Ὁ Ἀβραάμ Λίνκολν τό εἶχε πεῖ: «Δίνοντας ἐλευθερία στούς σκλάβους, διασφαλίζουμε τήν ἐλευθερία τῶν ἐλευθέρων». Σήμερα οἱ περισσότεροι λαοί ἔχουν κατακτήσει –τυπικά τουλάχιστον– τό προνόμιο τῆς ἐλευθερίας.
Ὅμως κανένας δέν εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος, γιατί ὑπάρχουν καί δοῦλοι τῆς ἀνεξαρτησίας τους.
Τό εἶχε εὔστοχα ἐπισημάνει ὁ Πλάτων: «Ἡ ἄγαν ἐλευθερία οὐκ εἰς ἄλλο τι ἤ εἰς ἄγαν δουλείαν μεταβάλλει καί ἰδιώτην καί πόλιν» (=Ἡ ὑπέρμετρη ἐλευθερία ὁδηγεῖ σέ ὑπέρμετρη δουλεία καί τόν πολίτη καί τήν πόλη)....
Οἱ σημερινές κοινωνικές καί πολιτικές συνθῆκες κάνουν τόν σκεπτόμενο ἄνθρωπο νά διερωτᾶται: Μήπως αὐτό πού ὀνομάζουμε ἐλευθερία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό μία διευκόλυνση στήν ἐπιλογή νέων μορφῶν δουλείας;
Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος μόνο στό νά διαλέξει τόν τύπο τῆς δουλείας του;
Τό ζήτημα δέν εἶναι φιλοσοφικό, εἶναι πολύ πρακτικό. Γι’ αὐτό δέν προτίθεμαι νά σᾶς μεταφέρω στόν «Λεβιάθαν» τοῦ Τόμας Χόμπς ἀλλά σ’ ἕνα ἀπό τά κεντρικά σημεῖα τῶν Ἀθηνῶν καί πιό συγκεκριμένα στήν πλατεῖα πού φέρει τό ὄνομα τοῦ καταστατικοῦ χάρτη τῶν ἐλευθεριῶν μας, τήν Πλατεῖα Συντάγματος.
Πόση ἐλευθερία ἔχουμε νά τή διασχίσουμε ὅλοι, νά τήν χαροῦμε ὅλοι, νά τήν ἀξιοποιήσουμε ἐπαγγελματικά, ἄν εἴχαμε ἐπενδύσει κεφάλαια ἐντός ἤ πέριξ αὐτῆς; Ἀσφαλῶς, τό Σύνταγμα κατοχυρώνει τό δικαίωμα τῆς ἀπεργίας καί τῆς διαμαρτυρίας.
Ὅταν ὅμως ἡ διαμαρτυρία –ὅσο δίκαιη– γίνεται μαρτύριο ἤ καταστροφή γιά ἄλλους, τότε ποῦ ὁδηγούμεθα; Μήπως σέ μιά ἀλληλοσύγκρουση πού θά μᾶς ὁδηγήσει στό ἔρεβος κάποιας ὀλιγαρχικῆς ἐξουσίας;
Θά πῶ κάτι πού πιθανῶς νά φανεῖ τρομακτικό καί ξέρω ὅτι θά μοῦ κοστίσει πολύ, ὅπως πολύ μοῦ ἔχουν κοστίσει καί ἄλλα πού ἔχω πεῖ. Ὡστόσο θά τό πῶ: ἄν σήμερα γινόταν μιά δημοσκόπηση εὐρείας ἐκτάσεως, μέ τό ἐρώτημα, ποιόν θεωρεῖτε καλύτερο, τόν Γεώργιο Παπαδόπουλο ἤ τούς σημερινούς πολιτικούς, φοβᾶμαι ὅτι σέ συντριπτικό ποσοστό ὁ ἑλληνικός λαός –καί περισσότερο ἡ νεολαία– θά ἔδινε «ψῆφο» στόν Παπαδόπουλο.
Κι ἄς μήν σπεύσει κανείς ἀπό τούς «καναλόκυνες» νά μοῦ κολλήσει τήν ταμπέλλα τοῦ «νεοχουντικοῦ».
Ἡ δικτατορία μοῦ ἔκλεισε δύο φορές τό φροντιστήριο, μοῦ ἀρνήθηκε ἐπί 6 χρόνια διαβατήριο (καί ματαιώθηκαν οἱ βλέψεις μου γιά μεταπτυχιακές σπουδές στό Παρίσι) καί ἐξ αἰτίας της ὑποχρεώθηκα στίς 19 Μαρτίου 1969 νά παραιτηθῶ ἀπό τήν ἰδιωτική ἐκπαίδευση.
Ἀπό ἀξιοπρέπεια οὔτε ἐγώ οὔτε ἡ σύζυγός μου, πού ἔγραψε τήν πρώτη ἀντιδικτατορική προκήρυξη, διεκδικήσαμε τίτλο ἤ σύνταξη «ἀντιστασιακοῦ».
Καί ἐπειδή ἀγόρασα ἀντίγραφο τοῦ «φακέλου» μου, ξέρω πολλούς καταδότες πού μέ ἰδιότητα «ἀντιστασιακοῦ» ἔκαναν λαμπρή –γιά τόν ἐαυτό τους– πολιτική καί πανεπιστημιακή καριέρα.
Ὅλα αὐτά γράφονται προειδοποιητικά, ὅπως εἶχαν γραφεῖ καί το 1965.
Καί μέ αὐτό ἐννοῶ ὅτι ἡ παταγώδης ἀποτυχία τῶν νῦν θά ἀναδείξει τή φυσιογνωμία τῶν πρίν. Εἴτε ἔπραξαν καλά, εἴτε ἔπραξαν κακά.
Ἡ ὡραιοποίηση καί ἡρωοποίηση κάποιων χθεσινῶν μορφῶν πού εἶχαν ἐπιβληθεῖ διά τῆς λόγχης εἶναι ἐπακόλουθο τῆς ἠθικῆς δυσμορφίας καί τῆς πλαδαρῆς ἀνικανότητας τῶν τωρινῶν.
Μπορεῖ κάποιοι τωρινοί σέ ἀλλοτινούς καιρούς νά ξεκίνησαν μέ τούς ἁγιώτερους σκοπούς, ἀλλά μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου μούλιασαν καί μετεξελίχθηκαν σέ δημαγωγικώτερους τοῦ Κλέωνος καί ἀμελέστεροι τοῦ περιώνυμου Ἱπποκλέιδη. Τό «οὐ φροντίς Ἱπποκλείδῃ» ἦταν πολιτικός κανόνας.
Σήμερα τούς πολιτικούς δέν τούς σώζουν οἱ ταμπέλλες μέ ἰδεολογικούς χρωματισμούς. Ὁ χρηματισμός τούς ἔκανε φθηνούς.Οὔτε μποροῦν νά ἐπικαλοῦνται τό τί ἔκαναν παλιά. «Τά στερνά τιμοῦν τά πρῶτα», λέει ὁ λαός, ἐπαναλαμβάνοντας αὐτό πού εἶπε ὁ Δημοσθένης: «Πρός γάρ τό τελευταῖον ἐκβάν ἕκαστον τῶν πρίν ὑπαρξάντων κρίνεται». Δηλαδή ἀπό τίς τελευταῖες πράξεις κρίνονται καί οἱ πρῶτες.
Λυπᾶμαι πού εἶμαι ὑποχρεωμένος νά ἀνοίγω ἀνοικτές θύρες μέ τό νά γράφω ὅτι τόν φασισμό, τόν ναζισμό, τόν περονισμό, τόν σταλινισμό δέν τούς γεννᾶ κάποιος ἐπιδημικός ἰός· τούς γεννᾶ ἡ ἐξαθλίωση καί ἡ ἐξαχρείωση τῆς δημοκρατίας.
Ὁ σπουδαῖος Θεόδωρος Μόμσεν εῖχε πεῖ ὅτι ἕνα ἐξευτελισμένο κοινοβούλιο εἶναι χειρότερο καί ἀπό τή χειρότερη μορφή τυραννίας. Τήν ἀπόδειξη παρέχει ἡ σημερινή κατάσταση τοῦ κοινοβουλίου, πού εὐθύνεται γιά τήν ὁλοσχερῆ παράλυση τῆς δημοκρατίας.
Ἡ δημοκρατία, καλῶς ἐξεταζομένη, πρέπει νά εἶναι πολίτευμα σοβαροκρατίας. Ἡ λέξη σοβαρός (ἀπό τό ρῆμα σοβῶ = κινῶ ὁρμητικά) στά ἀρχαῖα ἑλληνικά εἶχε τή σημασία τοῦ πομπώδους, τοῦ καυχησιάρη, τοῦ ὁρμητικοῦ· μόνον ὅταν «ταυτοποιήθηκε» πρός τό λατινικό severus (ἀπ’ ὅπου τό κυριώνυμο Σεβῆρος) προσέλαβε τή σημασία τοῦ αὐστηροῦ. Ἐπί τῆς αὐστηρότητος στήριξε τή νομοθεσία του ὁ πρῶτος νομοθέτης τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, ὁ Ζάλευκος ἀπό τούς Ἐπιζεφύριους Λοκρούς τῆς Κάτω Ἰταλίας.
Καί τήν αὐστηρότητα αὐτή ἐφάρμοσε ὁ ἴδιος στόν ἑαυτό του γιά νά γίνει παράδειγμα τῶν συμπολιτῶν του. Δυστυχῶς ἡ αὐστηροκρατία καί ἡ σοβαροκρατία, πού θά μετέτρεπαν τήν ἑλληνική δημοκρατία σέ ἀριστοκρατία, πολίτευμα δηλαδή τῶν ἀρίστων κατά τό ἦθος πολιτῶν καί πολιτικῶν, ἐξοστρακίσθηκαν καί γι’ αὐτό ὑφιστάμεθα τή δικτατορία τῶν ἀνευθύνων.
Καί δέν ἐννοῶ μόνον τήν τυραννία τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἐννοῶ καί τήν αὐθαιρεσία παντός πολίτη πού πιστεύει στό δόγμα: «Δημοκρατία ἔχουμε· κάνουμε ὅ,τι θέλουμε»!
Δυστυχῶς, ἔχουμε πάρει στραβή, θεόστραβη πολιτική ἀγωγή. Δημοκρατία σημαίνει ὄχι τό νά κάνεις ὅ,τι θέλεις ἀλλά ὅ,τι πρέπει. Ἠ δημοκρατία εἶναι εὐθύνη.
Ἀλλ’ ἐπειδή ἡ εὐθύνη εἶναι φορτίο βαρύ, πολλοί τήν ἀποποιοῦνται καί μοιραῖα τό κατάλοιπο εἶναι μιά ὀχλοκρατία πού δέν παρέχει οὔτε τίς πλέον στοιχειώδεις ἐγγυήσεις ἀσφαλείας.
Ὅταν ὁ κόσμος τρέμει, ζητεῖ ὡς σανίδα σωτηρίας κάποιον Μεσσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου