Από τις ναυμαχίες και τις άλλες θαλάσσιες συρράξεις μεταξύ των πρώιμων ελληνιστικών κρατών ξεχωρίζουν η ναυμαχία της Σαλαμίνας της Κύπρου (306 π.Χ.) και η επακόλουθη πολιορκία της Ρόδου από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή.
Οι πολυήρεις χρωστούν πολλά στον πολυμήχανο Δημήτριο που συνέβαλε αποφασιστικά στην εξέλιξη τους.
Μετά το 280 π.Χ. η πολιτική κατάσταση αποκρυσταλλώθηκε και σχηματίστηκαν οι νέες μεγάλες ναυτικές δυνάμεις.
Το κράτος των Λαγιδών (Πτολεμαίων) με τις 336 πεντήρεις του και τα 2.000 σκάφη μικρότερου εκτοπίσματος ήταν η μεγαλύτερη δύναμη, όχι μόνο μεταξύ των Ελλήνων αλλά και συγκριτικά με την Ρώμη και την Καρχηδόνα, παρά την υπερπροσπάθεια των ...
...δύο τελευταίων στον μεταξύ τους ναυτικό πόλεμο.
Προκειμένου να επανδρωθεί ο πτολεμαϊκός στόλος απαιτούνταν 150.000 άντρες-χωρίς τους «επιβάτες» (πεζοναύτες).
Οι περισσότεροι προέρχονταν από τους ικανότερους ναυτικούς του τότε γνωστού κόσμου, τους Έλληνες και τους Φοίνικες. Με βάση το εκτόπισμα των πλοίων, τον αριθμό και την ικανότητα των πληρωμάτων της ήταν η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της αρχαιότητας, ανώτερη φυσικά και από την Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ.
Μερικοί ερευνητές έχουν αμφισβητήσει τον αριθμό των 336 πεντήρων καθώς και αυτούς των μικρότερων σκαφών και των συνολικών πληρωμάτων που χρειάζονταν για την επάνδρωση τους (αντίθετα ο Ταρν υπεραμύνθηκε αυτών των αριθμών). Αρκεί ένας κατάλογος των παράκτιων χωρών, πόλεων
και νήσων που ήλεγχαν οι Πτολεμαίοι περί τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., προκειμένου να αποδειχθεί η ορθότητα των αριθμών:
Αίγυπτος, Αλεξάνδρεια Αιγύπτου (με πολλούς Έλληνες και Φοίνικες κατοίκους), Κυρηναϊκή, Φιλισταία, σχεδόν ολόκληρη η Φοινίκη, Σελεύκεια του Ορόντη, Κύπρος, Τραχεία Κιλικία, Λυκία, Αλικαρνασσός, Μίλητος, Έφεσος, Σάμος, Κως, Χίος, Λέσβος, Ερυθραί, Κυκλάδες, Ίτανος Κρήτης, Θρακική χερσόνησος μαζί με την Λυσιμάχεια, Άβυδος, Θάσος και αρκετές μικρότερες ναυτικές πόλεις.
Πρόκειται για τις ίδιες σχεδόν περιοχές που έδωσαν το 480 π.Χ. τα πλοία τους προκειμένου να σχηματιστεί ο κολοσσιαίος στόλος των 1.200 τριήρων με τις οποίες ο Ξέρξης εισέβαλε στην Ελλάδα. Στα μέσα του 3ου αιώνα αυτές οι περιοχές ανήκαν στους Πτολεμαίους με λίγες μόνο εξαιρέσεις (οι ακτές του Ισσικού κόλπου ανήκαν στους Σελευκίδες ενώ αρκετές πόλεις της Ιωνίας και της Προποντίδας ήταν ανεξάρτητες).
Επιπροσθέτως, ο πληθυσμός τους θα είχε αυξηθεί σημαντικά μετά από δύο και πλέον αιώνες (από το 480), καθώς και με τις νεοϊδρυθείσες μεγαλουπόλεις (Αλεξάνδρεια, Σελεύκεια, κα.). Είναι προφανές ότι αυτές οι χώρες μπορούσαν να δώσουν χωρίς υπερπροσπάθεια 336 πεντήρεις, 2.000 μικρότερα σκάφη και 150.000 άνδρες ως πληρώματα.
Το μόνο πρόβλημα για τον πτολεμαϊκό στόλο θα ήταν η δυσκολία να συγκεντρωθούν όλες αυτές οι δυνάμεις (οι Πέρσες τις συγκέντρωσαν μόνο μια φορά). Οι πτολεμαϊκές ναυτικές δυνάμεις θα επιχειρούσαν καλύτερα ως αυτόνομοι στόλοι ή στολίσκοι όχι πολύ μακριά από τους λιμένες προέλευσης τους. Τέλος, οι 336 «πεντήρεις» θα πρέπει να εκληφθούν μάλλον ως γενικά πολυήρεις.
Η πλειοψηφία τους θα ήταν αναμφίβολα πεντήρεις, αλλά θα υπήρχαν και αρκετές μεγαλύτερες και μικρότερες (οι μικρότερες ήταν ειδικά τετρήρεις).
Εμπρόσθια όψη και τομή, κάτοψη και πλάγια όψη μίας δεκήρους (με δέκα ερέτες ανά κάθετη σειρά κουπιών). Η δεκήρης ήταν μία από τις βαρύτερες πολυήρεις. Στο μικρό διαγραμμα αναπαρίσταται μία ρωμαϊκή λιβυρινίδα/liburna (Copyright: John Warry/Salamander)
-
Αντίθετα, οι Σελευκίδες δεν διέθεταν αρχικά αξιόλογο ναυτικό, στηριζόμενοι στις 30-40 πολυήρεις της φοινικικής Αράδου και των ελληνικών πόλεων της Συρίας-Κιλικίας (Λαοδίκεια, Μαλλός, κ.α.). Από το 198 π.Χ. απέκτησαν ναυτική ισχύ, όταν αφαίρεσαν από τους Πτολεμαίους τις φοινικικές πόλεις με τις 100 περίπου πολυήρεις τους.
Οι άλλες Ελληνίδες θαλασσοκράτειρες της εποχής της πεντήρους ήταν η Ρόδος (η «νέα Αθήνα» όσον αφορά τη ναυτική ισχύ), οι Συρακούσες, η Αντιγονιδική Μακεδονία και το Περγαμηνό κράτος (των Ατταλιδών).
Η πεντήρης δοκιμάστηκε περισσότερο στο πεδίο του Α΄ Καρχηδονιακού πόλεμου (264-241 π.Χ.), της σκληρότερης ναυτικής σύρραξης της αρχαιότητας. Η ναυτική παράδοση της Καρχηδόνας ξεκινάει από την ίδρυση της (8ος αιώνας π.Χ.). Το 264 ο στόλος της αποτελείτο από 130 πεντήρεις, αλλά η ρωμαϊκή επιμονή δεν καμπτόταν από τη ναυτοσύνη των Καρχηδονίων.
Οι Ρωμαίοι –ως άλλοι Σπαρτιάτες εναντίον των Αθηναίων- αποτόλμησαν να αντιμετωπίσουν τους Καρχηδονίους στο στοιχείο τους, την θάλασσα, ναυπηγώντας έναν στόλο πεντήρων. Επειδή οι Ρωμαίοι δεν ήταν θαλασσινός λαός, ναυπηγοί του στόλου ήταν οι Ιταλιώτες Έλληνες σύμμαχοι τους (socii navales) και, όπως θεωρείται, οι Ετρούσκοι (αν και οι τελευταίοι ουδέποτε ναυπήγησαν ή χρησιμοποίησαν πεντήρεις). Επιπροσθέτως, οι Έλληνες έδωσαν μεγάλο μέρος των πληρωμάτων, εντούτοις οι Ρωμαίοι, προκειμένου να συμπληρώσουν τον απαιτούμενο αριθμό ερετών (κωπηλατών), επιστράτευσαν όλους τους Ιταλούς, ακόμη και τους ορεσίβιους Σαμνίτες.
Η ρωμαϊκή παράδοση ισχυρίζεται ότι οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν ως πρότυπο ναυπήγησης του στόλου τους μια αιχμαλωτισμένη καρχηδονιακή πεντήρη. Αυτή η αναφορά τείνει να απορριφθεί ως ρωμαϊκό «πατριωτικό σόφισμα» προκειμένου να μειωθεί η αποφασιστική συνεισφορά των Ελλήνων στην ρωμαϊκή θαλάσσια ισχύ. Είναι γνωστές πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες οι υπερπατριώτες Ρωμαίοι ιστορικοί (Τ. Λίβιος, κ.α.) ή εγνωσμένοι φιλορωμαίοι (Πολύβιος κ.α.) στρέβλωσαν την ιστορική αλήθεια εις βάρος των Ετρούσκων, των Ελλήνων, των Σαμνιτών, των Καρχηδονίων και άλλων εχθρών της πόλης της Λύκαινας.
Όπως παρατηρούν, ορθά, σύγχρονοι ιστορικοί (Φρανκ, Ουόρμινγκτον κ.α.) οι Ρωμαίοι δεν χρειάζονταν κάποια καρχηδονιακή πεντήρη ως μοντέλο ναυπήγησης, επειδή δεν είχαν παρά να ζητήσουν μια από τις πολλές πεντήρεις του πιστού συμμάχου τους Ιέρωνος των Συρακουσών (269-215 π.Χ.). Εξάλλου, ίσως να μην χρειαζόταν ούτε αυτό, επειδή θεωρείται πολύ πιθανό ότι οι Ταραντίνοι ναυτικοί σύμμαχοι τους γνώριζαν πώς να ναυπηγούν πεντήρεις.
Διαγράμματα πλάγιας όψης και κάτοψης πεντήρους σύμφωνα με τον Τζ. Φ. Κόουτς (Copyright: J.F. Coates).
-
Υπολογίστηκε από τον Ταρν ο οποίος διόρθωσε τους παραδιδόμενους αριθμούς, ότι κατά τον Α΄ Καρχηδονιακό πόλεμο οι Ρωμαίοι έχασαν περί τα 500 σκάφη, ενώ η καρχηδονιακή πλευρά απώλεσε 450. Το σύνολο των νεκρών των δύο αντιμαχομένων στην θάλασσα έφθασε τους 310.000 άντρες (άλλες 80.000 περίπου χάθηκαν στον χερσαίο αγώνα).
Τα πλοία που ναυπηγήθηκαν συνολικά ήταν 1.300 –πεντήρεις στη συντριπτική πλειοψηφία τους – από τα οποία τα 700 κατασκευάστηκαν από τους Ρωμαίους και τα 600 από τους Καρχηδόνιους.
Οι αριθμοί των στόλων που αναφέρεται ότι αντιπαρέταξαν οι δύο αντίπαλοι στη ναυμαχία του Εκνόμου (256 π.Χ.), η οποία αντιστοιχεί στη μέγιστη ναυτική κινητοποίηση τους, έχουν απορριφθεί από πολλούς σύγχρονους μελετητές ως υπερβολικοί. Ο Πολύβιος αναφέρει ότι οι Καρχηδόνιοι διέθεταν 350 πολεμικά –κυρίως πεντήρεις- στον Έκνομο ενώ οι Ρωμαίοι είχαν 330.
Ο W.W. Tarn απέδειξε με πειστικά επιχειρήματα ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορούσε να παρατάξει στόλους αυτού του μεγέθους.
Οι αριθμοί δημιουργήθηκαν από την ρωμαϊκή παράδοση (με «παρασπονδίες» στους υπολογισμούς), που έπρεπε να παρουσιάσει τη νίκη στον Έκνομο ως αποτέλεσμα μιας θαλάσσιας τιτανομαχίας στην οποία, επιπροσθέτως, ο εχθρός (Καρχηδόνιοι) υπερτερούσε σε αριθμό σκαφών.
Στην πραγματικότητα η Καρχηδόνα μπορούσε να επανδρώσει με υπερπροσπάθεια 200 πολεμικά, από τα οποία το 70-80 % ήταν πεντήρεις και τα υπόλοιπα τετρήρεις και τριήρεις, κάτι που επιτύγχανε μόνο με την παροχή πληρωμάτων από τις φοινικικές αποικίες της δυτικής Μεσογείου και του Ατλαντικού.
Η Ρώμη μπορούσε να επανδρώσει στόλο 280 πολεμικών σύμφωνα με την υψηλότερη εκτίμηση (τα οποία ήταν κατά 80% πεντήρεις), ένας αριθμός που πλησιάζει αρκετά αυτόν των 330 πλοίων που της αποδίδει ο Πολύβιος στον Έκνομο (1).
Κατά τον Β΄ και τον Γ΄ Καρχηδονιακό πόλεμο δεν έγιναν σημαντικές ναυτικές επιχειρήσεις. Στην ανατολική Μεσόγειο ξεχωρίζει κατά την ίδια περίοδο, η ναυμαχία της Χίου (201 π.Χ.) μεταξύ Αντιγονιδών, Ατταλιδών και Ροδίων.
Συμπερασματικά, οι Συρακούσιοι προχώρησαν στη ναυπήγηση πλοίων μεγαλύτερων από την τριήρη, προκειμένου να υπερκεράσουν αποφασιστικά την καρχηδονιακή ναυτική δύναμη. Οι πολυμήχανοι Σικελιώτες επινόησαν τις τετρήρεις και τις πεντήρεις, όπως και τους καταπέλτες και άλλες βαλλιστικές μηχανές.
Οι άλλες ναυτικές δυνάμεις ακολούθησαν τις ναυπηγικές εξελίξεις, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ένας αγώνας εξοπλιστικού ανταγωνισμού, ο οποίος χαρακτηριζόταν από τη ναυπήγηση διαρκώς μεγαλύτερων πολεμικών σκαφών. Αυτός ο αγώνας διήρκεσε σχεδόν τέσσερις αιώνες, τελειώνοντας το 31 π.Χ. με τη μεγάλη ναυμαχία του Ακτιου.
-
-
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Πολύβιος: ΙΣΤΟΡΙΑΙ, Εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1992
- Διόδωρος Σικελιώτης : ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1998
- ΤίτοςΛίβιος, ΡΩΜΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (Ab Urbe Condita), Loeb Classical Library, London 1948-1953
- Tarn W.W.: HELLENISTIC NAVAL AND MILITARY DEVELOPMENTS, London 1930
- Tarn W.W.: articles in the “Journal of Hellenic studies”.
- CAMBRIDGE ANCIENT HISTORY- First edition, Cambridge 1925-1930
- Lazenby J.F.: THE FIRST PUNIC WAR, London 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου