«Το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών θα έπρεπε να έχει στείλει ένα σαφές μήνυμα στους ηγέτες της Ευρώπης: οι ψηφοφόροι απορρίπτουν την πολιτική της λιτότητας που τους έχουν επιβάλει», λέει σε άρθρο του ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς.
«Το πρόγραμμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όσο ιδεαλιστικό και αν ήταν, διευθυνόταν πάντοτε από την κορυφή προς την βάση. Αλλά είναι εντελώς άλλο πράγμα να ενθαρρύνεις τεχνοκράτες να κυβερνούν χώρες, παρακάμπτοντας κατά τα φαινόμενα τις δημοκρατικές διαδικασίες, και άλλο να επιβάλεις πολιτικές που οδηγούν σε γενικευμένη φτώχεια», γράφει ο Στίγκλιτς
.«Η υπεραπλουστευτική διάγνωση για τα δεινά της Ευρώπης – ότι οι χώρες της κρίσης ζούσαν πέρα από τις δυνατότητές τους – είναι σαφώς, τουλάχιστον εν μέρει, λανθασμένη. Η Ισπανία και η Ιρλανδία είχαν δημοσιονομικά πλεονάσματα, και χαμηλό χρέος ως προς το ΑΕΠ πριν από την κρίση. Αν η Ελλάδα ήταν το μόνο πρόβλημα, η Ευρώπη θα το είχε χειριστεί με ευκολία.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες αναγνωρίζουν ότι, χωρίς ανάπτυξη, το χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται, και ότι η λιτότητα από μόνη της είναι μια στρατηγική κατά της ανάπτυξης. Και όμως, πέρασαν χρόνια χωρίς να πέσει στο τραπέζι μια στρατηγική για την ανάπτυξη, αν και τα συστατικά της είναι γνωστά: πολιτικές που θα αντισταθμίζουν τις εσωτερικές ανισορροπίες της Ευρώπης και το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας. Αυτό σημαίνει αυξήσεις μισθών στην Γερμανία και βιομηχανικές πολιτικές που θα προωθούν τις εξαγωγές και την παραγωγικότητα στις περιφερειακές οικονομίες της Ευρώπης», συνεχίζει ο Στίγκλιτς.
«Αυτό που δεν θα έχει αποτελέσματα, τουλάχιστον για τις περισσότερες από τις χώρες της ευρωζώνης, είναι η εσωτερική υποτίμηση – δηλαδή η μείωση μισθών και τιμών – επειδή κάτι τέτοιο αυξάνει το χρέος για τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις, και τις κυβερνήσεις (των οποίων τα χρέη είναι σε συντριπτικό ποσοστό σε ευρώ). Η εσωτερική υποτίμηση, σε συνδυασμό με την λιτότητα και την κοινή αγορά (που διευκολύνει την φυγή κεφαλαίων και την αιμορραγία των τραπεζικών συστημάτων) είναι ένας τοξικός συνδυασμός», τονίζει.
«Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν, και είναι, μια μεγάλη πολιτική ιδέα. Εχει τις δυνατότητες να προωθήσει και την ευημερία και την ειρήνη. Αλλά αντί να ενισχύσει την αλληλεγγύη
Eντός της Ευρώπης, σπέρνει την διχόνοια μέσα και ανάμεσα στις χώρες. Οι ηγέτες της Ευρώπης ορκίζονται επανειλημμένως να κάνουν ό,τι είναι αναγκαίο για να σώσουν το ευρώ.
Η υπόσχεση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι να κάνει «ό,τι χρειαστεί» πέτυχε να προσφέρει μια προσωρινή ηρεμία. Αλλά η Γερμανία έχει αρνηθεί συστηματικά κάθε πολιτική που θα έδινε μια μακροπρόθεσμη λύση. Φαίνεται ότι οι Γερμανοί θα κάνουν τα πάντα εκτός από ό,τι είναι αναγκαίο», προσθέτει ο καταξιωμένος οικονομολόγος.
Και καταλήγει: «Ναι, η Ευρώπη έχει ανάγκη από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως επιμένουν οι υπέρμαχοι της λιτότητας. Αλλά οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις θεσμικές διευθετήσεις της ευρωζώνης, και όχι οι μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό των κρατών, είναι εκείνες που θα έχουν το μεγαλύτερο αποτέλεσμα.
Η Οικονομική και Νομισματική Ενωση της ΕΕ ήταν ένα μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού, όχι αυτοσκοπός. Οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι φαίνεται ότι έχουν αναγνωρίσει πως, υπό τις τρέχουσες διευθετήσεις, το ευρώ υπονομεύει ακριβώς τους σκοπούς για τους οποίους υποτίθεται ότι δημιουργήθηκε. Αυτή είναι η απλή αλήθεια την οποία δεν έχουν αντιληφθεί ακόμα οι ηγέτες της Ευρώπης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου