρύμνας χύνεται
γεμίζων τον αέρα
κρότος μυρίων κυμβάλων,
και μέσα από τον θόρυβον
       ψάλματα εκβαίνουν·
Να οι κραυγαί και ο φόβος,
να η ταραχή και η σύγχυσις
από παντού σηκώνονται,
και απλώνουν πολυάριθμα
       πανία να φύγουν.
ις'λε'
«- Στάζουσι τα μαχαίρια μας
από το αίμα ακάθαρτον
των χριστιανών· πριν πήξη,
ελάτε, ελάτε εις νέον
       αίμα ας τα πλύνωμεν·
Στενόν, στενόν το πέλαγος
ο τρόμος κάμνει· πέφτει
ένα καράβι επάνω
εις τ' άλλο και συντρίβονται·
       πνίγονται οι ναύται.
ιζ'λς'
Ελάτε να ζεστάσωμεν
τα χέρια μας στα σπλάχνα
όσων θυσίας προσφέρουσιν
εις τον σταυρόν και σέβονται
       αγίων εικόνας.
Ω! πώς από τα μάτια μου
ταχέως εχάθη ο στόλος·
πλέον δεν ξανοίγω τώρα
παρά καπνούς και φλόγας
       ουρανομήκεις.
ιη'λζ'
Ελάτε, ελάτε, ο κόπος
αν μας καταδαμάσῃ,
επί σορούς σφαγμένων
καθίζοντας, ανάπαυσιν
       θέλομεν εύρει.
Έξω από την θαλάσσιον
πυρκαϊάν νικήτριαι
ιδού πάλιν εκβαίνουν
σωσμέναι οι δύο κατάμαυροι
       θαυμάσιαι πρώραι.
ιθ'λη'
Τα ρόδα της Ελλάδος
εις τ' αίμα της βαμμένα
θέλει φανούν τερπνότατον
δώρον των γυναικών μας,
       κι έργον ηρώων».
Πετάουν, απομακρύνονται·
στο διάστημα του αέρος
χωσμέναι γίνονται άφαντοι·
διαβαίνουσαι επαιάνιζον,
       κι ήκουεν ο κόσμος.
λθ'
Κανάρη! — και τα σπήλαια
της γης εβόουν: Κανάρη.—
Και των αιώνων τα όργανα
ίσως θέλει αντηχήσουν
     πάντα: Κανάρη!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου