Το νόμισμα, ή καλύτερα η νομισματική μονάδα μιας οικονομίας, είναι το μέγεθος εκείνο βάσει του οποίου υπολογίζονται ή εκφράζονται οι οικονομικές αξίες.
Χρησιμοποιείται κατά κόρον στην διαδικασία των συναλλαγών, στην αποτίμηση των αγαθών ή/και των υπηρεσιών, καθώς επίσης και στην μέτρηση ή/και στην σύγκριση οικονομικών μεγεθών, όπως π.χ. η νομισματική μονάδα μίας άλλης οικονομίας.
Αφήνοντας στην άκρη, για λίγο, την οικονομική θεωρία και σκεπτόμενοι απλά λογικά, ας εξετάσουμε τα ενδεχόμενα που υπάρχουν ανάμεσα σε δύο επιλογές: Η πρώτη επιλογή μας δίνει την δυνατότητα να ορίζουμε εμείς το μέγεθος της νομισματικής μονάδας που εκφράζει την οικονομία της χώρας μας, ενώ η δεύτερη επιλογή είναι .........το να υιοθετήσουμε μια νομισματική μονάδα που εκφράζει την οικονομία μιας άλλης χώρας και στην οποία θα πρέπει να προσαρμόσουμε την οικονομία της χώρας μας.
Ποια από τις δύο επιλογές προσφέρει τις περισσότερες δυνατότητες και τις καλύτερες συνθήκες ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας μας; Προφανώς η πρώτη, αλλά ας δούμε πιο αναλυτικά το γιατί.
Η οικονομία ενός κράτους έχει δύο μεγάλες πολιτικές υποδιαιρέσεις: (α) Την εσωτερική οικονομία που αποτυπώνεται και επηρεάζει άμεσα το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων μίας χώρας και (β) την εξωτερική οικονομία που επηρεάζει σε μικρότερο ή και σε κανέναν (ανάλογα με την ακολουθούμενη πολιτική) βαθμό το βιοτικό επίπεδο στο εσωτερικό της χώρας και αφορά στις συναλλαγές της χώρας με τα υπόλοιπα κράτη.
Το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων μιας χώρας καθορίζεται από δύο σημαντικές παραμέτρους που είναι το εισόδημα και το κόστος διαβίωσης. Όσο μεγαλύτερος είναι ο λόγος του εισοδήματος προς το κόστος διαβίωσης, τόσο καλύτερο είναι το βιοτικό επίπεδο και αντίστροφα όσο μικραίνειαυτός ο λόγος τόσο χειροτερεύει το βιοτικό επίπεδο. Συνεπώς τόσο το κόστος διαβίωσης, όσο και η αμοιβή της εργασίας είναι μεγέθη που θα πρέπει να ορίζει και να διαχειρίζεται αποκλειστικά η κάθε χώρα σύμφωνα με τις ανάγκες της.
Ένα κράτος καθορίζει την αξία της νομισματικής μονάδος του όταν έχει τον πλήρη έλεγχο τόσο τηςαξίας της, όσο και της ποσότητος που θα τυπωθεί για να χρησιμοποιηθεί στην οικονομία. Το ίδιο συνέβη και με την νομισματική μονάδα που ονομάστηκε ευρώ. Η αξία του ορίσθηκε από την οικονομία που το θέσπισε, δηλαδή την Γερμανική που ήταν ο βασικός πυλώνας. Όλες οι χώρες που εντάσσονται στην ευρωζώνη "δανείζονται" το ενιαίο νόμισμα, με κόστος δανεισμού ανάλογο με την κατάσταση που έχει η οικονομία τους σε σύγκριση με αυτήν που όρισε το ευρώ.
Αυτός είναι ο λόγος που τα κράτη που είχαν οικονομία παραπλήσια με αυτήν της Γερμανίας, δηλαδή η Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις από την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος (το δανείζονται με μηδενικό κόστος), ενώ οι υπόλοιπες που είχαν σημαντικές διαφορές δυσκολεύονται με την πάροδο του χρόνου ολοένα και περισσότερο στην αφομοίωση του ευρώ στην οικονομία τους και το κόστος της νομισματικής μονάδας μετατρέπεται σε χρέος που δεν είναι δυνατόν να αποπληρωθεί.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην Ελλάδα μας. Η οικονομία της είχε πολλές και σημαντικές ελλείψεις καθώς, επίσης, και πολλά δομικά προβλήματα από τον καιρό της δραχμής που, όμως, οι υποτιμήσεις του νομίσματος και οι περιστασιακές πολιτικές τα κάλυπταν σε μεγάλο βαθμό. Από τότε που το νόμισμα δεν είναι στην κατοχή της εκάστοτε Ελληνικής κυβέρνησης, αλλά στην ECB, οι παθογένειες αυτές έχουν ένα τεράστιο κόστος που διαρκώς μόνο αυξάνει χωρίς να έχει την δυνατότητα να μειωθεί, όποιο μέτρο και να υιοθετηθεί.
Συνεπώς αυτό που χρειάζεται η Ελληνική οικονομία είναι η ανάκτηση του ελέγχου της νομισματικής μονάδος και η ταυτόχρονη αντιμετώπιση όλων των δομικών ζητημάτων της, προκειμένου να μπορέσει να ορθοποδήσει και να επανέλθει σε κατάσταση λειτουργίας αντί της διάλυσης που παρατηρείται σήμερα.
Τις προσεχείς ημέρες θα επακολουθήσει πιο αναλυτική πολιτική πρόταση καθώς επίσης και ο τρόπος με τον οποίο η ανάκτηση της εθνικής νομισματικής μονάδος δεν θα επηρεαστεί από τους παράγοντες που σχετίζονται με το κομμάτι της εξωτερικής οικονομίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου