Του Κωστή Ανετάκη
Ο ταξικός κι εθνικός εχθρός έχει ήδη καταγγελθεί, αν και ακροθιγώς. Πρόκειται, όπως είπαμε, για την αντικοινωνική μειοψηφία που κατονομάζουμε ως Κοτζαμπάσηδες.
Είναι η ψευδεπίγραφη μεγαλοαστική τάξη της χώρας (η και λούμπεν αποκαλούμενη) που λυμαίνεται τον
δημόσιο πλούτο καθ’ όλη την ιστορία του υποτελούς ελλαδικού κρατικού μορφώματος, το οποίο αξιώνει να παρουσιάζεται ως δήθεν Ελληνική Δημοκρατία. Είναι η ψευδεπίγραφη μεγαλοαστική τάξη της χώρας (η και λούμπεν αποκαλούμενη) που λυμαίνεται τον
Μια δράκα δέκα ως είκοσι παρασιτικών οικογενειών, μαζί με τους απαραίτητους υποτακτικούς τους, οι οποίοι ευημερούν μέσω της αρπαγής και της λεηλασίας της κρατικής περιουσίας, των δανείων της Αγγλίας, των κεφαλαίων του σχεδίου Μάρσαλ, των κονδυλίων της ΕΟΚ-ΕΕ κλπ, καταδικάζοντας τη χώρα σε μόνιμη υπανάπτυξη και υποταγή.
Μια κάστα «επιχειρηματιών» που ουδέποτε....
... έχουν παράξει την παραμικρή οικονομική αξία, αλλά έχουν αποκτήσει τεράστιες περιουσίες, μέσω της δικαιωματικής διαχείρισης του κράτους, δηλαδή στην ουσία της απομύζησης του προϊόντος της εργασίας της Λειτουργικής Τάξης των Ελλήνων.
Όλα τούτα θα ήταν αρκετά για να στοιχειοθετήσουν την ανάδειξή τους ως ταξικού εχθρού. Όμως στο ελλαδικό παράδειγμα, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, όσο η παραδοσιακή αντίθεση των κομμουνιστών σε κάθε μορφή μεγαλοαστικής πλουτοκρατικής τάξης.
Είναι βεβαίως αλήθεια ότι όποιος καθίσταται τόσο πλούσιος, ώστε να μπορεί να «κρατεί», δηλαδή να διαθέτει εξουσία πάνω σε χιλιάδες άλλους πολίτες, αποτελεί αυταπόδεικτα ταξικό εχθρό.
Η ανταμοιβή του μόχθου, της αξίας, της ικανότητας, του κεφαλαιακού ρίσκου εντέλει, δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του θεμιτού και να φτάνει στα όρια της αντικοινωνικής επιβολής, καταπατώντας τα δικαιώματα της πλειοψηφίας. Όμως γι’ αυτά θα μιλήσουμε εκτενέστερα στα παρακάτω.
Η παθογένεια ωστόσο που έχει επιφέρει στη χώρα μας η τάξη των Κοτζαμπάσηδων, προχωράει πολύ πιο πέρα από τούτη τη συζήτηση. Γιατί αυτή η τάξη κατέλαβε την προνομιακή της θέση μες στο ελλαδικό γίγνεσθαι, μ’ έναν τρόπο που δικαιολογεί απόλυτα το όνομά της και την αναδεικνύει σε απηνή εθνικό εχθρό.
Γιατί ο πλήρης έλεγχος μιας χώρας με τη γεωπολιτική αξία, την ιστορική σημασία και τον φυσικό πλούτο της Ελλάδας, είναι απόλυτα αναμενόμενο ν’ αποτελεί τον διακαή πόθο των Μεγάλων Δυνάμεων και κάθε λογής ιμπεριαλιστή και αποικιοκράτη.
Ξεκινώντας απ’ την τραυματική για τον Ελληνισμό οθωμανική κατοχή των τεσσάρων αιώνων και διατρέχοντας άλλους δυο ιδιαίτερα οδυνηρούς αιώνες δυτικής επικυριαρχίας, οι Κοτζαμπάσηδες υπήρξαν σταθερά οι τοποτηρητές των αποικιοκρατικών και ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, οι συνεργάτες κάθε ξένου κατακτητή, των Τούρκων, των Βαυαρών, των «Συμμάχων» της Αντάντ, των Γερμανών, των Άγγλων, των Αμερικάνων, των Δανειστών.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα κατέχει το θλιβερό προνόμιο να είναι το μόνο ευρωπαϊκό κράτος που μέσα σε δυο αιώνες έχει πτωχεύσει πέντε φορές, ενώ σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι Κοτζαμπάσηδες αύξησαν τον πλούτο τους και δεν θίχτηκε ούτε τρίχα των συμφερόντων τους.
Ο Νίκος Μπελογιάννης, στο βιβλίο του «Το Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα», περιγράφει τους ληστρικούς όρους των δανείων και πώς οι επακόλουθες πτωχεύσεις του 1827, του 1843, του 1893 και του 1932 έγιναν πεδίο θησαυρισμού της πλουτοκρατίας μέσα από επιβολή συνθηκών αποστέρησης του λαού: «...ο λαός υπόφερνε. Είχε γονατίσει από τους φόρους, κι η τοκογλυφία ερχότανε ύστερα να του δώσει τη χαριστική βολή. Αφήνω κατά μέρος κάθε δική μου περιγραφή και παίρνω ένα κομμάτι από την Ιστορία του Καρολίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο: "Την εποχή εκείνη η χώρα εσπαράζετο υπό της φυγοδικίας και των συμμοριών τοκογλύφων, οίτινες εν συνεργασία προς τους ταμίας του κράτους και αυτούς ακόμα τους δικαστάς είχον δημιουργήσει αλληλεγγύην και κατέτρωγαν τας σάρκας του λαού" (...). Κι έτσι, τοκογλύφοι, κομματάρχες, δικαστές, ταμίες, Εθνοτράπεζα, κράτος και ληστές - τούτοι οι τελευταίοι πολύ λιγότερο από τους άλλους - εκτελούσαν το ίδιο "εθνοφελές" έργο: Την ερήμωση της χώρας και τον αφανισμό του λαού. Και στο αντιλαϊκό τούτο όργιο, έρχονται και οι ξένοι κεφαλαιούχοι να πάρουν μία από τις καλύτερες θέσεις».
Ανέκαθεν οι Κοτζαμπάσηδες αντάλλασσαν τον παρασιτικό τους πλουτισμό παραδίδοντας εθνικό χώρο, σέρνοντας τη χώρα σε μόνιμη αποικιακή υποτέλεια. Μια τάξη πλιατσικολόγων βαθύτατα προδοτική, με όποιον τρόπο κι αν οριοθετήσει κανείς δικαιικά την έννοια της προδοσίας. Οι «φιλόδοξοι αχρείοι», που κατά τη ρήση του Α. Χίτλερ, πάντα θα βρίσκονται στις κατακτημένες χώρες, ώστε να υπερασπίζονται τα γερμανικά συμφέροντα με το αζημίωτο. Σήμερα είναι γνωστότεροι με τ’ όνομα Ολιγάρχες.
Βεβαίως στη χορεία των ταξικών και εθνικών εχθρών, όπως αναφέραμε παραπάνω, θα πρέπει να συμπεριληφθούν και οι μίσθαρνοι καλοθρεμμένοι υπηρέτες τους, μέσω των οποίων η διακριτή αυτή μειοψηφία κατάφερε να ελέγχει πλήρως τον κρατικό μηχανισμό και να χειραγωγεί τη λαϊκή βούληση μέχρι και τις μέρες μας.
Πρόκειται για το περιλάλητο ελλαδικό πολιτικό σύστημα, το νοσηρό σύμπλεγμα που νέμεται αποκλειστικά την εξουσία μέσω της αρπαγής, της λεηλασίας και της ανομίας, επιδαψιλεύοντας στον εαυτό του αδιανόητα προνόμια και ασυλίες. Οι ίδιοι που έσυραν τη χώρα στην πτώχευση κι επέβαλαν το σημερινό καθεστώς οικονομικού προτεκτοράτου κι αποικίας χρέους.
Μαζί τους και μια ονόματι Δικαιοσύνη (κυρίως η ανώτατη), η οποία έχει από καιρό αποκοπεί προκλητικά απ’ το κοινό περί δικαίου αίσθημα κι έχει απολέσει το τεκμήριο του αδέκαστου, μαζί με τη νομιμοποίησή της στη λαϊκή συνείδηση.
Στην ίδια δράκα ανήκει και το κατεστημένο των ΜΜΕ, παρέα με την πέμπτη φάλαγγα των «διαμορφωτών κοινής γνώμης» και της οσφυοκαμπτικής συστημικής διανόησης, που ανέλαβαν την πλύση εγκεφάλου και την ενοχοποίηση των λαϊκών στρωμάτων, τον ιδεολογικό, ψυχικό και πολιτικό πειθαναγκασμό του ελληνικού λαού, όπως και την εφαρμογή των μεθόδων πρόκλησης σοκ, για την εγκατάσταση του νεοκατοχικού καθεστώτος.
Αν θέλαμε να πάρουμε μια μικρή ιδέα για την ιδιαιτερότητα της τάξης των Κοτζαμπάσηδων και των πολιτικών τους λακέδων, σε σύγκριση με τις άλλες κοινωνικά αντιδραστικές, μεγαλοαστικές τάξεις του δυτικού κόσμου, θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε την περίφημη Έκθεση Πόρτερ, του επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής στην Ελλάδα, το 1947, ενόψει της οικονομικής βοήθειας του σχεδίου Μάρσαλ:
«Εδώ δεν υφίσταται κράτος σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Αντ' αυτού υπάρχει μια χαλαρή ιεραρχία ατομιστών πολιτικών, μερικοί από τους οποίους είναι χειρότεροι από άλλους, που είναι τόσο απασχολημένοι με τον προσωπικό τους αγώνα για εξουσία, ώστε δεν έχουν τον χρόνο να αναπτύξουν οικονομική πολιτική, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι είχαν την ικανότητα.
Υπάρχει μεγάλη ανομοιομορφία εις το βιοτικόν έπίπεδον και τα εισοδήματα ανά την Ελλάδα. Οι κερδίζοντες, δηλαδή οι βιομήχανοι, οι έμποροι, οι κερδοσκόποι και οι μαυραγορίται, διάγουν εν πλούτω και χλιδή, το πρόβλημα δε αυτό ουδεμία κυβέρνησις το αντιμετώπισεν αποτελεσματικώς. Εν τω μεταξύ αι λαϊκαί μάζαι περνούν μιαν αθλίαν ζωή. Οι κερδίζοντες είναι σχετικώς ολίγοι τον αριθμόν και ο συνολικός πλούτος των, περιερχόμενος εις το σύνολον του πληθυσμού θα έπέφερεν ελάχιστην βελτίωσιν των γενικών συνθηκών διαβιώσεως. Αλλ' ο πολυτελής τρόπος ζωής των εν μέσω της πτώχειας συντείνει εις το να εξοργίζη τας μάζας και να υπογραμμίζη την δυστυχίαν των πτωχών.»
Δυστυχώς, στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Κοτζαμπάσηδες κατάφεραν να εκσυγχρονιστούν και ν’ αυγατίσουν τον συνολικό τους πλούτο σε ύψη δυσθεώρητα, εκχωρώντας ως αντάλλαγμα την Ελλάδα και τον λαό της, σιδηροδέσμιους στην γερμανική Ευρωκρατορία, μέσω του υπερδανεισμού, της απάτης και της διασπάθισης.
Ο Μπελογιάννης, στον επίλογο του βιβλίου του, σημειώνει: «… Γενικά, η πολιτική ζωή της χώρας μας μέσα στα 120 χρόνια της ελεύθερης ύπαρξής της επηρεάστηκε σημαντικά από τις θελήσεις κι τα συμφέροντα των ξένων κεφαλαιούχων και των χωρών τους. Και τα συμφέροντα αυτά ήταν πάντοτε αντίθετα με τα συμφέροντα της Ελλάδας και του λαού της. Παρ’ όλα αυτά όμως, οι ελληνικές κυβερνητικές κλίκες, όταν έφταναν στο σταυροδρόμι που οδηγούσε ή στην υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της πατρίδας τους ή στην υποταγή στις επιθυμίες και τους εκβιασμούς των ξένων, προτίμησαν πάντοτε, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, το δεύτερο δρόμο.»
Απ’ όλο αυτό το διαπλεκόμενο συνονθύλευμα ολιγαρχών, πολιτικού και δικαστικού κατεστημένου, μεγαλοεκδοτών και τσάτσων δημοσιογράφων, εργολάβων του δημοσίου κλπ, δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί το διαβόητο ελλαδικό παρακράτος, έρμαιο φυσικά ξένων μυστικών υπηρεσιών, το οποίο κυριάρχησε απροκάλυπτα στα μετεμφυλιακά χρόνια, προκειμένου να παγιώσει μια εξόφθαλμη ιστορική λαθροχειρία.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ανάγκες της αγγλικής αρχικά κι έπειτα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, στα πλαίσια του ψυχρού πολέμου και της συνθήκης της Γιάλτας, επέβαλαν τη στρατολόγηση των δωσίλογων συνεργατών των ναζί και την άρον-άρον εμβάπτισή τους στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ της εθνικοφροσύνης, προκειμένου να νομιμοποιήσουν την επιβολή της βούλησης του δυτικού μπλοκ επί των «δύστροπων» Ελλήνων, που είχαν το θράσος ν’ απαιτήσουν την εθνική τους ανεξαρτησία.
Με αυτόν τον τρόπο κατάφεραν να περιχαρακώσουν πλατειά κοινωνικά στρώματα συντηρητικών πατριωτών στα μαντριά της Δεξιάς και του Κέντρου, τάχα για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας της πατρίδας από τους κομμουνιστές, που αναγορεύτηκαν σε πρόξενο κάθε κακού και φορέα πάσης αιρέσεως.
Το παρακράτος, που συμπεριέλαβε στους κόλπους του τους πλέον απεχθείς εκ των ταγματασφαλιτών, συνέδραμε στην κατατρομοκράτηση του πληθυσμού, έστησε τις προβοκάτσιες και τις πολιτικές δολοφονίες, στήριξε τον υποτιθέμενο εθνάρχη Καραμανλή στο «εθνικό» του έργο και στελέχωσε πρόθυμα τη χούντα.
Το κατά πόσον τούτο το έργο υπήρξε εθνικό, το καταμαρτυρεί η υπόθεση της σύλληψης και ταπεινωτικής για την Ελλάδα απελευθέρωσης του Μαξ Μέρτεν, του ναζί χασάπη της Θεσσαλονίκης, μαζί με τις αποκαλύψεις περί της δράσης του «εθνάρχη» κατά την κατοχή, οι οποίες ακόμα μέχρι σήμερα έρχονται στην επιφάνεια, μέσα από έγγραφα της CIA.
Στη σύγχρονη συγκυρία, το νοσηρό σύστημα των Κοτζαμπάσηδων, βρέθηκε στην ανάγκη να παίξει και πάλι το ίδιο χαρτί, της απροκάλυπτης ανάμιξης του παρακράτους του στο πολιτικό προσκήνιο, τούτη τη φορά υπό το έμεσμα της Χρυσής Αυγής. Κατάφεραν και πάλι να εγκλωβίσουν ένα πατριωτικό μεν, όμως απολίτικο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο περισσότερο καθοδηγήθηκε από τα ΜΜΕ και την τυφλή οργή, παρά από κάποια στοιχειώδη πολιτική ανάλυση.
Είναι περιττό να πούμε ότι αυτό το νόθο παρακρατικό μόρφωμα αποτελεί ταξικό εχθρό κατά την ανάλυση των Κοινωνιστών. Θα πρέπει όμως σίγουρα να τονίσουμε ότι αποτελούν ταυτόχρονα κι εθνικό εχθρό, ως πολιτικοί απόγονοι των γερμανοτσολιάδων.
Σε τελική ανάλυση, ο ναζισμός είναι ξένος από κάθε άποψη στον ελληνικό πολιτισμό και στην ορθοδοξία. Δεν αναγνωρίζουμε σε τούτα τα προδοτικά αποβράσματα το δικαίωμα ν’ αρθρώνουν τη λέξη Πατρίδα και ν’ αμαυρώνουν το Ταξικό Έθνος.
Για τούτα τα θέματα μπορούν και πρέπει να γίνουν πολύ ευρύτερες πολιτικές αναλύσεις, που δεν είναι της παρούσης. Η κριτική της τάξης των Κοτζαμπάσηδων και των πολυπλόκαμων απολήξεών της, έχει ήδη γίνει μες στη συνείδηση του ελληνικού λαού και η αυθόρμητη απέχθεια που προκαλούν όλοι αυτοί στην συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, είναι περισσότερο εύγλωττη από κάθε άλλο επιχείρημα.
Θα περιοριστούμε λοιπόν να υπογραμμίσουμε ότι η καταπολέμηση του σάπιου ελλαδικού συστήματος εξουσίας, το γκρέμισμά του, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την απελευθέρωση του τόπου και της κοινωνίας. Ο αγώνας ενάντια στο διαπλεκόμενο σύστημα των Κοτζαμπάσηδων, είναι η κύρια και κατεξοχήν μορφή του πολιτικού αγώνα στις μέρες μας.
Θα κλείσουμε τούτο το κεφάλαιο με μερικές γραμμές του Παπαδιαμάντη, τόσο επίκαιρες ακόμα, μετά από άνω των εκατό χρόνων από τότε που γράφηκαν: «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί, εκατάστρεψαν το έθνος, ανάθεμά τους. Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Τότε σ’ εξεθέωναν οι προεστοί κ’ οι “γυφτοχαρατζήδες”, τώρα σε “αθεώνουν” οι βουλευταί κ’ οι δήμαρχοι. Αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, τους έταζαν φούρνους με καρβέλια[…] Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει τη φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων τα οποία αποζώσιν εξ αυτού…»
Πηγή: otto-great-chaos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου