Παναγιώτη Κ. Κανελλόπουλου*
- Ο 8ος αιώνας ήταν αποφασιστικός για την τύχη της Ευρώπης, που μόλις είχε αρχίσει να σχηματίζεται. Σημειώθηκαν, τότε, γεγονότα που, αν δεν είχαν σημειωθεί, δεν θα μπορούσε ο Κάρολος ο Μέγας να κάμει το πρώτο μεγάλο βήμα για την αποκρυστάλλωση της Ευρώπης ως ενιαίου πολιτιστικού χώρου. Αν επικρατούσαν οι ‘Aραβες, μπορεί η Ευρώπη να γινόταν μια θαυμάσια επαρχία του δυναμικού Ισλάμ της εποχής εκείνης, αλλά δεν θάταν η Ευρώπη, όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Θα έχανε ίσως και το όνομα της, που ήταν ελληνικό.
Δεκαπέντε χρόνια πριν αποκρούσει ο Κάρολος Μάρτελος, ο πάππος του Καρόλου του Μεγάλου, τους ‘Aραβες εισβολείς, που είχαν διαβεί τα Πυρηναία, κατόρθωσε ο αυτοκράτορας Λέων ο Γ’ να συντρίψει τους....
.. ‘Aραβες (717-18), που με κύρια βάση τους την Πέργαμο έφθασαν στην ‘Aβυδο, πέρασαν στην ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου και έσφιξαν τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Charles Diehl λέει, ότι η νίκη του Λέοντος του Γ’ ήταν, για την τύχη της Ευρώπης, πιο αποφασιστική από τη νίκη του Καρόλου Μαρτέλου, γιατί το Βυζάντιο, στο έτος 717, αντιμετώπισε ολόκληρη τη δύναμη του χαλιφάτου των Ομεϊαδών. Και ο William Hardy McNeil, στο μέγα έργο του «Τhe Rise of the West» λέει ότι, αν υπέκυπτε η Κωνσταντινούπολη στις δυό μεγάλες επιδρομές του Ισλάμ (η πρώτη είχε σημειωθεί μεταξύ των ετών 673 και 680), η Χριστιανοσύνη θα είχε στην Ευρώπη την τύχη, που είχε στην Ασία και στην Αφρική: «Η ευρωπαϊκή Χριστιανοσύνη μπορεί να είχε υποστεί έναν παρόμοιο δραστικό διασκορπισμό. Διωγμένες από τη Μεσόγειο, ομοιογενείς χριστιανικές κοινωνίες μπορεί να είχαν επιζήσει μόνο στους απόμερους δρυμούς και σε σκόρπιους αγρούς της βορειοδυτικής Ευρώπης. Αλλά τα τείχη της πρωτεύουσας του Κωνσταντίνου στον Βόσπορο κράτησαν. Η ευρωπαϊκή Χριστιανοσύνη, ως εκ τούτου, επέζησε σαν ένας γεωγραφικά και πολιτιστικά σημαντικός ανταγωνιστής του Ισλάμ».
Ήταν, τάχα, το ιστορικό αυτό γεγονός η μόνη συμβολή του Βυζαντίου στη δημιουργία της Ευρώπης; Το Βυζάντιο έζησε χίλια χρόνια. Ότι άνθεξε τόσο πολύ, αν και το χτυπούσαν αδιάκοπα βίαιοι άνεμοι από την Ανατολή και τη Δύση, από το Νότο και το Βορρά, αυτό ήταν ένα θαύμα, που δε θέλησε να το εκτιμήσει, με το θαυμάσιο βλέμμα του, ο Edward Gibbon. Έμεινε, τάχα, ανέπαφη η Ευρώπη, στα χίλια εκείνα χρόνια, από το βυζαντινό πνεύμα;
- Το Βυζάντιο είχε, ως τα τέλη του 19ου αιώνα, πολύ αδικηθεί. Με τη λέξη βυζαντινισμός είχε αποδοθεί η τάση προς τη μικρολογία, προς την άγονη συζήτηση γύρω από γραμματικές η θεολογικές λεπτομέρειες, γύρω από ασήμαντα πράγματα. Αλλά η ψυχή του Βυζαντίου – η πιο βασανισμένη, πριν από την Τουρκοκρατία, ελληνική ψυχή – εκδηλώθηκε πολύ περισσότερο σε μεγάλες σιωπηλές πράξεις, παρά στις θορυβώδεις θεολογικές έριδες. Και το πνεύμα, που ξεπήδησε μέσα από τη βασανισμένη ελληνική ψυχή του Βυζαντίου, άρχισε να επηρεάζει αποφασιστικά τη Δύση, από τον 6ο ήδη αιώνα.
Η Ραβέννα ήταν η πρώτη μεγάλη γέφυρα, που μετέφερε το βυζαντινό πνεύμα της τέχνης στη Δύση. Δεύτερη μεγάλη γέφυρα έγινε αργότερα η Βενετία, όπου στο δεύτερο ήμισυ του 11ου αιώνα, λίγο καιρό πριν σημειωθεί και στη Ραβέννα μια επιστροφή στην τέχνη των βυζαντινών μωσαϊκών, χτίστηκε – με πρότυπο το Ναό των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινουπόλεως, που καταστράφηκε λίγους μήνες μετά τον μοιραίο Μάιο του 1453 – ο μέγας ναός του Αγίου Μάρκου, αυτό το αριστούργημα βυζαντινής αρχιτεκτονικής, που και οι εσωτερικοί τοίχοι του κοσμούνται με βυζαντινά μωσαϊκά. Αλλά η διείσδυση της βυζαντινής τέχνης – ειδικότερα της ζωγραφικής – στη Δύση, σημειώθηκε αδιάκοπα και αθόρυβα, χωρίς να χρησιμοποιηθούν οι δύο μεγάλες αυτές γέφυρες, σε ολόκληρη τη μακρά περίοδο του Ηaut Μoyen Αge.
Σε δυό αιώνες, τον 7ο και τον 8ο, ανέβηκαν στην έδρα των Παπών κάμποσοι Έλληνες. Η Ρώμη είχε, τότε, κατακλυσθεί από Έλληνες καλλιτέχνες που, όταν είχαν επικρατήσει στο Βυζάντιο οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, κατέφυγαν στην Ιταλία. Τα πιο πολλά από τα έργα τους καταστράφηκαν. Διατηρήθηκαν, όμως, στο Βατικανό και αλλού, μερικά θαυμάσια δείγματα της βυζαντινής ζωγραφικής των αιώνων εκείνων. Σ’ ένα κομμάτι, που εμφανίζει τον Έλληνα Πάπα Ιωάννη τον Ζ’ (705-707), βλέπουμε ένα ασκητικό πρόσωπο με πολύ μακρουλή μύτη και με μεγάλα βυζαντινά μάτια, όπου εκφράζεται όμως μια θλίψη, που είναι και κάτι το νέο. Είναι ένα προμήνυμα εκφραστικών στιγμών του πολύ μεταγενέστερου «γοτθικού» στυλ.
Διάχυτη ήταν η επίδραση της βυζαντινής τέχνης, στην περίοδο του Ηaut Μoyen Αge, όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμα και στην Αγγλία και στην Ιρλανδία. Το διαπιστώνουμε σε όσες τοιχογραφίες διατηρήθηκαν, αλλά προπάντων σε εικονογραφημένα χειρόγραφα. Ένας Έλλην, ο Θεόδωρος από την Ταρσό, λεγάτος του Πάπα στην Αγγλία από το 668 (και αρχιεπίσκοπος του Cantebury, αναδιοργάνωσε την αγγλική εκκλησία. «Αυτός ήταν που προήγαγε», όπως παρατηρεί ο Carl Nordenfalk, «τη γνώση της βυζαντινής τέχνης στη χώρα αυτή. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Ρώμης, η πιο βόρεια από τις επαρχίες της Εκκλησίας στην Ευρώπη δεν διστάζει, ούτε αυτή, να αναγνωρίσει την πολιτιστική υπεροχή του Βυζαντίου. Ήταν μάλιστα υπερήφανοι οι ‘Aγγλοι να ακολουθούν τα βήματα των Ελλήνων…».
Ακόμα και όταν μπήκε η Ευρώπη – σε άλλες χώρες νωρίτερα και σε άλλες αργότερα, πάντως γύρω στον 12ο αιώνα – στην περίοδο όπου επικρατεί το ρωμανικό στυλ, η επίδραση της βυζαντινής τέχνης εξακολουθεί να είναι πολύ ορατή. Ειδικώτερα στην Ιταλία υπήρξαν, στη ρωμανική περίοδο, πολλές εστίες «έντονης δραστηριότητας των Ελλήνων ζωγράφων και τεχνικών», λέει ο Andr é Grabar. Και προσθέτει: «Δεν θα εκπλαγούμε, επομένως, διαπιστώνοντας την εξαιρετική σπανιότητα Ιταλικών τοιχογραφιών που να μη μαρτυρούν καμμιά βυζαντινή επίδραση. Θα βρούμε την επίδραση αυτή σχεδόν παντού, αλλά εκδηλούμενη με χίλιους διαφορετικούς τρόπους. Κάθε Ιταλός καλλιτέχνης της περιόδου αυτής, ήταν υποχρεωμένος να περάσει από την δική του βυζαντινή εμπειρία, και ακόμα ως τον πλήρη 13ο αιώνα η προσωπικότητα του εκδηλωνόταν στη στάση, που έπαιρνε απέναντι στη βυζαντινή παράδοση, και στον τρόπο, με τον όποιον ξεπερνούσε τον προγονό του».
Αλλά και στις άλλες χώρες της Ευρώπης το ρωμανικό στυλ διασταυρώνεται με έντονα βυζαντινά στοιχεία. Στην Ισπανία, οι καλλιτέχνες εξακολουθούν, ως τον 13ο αιώνα, να χρησιμοποιούν βυζαντινά πρότυπα. Στη Γαλλία, στην Αγγλία και στη Γερμανία (ειδικώτερα τη δυτική και τη νότια), η ρωμανική φάση της τέχνης είναι επηρεασμένη, συχνά πολύ έντονα, από το βυζαντινό πνεύμα και τη βυζαντινή τεχνική. Ο Αrthur H. S. Megaw ανάγει και τη ζωγραφική του γυαλιού, που κοσμεί τα παράθυρα ναών ρωμανικού στυλ (π.χ. στο Αugsburg) σε μια μακρά παράδοση ζωγραφικής επεξεργασίας του γυαλιού στο Βυζάντιο.
- Όταν – και όπου – άρχισε να επικρατεί το γοτθικό στυλ, η επίδραση της βυζαντινής τέχνης μειώθηκε πολύ η έγινε λιγότερο ορατή. Αν, όμως, ο Wilhelm Worringer είχε γνωρίσει καλά τη βυζαντινή τέχνη, θα είχε συλλάβει, με το οξύ βλέμμα του, στο γοτθικό στυλ όχι μόνο την επίδραση της παλαιάς σκανδιναβικής διακοσμητικής, αλλά και κάποια σημαντικά στοιχεία βυζαντινής καταγωγής.
Μια από τις τελευταίες και σημαντικότερες υπηρεσίες, που πρόσφερε στην Ευρώπη η βυζαντινή τέχνη, ήταν ότι συνέβαλε αποφασιστικά, από τα μέσα του 13ου αιώνα, στη γένεση της μεγάλης ιταλικής ζωγραφικής, εκείνης που άνοιξε το δρόμο προς την Αναγέννηση. Ο Ernst H. Gombrich κάνει την ακόλουθη σημαντική παρατήρηση: «Η βυζαντινή τέχνη είναι εκείνη που έδωσε τελικά στην ιταλική τέχνη τη δύναμη να σβήσει, ως ορισμένο βαθμό, το σύνορο που χωρίζει τη γλυπτική από τη ζωγραφική. Παρά την αυστηρότητα της, η βυζαντινή τέχνη είχε διατηρήσει κάτι από τις ανακαλύψεις των ζωγράφων της ελληνιστικής εποχής, όταν η Δύση είχε χάσει σχεδόν πλήρως την ανάμνηση τους».
Σωστότερο μάλιστα θάταν να έλεγε, ότι όχι μόνο διατήρησε η βυζαντινή τέχνη «κάτι» από την ελληνιστική αισθητική, αλλά και ανανέωσε με αρκετά πρωτότυπο τρόπο το πλαστικό στοιχείο μέσα από τα μυστικά βάθη του χρώματος και του θρησκευτικού πνεύματος. Η ιταλική ζωγραφική του 13ου αιώνα ήταν -εκτός από εκείνη, που ήταν πολύ λαϊκή – «μια επαρχία της βυζαντινής τέχνης»(Lionello Venturi).
Αλλά και όταν, με τον Cimabue και με τον Giottο, μπήκε η Ιταλική ζωγραφική στη μεγάλη εποχή της, τα πρώτα βήματα της μεγάλης αυτής εποχής τα βοήθησε όχι μόνο η στροφή προς το «ανθρώπινο», που προκάλεσε το θαυμάσιο παράδειγμα του Φραγκίσκου της Ασσίζης, όπως το ερμήνευσε έξοχα ο Erich Auerbach, αλλά και η ελληνιστική αισθητική, που την είχε διασώσει και ανανεώσει η βυζαντινή τέχνη.
Αυτή η δυσδιάκριτη, όμως, μεγάλη υπηρεσία, που πρόσφερε η βυζαντινή τέχνη, αναγνωρίσθηκε μόνο στον αιώνα μας. Οι Ιταλοί καλλιτέχνες και θεωρητικοί της τέχνης, από τα μέσα του 14ου αιώνα, πίστεψαν ότι η μεγάλη ιταλική τέχνη γεννήθηκε, όταν αρνήθηκε απόλυτα τη βυζαντινή (και τη γοτθική) παράδοση. Το βυζαντινό καλλιτεχνικό πνεύμα το είχαν απαρνηθεί, ως την ώρα που στις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα ένας Έλλην από την Κρήτη, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (ΕΙ Greco) επραγματοποίησε μια θαυμάσια σύνθεση του πνεύματος του Βυζαντίου με το πνεύμα της Αναγεννήσεως. Αλλά στα Βαλκάνια και στη Ρωσία έμεινε η βυζαντινή τέχνη – και γενικώτερα η βυζαντινή κουλτούρα -το μέγα πρότυπο και ο μέγας δάσκαλος για πολλούς αιώνες. Η «χρυσή εποχή» της ρωσικής τέχνης στη Μόσχα, που καλύπτει το δεύτερο ήμισυ του 14ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 15ου, ήταν, όχι μόνον έμμεσα, αλλά και άμεσα, επηρεασμένη από τη βυζαντινή τέχνη. Ο ένας από τους δυό μεγάλους πρωτεργάτες της «χρυσής εποχής» ήταν Έλλην ζωγράφος, ένας μοναχός, που ξεκινώντας από το Βυζάντιο πήγε και δούλεψε στο Νόβγκοροντ και ύστερα στη Μόσχα. Ο Έλλην ήταν ο Θεοφάνης, ο Φεοφάν Γκρεκ, όπως τον ονόμασαν στη Ρωσία. Ο δεύτερος ήταν ο Ρώσος Αντρέι Ρουμπλιώφ, νεώτερος από το Θεοφάνη και πιθανώτατα μαθητής του.
- Όταν, στον 14ο αιώνα άρχισε να υποχωρεί η επίδραση της βυζαντινής ζωγραφικής στην ιταλική τέχνη, σημειώθηκαν τα πρώτα σημαντικά βήματα μιας γενικώτερης πνευματικής επικοινωνίας μεταξύ Βυζαντίου και δυτικής Ευρώπης. Δεν είχαν αγνοηθεί απόλυτα οι βυζαντινοί συγγραφείς στους παλαιότερους αιώνες. Θα μνημονεύσω ενδεικτικά μία μοναδική περίπτωση. Ο Θωμάς ο Ακινάτης (Thomas de Aquino) επικαλείται συχνά τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, που στις πρώτες δεκαετίες του 8ου αιώνα αναδείχθηκε ως υμνογράφος, αλλά έγραψε και το μέγα έργο «Πηγή Γνώσεως». Η έντονη όμως επικοινωνία του Βυζαντίου και της δυτικής Ευρώπης σημειώθηκε, όταν Έλληνες λόγιοι, πολύ πριν από την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως (1453), άρχισαν να ταξιδεύουν στην Ιταλία ή και να εγκαθίστανται οριστικά εκεί. Ο Δημήτριος Κυδώνης, που γεννήθηκε – αυτή είναι η πιο πιθανή εκδοχή, που την υποστήριξε ο Κenneth M. Seatton -μετά το 1320, επισκέφθηκε την Ιταλία πρώτη φορά στο 1353 η 1354, δεύτερη φορά μεταξύ των ετών 1356 και 1361, τρίτη φορά στο 1369 και τελευταία φορά στο 1395. Ο Guiseppe Cammeli λέει, ότι ο Κυδώνης ήταν ένα από τα πρώτα και πιο αξιοσημείωτα πρόσωπα, που έκαμαν γνωστή στην Ιταλία τη γλώσσα και την κουλτούρα την Ελληνική. Είχαν προηγηθεί, βέβαια, ο Μάξιμος Πλανούδης και ο Μανουήλ Μοσχόπουλος, σημαντικοί λόγιοι, που έζησαν στα τέλη του 11ου και στις αρχές του 14ου αιώνα. Και τον ίδιο καιρό, που έκαμε ο Δημήτριος Κυδώνης το δεύτερο ταξίδι του στην Ιταλία, έστειλε ο Πετράρχης στον Βοκκάκιο έναν Έλληνα, που τ’ όνομά του ήταν Λεόντιος, αλλά που είχε την περίεργη έμπνευση να διαλέξει και το όνομα Πιλάτος. Ο Βοκκάκιος τον πήρε σπίτι του, τού εξασφάλισε στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας μια έδρα για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας, και ανάγκασε τον ατίθασο αυτόν Έλληνα – πράγμα που δεν είχε καταφέρει ο Πετράρχης – να μεταφράσει στα Λατινικά ολόκληρο τον Όμηρο (από ένα χειρόγραφο, που είχε στην κατοχή του ο Πετράρχης). Αλλά το μέγα γεγονός στην Ιταλία ήταν η παρουσία του Δημητρίου Κυδώνη, του προσωπικού φίλου του τελευταίου Γάλλου Πάπα, του Γρηγορίου του ΙΑ’ (Ρierre Roger de Beaufort). Όταν ο ουμανιστής Coluccio Salutati πληροφορήθηκε, στο 1395, ότι είχε αποβιβασθεί πάλι στη Βενετία ο Δημήτριος Κυδώνης, συνοδευμένος και από τον έξοχο μαθητή του Μανουήλ Χρυσολωρά, έστειλε και στους δύο, με τους νεαρούς φίλους του Roberto Rossi και Jacomo Angeli da Scarperia ένα θερμό χαιρετιστήριο μήνυμα, γραμμένο στα λατινικά.
Ο Μανουήλ Χρυσολωράς που – όταν συνόδευσε τον Δημήτριο Κυδώνη στο τελευταίο ταξίδι του στην Ιταλία -δεν είχε ακόμα συμπληρώσει τα πενήντα του χρόνια, εγκαταστάθηκε οριστικά λίγο ύστερα από το 1396 στην Ιταλία. (Επισκέφθηκε, ωστόσο, πάλι την Κωνσταντινούπολη στο 1403: συνοδευμένος από τον μαθητή του Guarino da Verona). Εδίδαξε, πολλά χρόνια, τα ελληνικά γράμματα στη Φλωρεντία και στην Παβία. Ο Ρhillipe Monnier έγραψε, το 1912, ότι κατείχε «La science des grandes choses».Υπήρξε -αν και ο John Edwin Sandys τον εχαρακτήρισε «unproductive» – μέγας διδάσκαλος. Ανάμεσα στους πολλούς διάσημους Ιταλούς, που έγιναν μαθητές του και χρωστούσαν σ’ αυτόν την ελληνική παιδεία τους, ήταν ο Leonardo Bruni, ο Ρoggio Bracciolini και ο Αmbrogio Traversani.
Τον Φεβρουάριο του 1439 έφθασε στη Φλωρεντία ο Ιωάννης (8ος) Παλαιολόγος, ο προτελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Μπροστά στις πύλες της Φλωρεντίας τον προσφώνησε – στην ελληνική γλώσσα, που την είχε διδαχθεί από τον Μανουήλ Χρυσολωρά – ο εβδομηντάρης Leonardo Bruni, καγκελάριος της Σινιορίας. Εδώ, στη Φλωρεντία του Cosimo de Medici, που ονομάσθηκε μετά το θάνατο του pater patriae συνέχισε και επεράτωσε τις εργασίες της, η περίφημη Σύνοδος των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως. Και διασταυρώθηκαν εδώ τα βήματα, τα βλέμματα και τα πνευματικά ξίφη έξοχων Ιταλών και Ελλήνων.
Ανάμεσα στους Έλληνες ήταν ο φιλόσοφος του Μυστρά Γεώργιος Γεμιστός, που στην Ιταλία ονόμασε για πρώτη φορά τον εαυτό του Πλήθωνα (Ρlethon), ο τελευταίος νεοπλατωνικός, που στους πολιτικούς στοχασμούς του ήταν ο πρώτος «Νεοέλλην», και ο Βησσαρίων, που έγινε ένα χρόνο αργότερα καρδινάλιος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Ο Μarsilio Ficino έγραψε, στο 1492, στον Πρόλογο των έργων του Πλωτίνου, ότι ο Πλήθων οδήγησε τον Cosimo de Medici στην απόφαση να ιδρύσει στη Φλωρεντία μια Πλατωνική Ακαδημία.
Εξάλλου, προς τον Πλάτωνα οδήγησε τον Μarsilio Ficino ο Βησσαρίων, που ήταν, όπως παρατηρεί ο Κenneth M. Setton, μια από τις πιο διακεκριμένες και πιο ελκυστικές μορφές σ’ έναν αιώνα «γεμάτο από μεγάλους άνδρες» (crowded with great men). Η πραγματεία του Βησσαρίωνος «Έλεγχος των κατά Πλάτωνος βλασφημιών», μια απάντηση στην πραγματεία «Comparationes philosophorum Aristotelis et Platonis», που είχε δημοσιεύσει, στο 1455, ένας άλλος Έλλην λόγιος, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος – έκαμε όχι μόνο τον Μarsilio Ficino, αλλά και ολόκληρο τον κύκλο των ουμανιστών γύρω από τον Lorenzo il Magnifico, να λατρεύουν τον Πλάτωνα.
- Οι Έλληνες του Βυζαντίου, καθώς και της βενετοκρατούμενης Κρήτης, που συνέβαλαν στην άνθηση του ευρωπαϊκού ουμανισμού στον 15ο και τον 16ο αιώνα, ήταν πολλοί. Δίδαξαν τα αρχαία ελληνικά γράμματα στην Ιταλία, στην Ισπανία, στο Παρίσι (μαθητές Ελλήνων ήταν και ο Έρασμος και ο Guillaume Budé), και συνέβαλαν εξάλλου δραστήρια στην έκδοση αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων στη Βενετία και αλλού. (Στη Βενετία συνεργάσθηκαν με τον Αldo Manuzio ο Μάρκος Μουσούρος, ο Ιωάννης Γρηγορόπουλος, ο Δημήτριος Δούκας και άλλοι Έλληνες, και εκεί ίδρυσαν δικό τους τυπογραφείο ο Ζαχαρίας Καλλιέργης και ο Νικόλαος Βλαστός). Η δράση τους ήταν μια θαυμαστή, αλλά και δραματική εποποιία. Ξεριζωμένοι από την πατρική γη, οι Έλληνες εκείνοι κατάφεραν να επιβληθούν στη Δύση ως λόγιοι υψηλής στάθμης και μετέφεραν – πρέπει να προστεθεί και αυτό – στην ξενιτιά, ό,τι ακριβώς χρειαζόταν την ώρα εκείνη η Δύση. Δεν μετέφεραν το βυζαντινό θεολογικό πνεύμα, αλλά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, που θεματοφύλακας του ήταν χίλια ολόκληρα χρόνια, το Βυζάντιο.
Όταν, στο 1452, πέθανε στο Μυστρά ο Πληθών, ένας από τους μαθητές του πρόφερε τις βαριές λέξεις: «Διασπαρησόμεθά τε οἱ τῶν λόγων ἐρασταί ἐπί τήν τῆς οἰκουμένηςἐσχατιάν». Ο μαθητής αυτός του Πλήθωνα – Γεώργιος Ιερώνυμος (η Έρμώνυμος) ήταν το όνομα του – δίδαξε αργότερα τα ελληνικά γράμματα στο Παρίσι. Στο 1482, ο Johann Reuchlin ο διάσημος αργότερα Γερμανός ουμανιστής, αφού είχε μάθει την ελληνική γλώσσα στο Παρίσι από Έλληνες δασκάλους, έφθασε είκοσιεφτά χρονών στη Ρώμη και άκουσε έναν άλλον Έλληνα να διδάσκει Θουκυδίδη.
Ο Έλλην αυτός – ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, που είχε εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη λίγο πριν από την πτώση της και είχε διδάξει τα ελληνικά γράμματα δεκαπέντε χρόνια (ως το 1471) στη Φλωρεντία – αναφώνησε, όταν άκουσε τον ΚεικΛϋη να μιλάει ελληνικά: «Εcce, Graecia nostro exsilio tranvolavit Alpes».
Τα λόγια αυτά, που μας παραδόθηκαν από τον Μελάγχθονα (Μelancthon) σε λατινική μετάφραση (σε μιαν από τις ομιλίες του: «Declamationes»), είναι ένα επίγραμμα, που δηλώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη μεγάλη συμβολή των Ελλήνων του Βυζαντίου στη γένεση και εξάπλωση του ευρωπαϊκού ουμανισμού.
«Ευρωπαϊκή Κοινότητα», Ιούνιος 1979
*Τα Δοκίμια, τομ. Β΄, Ιστορικά Δοκίμια.
Εκδ. Εταιρείας Φίλων Παν. Κανελλόπουλου,
Αθήνα 2002, σελ. 246-255
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου