«Οι πιθανότητες ενός Grexit αυξάνονται ξανά» μετά την πρόσφατη συμφωνία στο Eurogroup, τονίζει στην «Κ» ο Ρίτσαρντ Πόρτες, καθηγητής Οικονομικών στο London Business School και ιδρυτής και πρόεδρος του Centre for European Policy Research.
Οπως παρατηρεί, «οι δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα δείχνουν αυξημένη δυσφορία των πολιτών απέναντι στο ευρώ», ενώ «η αδυναμία επίτευξης μιας πολιτικά και οικονομικά βιώσιμης συμφωνίας θα αυξήσει την ανοχή των άλλων κρατών-μελών απέναντι στο ενδεχόμενο μιας ελληνικής αποχώρησης, καθώς ο εκνευρισμός που γεννούν οι ατελείωτες διαπραγματεύσεις και αντιπαραθέσεις γύρω από το ελληνικό ζήτημα είναι έντονος».
O Αγγλοαμερικανός καθηγητής και μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας θα βρεθεί στην Αθήνα στις 8 Ιουνίου για να συμμετάσχει σε συνέδριο που διοργανώνουν από κοινού οι σύλλογοι αποφοίτων του London Business School και του Stanford. Ενόψει της ημερίδας, μιλάει στην «Κ» για την Ελλάδα, την Ευρωζώνη και τα αδιέξοδα της οικονομικής πολιτικής μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Η αποτυχία
Ο Πόρτες βλέπει ιδιαίτερα αρνητικά τα όσα συμφωνήθηκαν στο Eurogroup προ δύο εβδομάδων. «Ηταν άλλη μία αποτυχημένη προσπάθεια, μία αναβολή του αναπόφευκτου, με επιβλαβείς βραχυπρόθεσμες συνέπειες», λέει χαρακτηριστικά. «Δεν πρόκειται αυτή η συμφωνία να ανοίξει τον δρόμο προς την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Η ανάλυση βιωσιμότητας του ....
...χρέους (DSA) από το ΔΝΤ είναι σαφής: η επιβάρυνση που δημιουργεί το χρέος είναι υπερβολική.
...χρέους (DSA) από το ΔΝΤ είναι σαφής: η επιβάρυνση που δημιουργεί το χρέος είναι υπερβολική.
Ακόμα και το όριο για τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, που τέθηκε στο 15% του ΑΕΠ, είναι υπερβολικά υψηλό. Ο δε στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα είναι σημαντικά πιο υψηλός από το επίπεδο που θα επέτρεπε μία μακροοικονομικά επεκτατική πολιτική. Είναι ένας στόχος ανέφικτος, που δεν θα τον πετύχει η ελληνική κυβέρνηση».
Στις αναλύσεις του, ο Πόρτες αναδεικνύει εξίσου την ανάγκη για δημοσιονομική χαλάρωση αλλά και για βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Πιστεύει ότι η σημερινή ελληνική κυβέρνηση αποτελεί αξιόπιστο όργανο εφαρμογής των αναγκαίων αλλαγών; «Η κυβέρνηση έχει προωθήσει κάποιες μεταρρυθμίσεις στο Κοινοβούλιο, αλλά χωρίς την απαραίτητη εστίαση σε διαρθρωτικές αλλαγές στις αγορές προϊόντων και στη δημόσια διοίκηση», σημειώνει. «Οι “μεταρρυθμίσεις” του συνταξιοδοτικού συστήματος και της αγοράς εργασίας» –τοποθετεί ο ίδιος τη λέξη σε εισαγωγικά– «δεν είναι η απάντηση στα προβλήματα της Ελλάδας».
Αυτό που χρειάζεται, λέει, είναι «εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και του νομικού συστήματος και των δικαστηρίων, που θα καταστήσουν εφικτή την αποτελεσματική εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και θα δημιουργήσουν ένα περιβάλλον όπου θα μπορέσει να ευδοκιμήσει η επιχειρηματικότητα».
Αυτό που χρειάζεται, λέει, είναι «εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και του νομικού συστήματος και των δικαστηρίων, που θα καταστήσουν εφικτή την αποτελεσματική εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και θα δημιουργήσουν ένα περιβάλλον όπου θα μπορέσει να ευδοκιμήσει η επιχειρηματικότητα».
Στο επίπεδο της Ευρωζώνης, έχουν γίνει αρκετά ώστε να οικοδομηθεί ένα πλαίσιο θεσμών και πολιτικής που θα είναι πιο ανθεκτικό απέναντι σε κρίσεις; «Οι αλλαγές-κλειδιά από το 2012 και μετά στην Ευρωζώνη έχουν γίνει στον χρηματοπιστωτικό τομέα: ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός, η Οδηγία για την Εξυγίανση και την Ανάκαμψη των Πιστωτικών Ιδρυμάτων (BRRD), ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης.
Παρ’ όλα αυτά, οι τράπεζες παραμένουν μη υγιείς και ασταθείς. Οι τράπεζες-ζόμπι επιβαρυμένες με μεγάλο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελούν παράγοντα ανάσχεσης των επενδύσεων και της ανάπτυξης. Και δεν υπάρχει πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων.
Στο μακροοικονομικό επίπεδο, δεν έχει υπάρξει πρόοδος στην αντιμετώπιση των χρεών του παρελθόντος, τα οποία, σε συνδυασμό με υπερβολικά σφιχτούς δημοσιονομικούς στόχους, αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη πολλών εθνικών οικονομιών».
Παρ’ όλα αυτά, οι τράπεζες παραμένουν μη υγιείς και ασταθείς. Οι τράπεζες-ζόμπι επιβαρυμένες με μεγάλο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελούν παράγοντα ανάσχεσης των επενδύσεων και της ανάπτυξης. Και δεν υπάρχει πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων.
Στο μακροοικονομικό επίπεδο, δεν έχει υπάρξει πρόοδος στην αντιμετώπιση των χρεών του παρελθόντος, τα οποία, σε συνδυασμό με υπερβολικά σφιχτούς δημοσιονομικούς στόχους, αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη πολλών εθνικών οικονομιών».
Ο Πόρτες έχει ασχοληθεί εκτεταμένα με εξωτικά χρηματοοικονομικά εργαλεία, όπως τα παράγωγα –που για πολλούς έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην εξάπλωση της διεθνούς κρίσης το 2007-8– και έχει επιχειρηματολογήσει υπέρ πιο στιβαρών ελέγχων επί των συναλλαγών αυτών. Πιστεύει ότι «έχει υπάρξει πρόοδος στο να γίνουν οι αγορές αυτές πιο διαφανείς και κάπως πιο ασφαλείς», αλλά ειδικά τα CDS (ασφάλιστρα κινδύνου) «εξακολουθούν να συμβάλλουν σημαντικά στη χρηματοοικονομική αστάθεια». Εξετάζοντας την κατάσταση ευρύτερα, οκτώ χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, σε τι βαθμό έχει ξεπεραστεί η κρίση και έχουν τεθεί οι οικονομίες του ανεπτυγμένου κόσμου σε πιο βιώσιμες βάσεις; Γιατί δεν έχει υπάρξει ένα νέο New Deal προς αντικατάσταση του μοντέλου της ανεξέλεγκτης απορρύθμισης, που οδήγησε στη μεγάλη διεθνή κρίση;
«Δεν πρέπει να είμαστε υπερβολικά αρνητικοί», απαντά. «Τα ρυθμιστικά πλαίσια στον χρηματοπιστωτικό τομέα έχουν γίνει πιο αυστηρά, στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και διεθνώς. Διεξάγεται μία επιχείρηση καταστολής της φοροδιαφυγής διεθνώς που είναι αρκετά σοβαρή και υπάρχει αυξημένη διαφάνεια στις χρηματαγορές.
Το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού κλάδου σταδιακά μειώνεται – οι τράπεζες είναι πολύ λιγότερο κερδοφόρες, ενώ ούτε τα hedge funds πηγαίνουν καλά.
Ολες αυτές οι εξελίξεις θα οδηγήσουν σε κάποια μείωση της ανισότητας, ειδικά σε ό,τι αφορά το μερίδιο του πλουσιότερου 1%. Παράλληλα, η ταχύρρυθμη ανάπτυξης της Κίνας και της Ινδίας μειώνει την ανισότητα μεταξύ χωρών, αν και στο εσωτερικό των κοινωνιών αυτών η ανισότητα αυξάνεται».
Το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού κλάδου σταδιακά μειώνεται – οι τράπεζες είναι πολύ λιγότερο κερδοφόρες, ενώ ούτε τα hedge funds πηγαίνουν καλά.
Ολες αυτές οι εξελίξεις θα οδηγήσουν σε κάποια μείωση της ανισότητας, ειδικά σε ό,τι αφορά το μερίδιο του πλουσιότερου 1%. Παράλληλα, η ταχύρρυθμη ανάπτυξης της Κίνας και της Ινδίας μειώνει την ανισότητα μεταξύ χωρών, αν και στο εσωτερικό των κοινωνιών αυτών η ανισότητα αυξάνεται».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΙΟΛΟΓΟΣ
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου