Το στενό των Θερμοπυλών αποτελούσε ανέκαθεν την κύρια αμυντική τοποθεσία στον άξονα εισβολής Βορρά- Νότου στην Ελλάδα.
Στην περιοχή έχουν...
λάβει χώρα δεκάδες μάχες, αρχικά μεταξύ Θεσσαλών και Φωκέων, αργότερα μεταξύ Ελλήνων και Περσών, Ρωμαίων και Ελλήνων, Ελλήνων και Τούρκων, Αυστραλών και Γερμανών, το 1941.
Στο στενό αυτό λοιπόν οι Έλληνες επέλεξαν να σταματήσουν την περσική κάθοδο.
Η τοποθεσία προσφερόταν καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη, ειδικά εκείνη την εποχή, που το μικρότερο, από τα τρία στενά της τοποθεσίας, χωρούσε μόλις ένα άρμα, είχε δηλαδή πλάτος μικρότερο των 4 μέτρων!
Το όλο μήκος της στενωπού έφτανε τα 7 χλμ.
Το πρώτο στενό βρισκόταν 2 χλμ. νοτιοανατολικά της σημερινής γέφυρας της Αλαμάνας.
Το δεύτερο στενό 1χλμ. ανατολικά των σημερινών λουτρών και το τρίτο στην περιοχή των Αλπινών. Στο δεύτερο στενό οι Φωκείς είχαν κτίσει, από τον 6ο αιώνα π.Χ. ένα τείχος, για να προστατεύονται από τις επιδρομές των Θεσσαλών.
Το τείχος αυτό, γνωστό ως Φωκικό Τείχος, αποτέλεσε κατά τη μάχη των Θερμοπυλών, το σημείο στηρίγματος των δυνάμεων του Λεωνίδα.
Το τείχος αυτό ανακαλύφθηκε τυχαία το 1897, όταν άνδρες του Μηχανικού εκτελούσαν οχυρωματικές εργασίες στην περιοχή.
Τότε ανακαλύφθηκαν και οι τάφοι των νεκρών ανδρών του Λεωνίδα.
Μετά τη λήψη της απόφασης για άμυνα στα στενά των Θερμοπυλών συγκροτήθηκε μια μικτή ελληνική δύναμη, που είχε ως αποστολή των κατάληψη της οχυρής θέσης και την συγκράτηση εκεί των Περσών, για όσο το δυνατόν περισσότερο, μέχρι να επιστρατευθούν οι στρατοί και των άλλων ελληνικών πόλεων.
Η δύναμη λοιπόν που θα έπαιρνε θέση στις Θερμοπύλες δεν ήταν παρά μια προκαλυπτική δύναμη. Για το λόγο αυτό δε χρειαζόταν να είναι και ιδιαιτέρως ισχυρή.
Επικεφαλής της τάχθηκε ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας. Η δύναμη που διοικούσε περιλάμβανε 300 Σπαρτιάτες της βασιλικής φρουράς, δηλαδή την αφρόκρεμα του σπαρτιατικού στρατού, 500 Τεγεάτες, 500 Μαντινείς, 1.120 άλλους Αρκάδες, 80 Μυκηναίους, 200 Φλιάσιους, 400 Κορίνθιους, 700 Θεσπιείς, 400 Θηβαίους, 1.000 Οπούντιους Λοκρούς και 1.000 Φωκείς, συνολικά 6.200 οπλίτες.
Πιθανότατα , στη δύναμη αυτή θα πρέπει να προστεθούν και 1.000 τουλάχιστον ελαφρά οπλισμένοι ψιλοί – υπηρέτες, και ακόλουθοι των οπλιτών.
Οι λιγοστοί Έλληνες έλαβαν θέσεις στο Φωκικό Τείχος, αφού πρώτα το επισκεύασαν.
Απέναντί τους άρχισε σταδιακά να συγκεντρώνεται η τρομακτικά τεράστια στρατιά του Ξέρξη.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στην πεδιάδα της Τραχίνας, στην σημερινή Λαμία, συγκεντρώθηκαν 3.000.000 άνδρες του Ξέρξη.
Ενώπιον του πλήθους των εχθρών οι Έλληνες σκέφτηκαν αρχικά να αποχωρήσουν.
Οι Λοκροί και οι Φωκείς όμως ικέτευσαν τους συμπατριώτες τους να μην τους εγκαταλείψουν.
Φαίνεται πάντως πως την τελική απόφαση έλαβε ο ίδιος ο Λεωνίδας, συντασσόμενος με την προτροπή των Φωκέων και των Λοκρών, εξηγώντας προφανώς την αναγκαιότητα της παραμονής τους στα στενά των Θερμοπυλών.
Αμέσως μετά ο Σπαρτιάτης βασιλιάς ανέπτυξε το τμήμα του στο Φωκικό Τείχος, στέλνοντας μόνο τους 1.000 Φωκείς οπλίτες να φρουρούν την Ανοπαία οδό, ένα ημιορεινό μονοπάτι, το οποίο περνούσε από το όρος Καλλίδρομο και παρέκαμπτε, από δυτικά, τη στενωπό των Θερμοπυλών.
Οι Έλληνες, όταν έλαβαν θέσεις στα στενά, γνώριζαν ότι η τοποθεσία τους μπορούσε να υπερφαλαγγιστεί, υπολόγιζαν όμως στην άγνοια της τοπογραφίας της περιοχής, από τους Πέρσες και στο ορεινό τους εδάφους.
Από τη θάλασσα η υπερφαλάγγιση της τοποθεσίας δεν ήταν δυνατή, εφόσον ο Ελληνικός συμμαχικός στόλος είχε λάβει θέσεις στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας, αποκλείοντας το Μαλλιακό κόλπο για τα περσικά σκάφη.
Ο Λεωνίδας, με τους 5.000 περίπου οπλίτες που διέθετε κατέλαβε το δεύτερο στενό και περίμενε την εχθρική επίθεση.
Σκόπευε να πολεμήσει έξυπνα, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τα πλεονεκτήματα που του παρείχε το έδαφος, χρησιμοποιώντας κάθε φορά λίγους άνδρες στη μάχη και εναλλάσσοντάς τους τακτικά, ώστε να υπάρχει πάντα ένα ξεκούραστο, εφεδρικό τμήμα, έτοιμο να επέμβει, μόλις χρειαστεί.
Αφού δόθηκαν οι απαραίτητες διαταγές οι Έλληνες άφησαν φρουρά στο τείχος και αναπαύθηκαν.
Ο Ξέρξης, την ίδια ώρα, έστειλε έναν ιππέα ανιχνευτή για να κατοπτεύσει τους Έλληνες.
Ο Πέρσης ιππέας πλησίασε ανενόχλητος τις Ελληνικές θέσεις.
Εκείνη την ώρα έτυχε να εκτελούν καθήκοντα φρουράς οι Σπαρτιάτες.
Ο ιππέας πλησίασε και άλλο.
Έκπληκτος είδε τους Σπαρτιάτες να μην ασχολούνται καθόλου μαζί του. Άλλοι ακόνιζαν τα όπλα τους, άλλοι γυάλιζαν τις ασπίδες τους και άλλοι λούζονταν και χτένιζαν τα μαλλιά τους.
Ο Πέρσης, μη πιστεύοντας στα μάτια του, αποχώρησε σε λίγο και ανέφερε τα όσα είδε στον Ξέρξη.
Όταν ο Ξέρξης άκουσε την αναφορά παραξενεύτηκε. Θεώρησε γελοιότητες όσα έκαναν οι Σπαρτιάτες και ζήτησε να παρουσιαστεί ενώπιόν του ο εξόριστος βασιλιάς της Σπάρτης, ο Δημάρατος, που τον συνόδευε.
Πράγματι ο Δημάρατος εμφανίστηκε, άκουσε τον Ξέρξη να του μεταφέρει τα όσα είδε ο ανιχνευτής και είπε:
«Σου είχα μιλήσει για τους άνδρες αυτούς, αλλά εσύ τότε γελούσες. Τώρα άκουσέ με και πάλι. Οι άνδρες αυτοί έχουν έρθει εδώ για να πολεμήσουν για την κατοχή του περάσματος και για αυτό ακριβώς προετοιμάζονται. Είναι δε έθιμο να καλλωπίζονται όταν πρόκειται να πολεμήσουν μέχρι το θάνατο».
Ο Ξέρξης, στο άκουσμα των λόγων αυτών, εξέφρασε και πάλι τις αμφιβολίες του για το πως ήταν δυνατόν τόσο λίγοι άνδρες να του αντισταθούν.
Ο Δημάρατος τον κοίταξε κατάματα και του είπε: «Βασιλιά, θεώρησέ με ψεύτη, αν όσα σου είπα δε βγουν αληθινά».
Ο Ξέρξης και πάλι δεν πείστηκε και αποφάσισε να περιμένει λίγο, δίνοντας χρόνο στους Έλληνες να λογικευτούν.
Πέρασαν τρεις μέρες.
Ο Ξέρξης, θεωρώντας ότι ήδη είχε αφήσει πολύ χρόνο στους Έλληνες φρουρούς των στενών, αποφάσισε να συντρίψει τη «γελοία» αντίστασή τους.
Διέταξε μάλιστα τους άνδρες του να συλλάβουν ζωντανούς τους άνδρες του Λεωνίδα!
Αποφάσισε μάλιστα να αναθέσει την τιμή της πρώτης επίθεσης στους Μήδους και ειδικότερα στους απογόνους των πεσόντων στον Μαραθώνα.
Οι Μήδοι, μαζί με τους Πέρσες ήταν οι πλέον επίλεκτοι πολεμιστές της αυτοκρατορίας.
Ο χρόνος θα έδειχνε το εάν θα μπορούσαν να συγκριθούν με τους Έλληνες οπλίτες.
Τρομερός θόρυβος κάλυψε ολόκληρη την πεδιάδα της Τραχίνας.
Σάλπιγγες, τύμπανα, ιαχές, συντάρασσαν την ατμόσφαιρα.
Οι Μήδοι ετοιμάζονταν. Λάμβαναν θέσεις για την επίθεση, υπό τις επευφημίες ολόκληρου του στρατού.
Οι Έλληνες, χωρίς φωνές, ατάραχοι, απάντησαν συνασπιζόμενοι μπροστά από το τείχος.
Σύμφωνα με την παράδοση ο Ξέρξης είχε στείλει αγγελιαφόρο να ζητήσει από τους Έλληνες την παράδοση των όπλων τους, λέγοντας ότι μόνο από τα βέλη που θα ριχτούν εναντίον τους θα σκοτεινιάσει το φως του ήλιου.
Ο Σπαρτιάτης Διηνέκης απάντησε τότε: «Καλά νέα μας φέρνεις ξένε, γιατί θα πολεμήσουμε στη σκιά».
Την τελική απάντηση όμως έδωσε ο ίδιος ο Λεωνίδας λέγοντας το περίφημο «Μολών Λαβέ».
Ύστερα από αυτό οι Μήδοι επιτέθηκαν.
Αν και ήταν πολλές χιλιάδες, μόνο λίγες εκατοντάδες πέρασαν από το πρώτο στενό και πλησίασαν το δεύτερο.
Οι Έλληνες τους περίμεναν με προτεταμένα τα δόρατα, με τις ασπίδες να εφάπτονται, με τα κράνη και τις κνημίδες να αστράφτουν στο λαμπερό φως του καλοκαιρινού ήλιου.
Ένα χάλκινο τείχος ορθωνόταν ενώπιον των Μήδων.
Οι Μήδοι προχώρησαν λίγο. Κατόπιν σταμάτησαν και άρχισαν να ρίχνουν βέλη μανιασμένα.
Ο ουρανός πραγματικά σκεπάστηκε, σύμφωνα με την «προφητεία» του Πέρση αγγελιαφόρου. Οι Έλληνες όμως δε λύγισαν.
Υπέμειναν με θάρρος το μηδικό «μπαράζ». Αμέσως μετά εφόρμησαν. Οι Μήδοι ακολούθησαν και σε λίγες στιγμές είχαν εμπλακεί σε μάχη σώμα με σώμα με τους Έλληνες.
Οι τελευταίοι, με αργό, ρυθμικό βήμα προσέγγισαν. Ύψωσαν τα δόρατα σε υψηλή λαβή και σαν ένας άνθρωπος ρίχτηκαν με τις ασπίδες τους πάνω στους απέναντί τους Μήδους, από τους οποίους μόνο οι άνδρες του πρώτου ζυγού έφεραν μεγάλες ποδήρεις ασπίδες.
Με αυτές σχημάτιζαν ένα φράγμα, πίσω από το οποίο οι άνδρες των λοιπών ζυγών έβαλαν με τα τόξα τους. Οι Έλληνες, με την τεχνική του ωθισμού, διέσπασαν το εχθρικό φράγμα των ασπίδων και άρχισαν να θερίζουν τους άτυχους Μήδους.
Τα κοντά δόρατα και οι ακινάκες (μικρά σπαθιά) των Μήδων ελάχιστη εντύπωση προκαλούσαν στους θωρακισμένους Έλληνες οπλίτες, τα δόρατα των οποίων σκόρπιζαν το θάνατο.
Οι Μήδοι πολέμησαν γενναία, απεγνωσμένα γενναία. Τίποτα όμως δεν κατάφεραν.
Σιγά – σιγά ένας μακάβριος σωρός από μηδικά κουφάρια άρχισε να σχηματίζεται, σε όλη την έκταση μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου στενού.
Οι Έλληνες, απωθώντας συνεχώς τους αντιπάλους τους, πατώντας πάνω σε κομματιασμένες ανθρώπινες σάρκες, σε ακρωτηριασμένους Μήδους που σπαρταρούσαν, τους πέταξαν έξω από τη στενωπό. Υπό την πίεση της μάζας όμως οι Μήδοι δε σταμάτησαν τον αγώνα.
Όσοι ήταν μπροστά δε μπορούσαν να υποχωρήσουν, πιεζόμενοι από τους χιλιάδες που βρίσκονταν πίσω τους.
Πίσω δε από όλους βρισκόταν αξιωματικοί με μαστίγια που κτυπούσαν κάθε ταλαίπωρο που προσπαθούσε να ξεφύγει από το σφαγείο αυτό.
Ακόμα και υπό τις συνθήκες αυτές όμως οι Μήδοι τελικά τσακίστηκαν. Χιλιάδες έπεσαν από τα Ελληνικά όπλα και χιλιάδες ποδοπατήθηκαν.
Όσοι επέζησαν τράπηκαν τελικά σε φυγή.
Ο Ξέρξης φυσικά θορυβήθηκε, αλλά διέταξε τους Κίσσιους και τους Σάκες να επιτεθούν εναντίον των Ελλήνων.
Οι Έλληνες, μετά την εξόντωση των Μήδων είχαν υποχωρήσει και πάλι στις αρχικές τους θέσεις, αφήνοντας και τα νέα κύματα των ορδών του Ξέρξη να παγιδευτούν στο στενό. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε.
Και οι Κίσσιοι με τους Σάκες αφανίστηκαν με τον ίδιο τρόπο, στρώνοντας με τα νεκρά κορμιά τους την ελληνική γη.
Αυτή τη φορά ο Ξέρξης πετάχτηκε από το θρόνο του. Άφριζε μανιασμένος και ακατανόητες λέξεις έβγαιναν από το στόμα του.
Φώναξε κοντά του τον Υδάρνη, τον διοικητή της προσωπικής του φρουράς, των 10.000 Αθανάτων, των καλύτερων πολεμιστών ολόκληρης της αυτοκρατορίας του.
Αυτή τη φορά θα νικούσε. Ήταν βέβαιος.
Ο Υδάρνης παρέταξε τους άνδρες του και επιτέθηκε με τον ίδιο τρόπο, όπως και τα προηγούμενα περσικά σώματα. Οι Έλληνες του απάντησαν επίσης με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Οι Αθάνατοι, οι καλύτεροι πολεμιστές της Περσικής Αυτοκρατορίας, φάνηκαν πολύ λίγοι απέναντι στους Έλληνες και ειδικά απέναντι στους Σπαρτιάτες Ομοίους, τους καλύτερους πολεμιστές του Αρχαίου Κόσμου.
Οι επίλεκτοι άνδρες των δύο στρατών συγκρούονταν για πρώτη φορά. Οι Σπαρτιάτες πραγματοποίησαν άθλους. Ωθούσαν, χτυπούσαν με τα δόρατα , σκότωναν, πατούσαν πάνω από τους νεκρούς και συνέχιζαν.
Οι Αθάνατοι, με φανατισμό άντεχαν. Προσπαθούσαν να απαντήσουν.
Έπεφταν όμως πάνω στο ορειχάλκινο τείχος των ασπίδων. Τσακίζονταν, καταπατούνταν. Ο Ξέρξης έζησε την υπέρτατη ντροπή. Είδε τους φρουρούς του να κομματιάζονται. Τρόμαξε, φοβήθηκε, έβραζε από οργή.
Τελικά με σκυμμένο κεφάλι διέταξε την υποχώρηση όσων Αθανάτων είχαν επιζήσει. Έτσι τελείωσε η πρώτη μέρα της μάχης, της τιτανομαχίας των Θερμοπυλών.
Πίσω στα στενά ο Λεωνίδας, αφού εγκατέστησε τη συνήθη φρουρά, άφησε να αναπαυτούν οι κατάκοποι, αλλά νικητές άνδρες του.
Το ηθικό των ανδρών του δεν ήταν απλώς υψηλό. Οι στιγμές ήταν μεγαλειώδεις και οι Έλληνες το γνώριζαν.
Μόνο ο Ακαρνάνας μάντης , ο Μεγιστίας, σύμφωνα με τη διήγηση του Ηροδότου, ο οποίος μαζί με το γιο του συνόδευαν εθελοντικά το ελληνικό τμήμα, ήταν σκεπτικός. Ο Λεωνίδας τον ρώτησε τι είχε και ο μάντης απάντησε ότι στις θυσίες που είχε τελέσει είχε δει μονάχα θάνατο.
Ο Λεωνίδας, με απόλυτη ψυχραιμία δεν είπε τίποτα. Τον παρακάλεσε μόνο να μην αναφέρει σε κανέναν άλλο το γεγονός.
Την επομένη, 19η Αυγούστου, ο Ξέρξης διέταξε τους άνδρες του να εξαπολύσουν νέα επίθεση κατά των υπερασπιστών του περάσματος.
Υπολόγιζε ότι οι λίγοι Έλληνες θα είχαν αποκάμει από την ολοήμερη μάχη της προηγούμενης ημέρας και πως εύκολα πια θα υπέκυπταν.
Ο Λεωνίδας όμως είχε διαφορετική άποψη. Εναλλάσσοντας συνεχώς τα διάφορα τμήματα, αντιμετώπισε με απόλυτη επιτυχία τις συνεχείς περσικές επιθέσεις.
Οι Πέρσες, όπως και την προηγουμένη, σφαγιάστηκαν κατά χιλιάδες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Ξέρξης 3 φορές αναπήδησε από τον θρόνο του, ενώπιον του μεγέθους της καταστροφής.
Οι Έλληνες πάντως, από κάποια στιγμή και έπειτα, αρνήθηκαν να εναλλάσσουν τους ζυγούς τους και όλοι μαζί ρίχτηκαν με φονική ορμή στους εχθρούς, ‘αποδιδόμενοι σε άμιλλα ανδρείας’, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.
Έτσι έληξε και η δεύτερη μέρα της μάχης των Θερμοπυλών.
Τον Ξέρξη ανέλαβε να βγάλει όμως από το αιματηρό αδιέξοδο, στο οποίο είχε παγιδευτεί, δυστυχώς ένας Έλληνας, ο Τραχίνιος Εφιάλτης.
Αυτός, με αντάλλαγμα το περσικό χρυσάφι, υπέδειξε στους εχθρούς την Ανοπαία οδό, την ύπαρξη της οποίας έως τότε αγνοούσαν.
Αμέσως ο Ξέρξης διέταξε τον Υδάρνη να βαδίσει με 20.000 άνδρες μέσα στη νύκτα, ώστε το επόμενο πρωί να βρίσκεται στα νώτα των Ελλήνων υπερασπιστών του στενού. Έτσι και έγινε.
Αλλά και ο Λεωνίδας ενημερώθηκε για την προδοσία από έναν Έλληνα αυτόμολο, τον Τυρραστιάδα, από την Αιολική Κύμη, «άνδρας φιλόκαλος τε και τον τρόπον αγαθός», κατά τον Διόδωρο.
Ο Τυρραστιάδας εξήγησε στο Λεωνίδα ότι μέχρι το επόμενο πρωί θα είχαν περικυκλωθεί. Αμέσως, ο ηλικιωμένος βασιλιάς της Σπάρτης συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο, εξηγώντας στους επικεφαλής των τμημάτων την κατάσταση.
Αφού άκουσε όλες τις γνώμες, ο Λεωνίδας έλαβε την απόφασή του. Ο ίδιος με τους 300 Σπαρτιάτες θα έμενε στο στενό. Οι υπόλοιποι σύμμαχοι θα αποχωρούσαν. Η απόφαση του Λεωνίδα ήταν απόλυτα λογική και πρακτική.
Δεν είχε επίσης σε τίποτε να κάνει με τους σπαρτιατικούς νόμους, οι οποίοι, φυσικά, δεν απαγόρευαν την υποχώρηση, όταν δεν υπήρχε περίπτωση επιτυχίας.
Ο Λεωνίδας θα έμενε για να καλύψει την υποχώρηση των συμμάχων, εφόσον σε διαφορετική περίπτωση, με το πρώτο φως της ημέρας, το περσικό ιππικό θα προλάβαινε στην ανοικτή πεδιάδα τους Έλληνες που υποχωρούσαν και θα τους κατάκοβε. Αυτός είναι ο λόγος που ο Λεωνίδας αποφάσισε να παραμείνει και να θυσιαστεί, ως πραγματικός ηγέτης, με τους άνδρες του.
Με κοινή τους απόφαση, στο πλάι των Σπαρτιατών, αποφάσισαν να πεθάνουν και οι 700 Θεσπιείς, έχοντας επικεφαλής τον Διθύραμβο.
Ο Λεωνίδας κράτησε, με τη βία, μαζί του και τους 400 Θηβαίους. Όλοι οι υπόλοιποι πολεμιστές άρχισαν να αποχωρούν από τις πρώτες βραδινές ώρες, ύστερα από έναν συγκινητικό αποχαιρετισμό με τους μελλοθάνατους συμπολεμιστές τους.
Επίσης, δίπλα στον Σπαρτιάτη βασιλιά παρέμεινε εθελοντικά ο μάντης Μεγιστίας, αφού έστειλε πίσω τον γιο του.
Το ίδιο βράδυ, όπως αναφέρει ο Διόδωρος, ένα επίλεκτο απόσπασμα Ελλήνων, επιτέθηκε κρυφά στο περσικό στρατόπεδο, με σκοπό να σκοτώσει τον Ξέρξη.
Το επεισόδιο αυτό δεν αναφέρεται πουθενά από τον πολύ κοντινότερο στα γεγονότα Ηρόδοτο, και γενικά η ιστορικότητά του αμφισβητείται.
Σύμφωνα με την διήγηση του Διόδωρου πάντως, το εγχείρημα έγινε, αλλά απέτυχε, με τον Ξέρξη να γλιτώνει την τελευταία στιγμή.
Καθώς η νύκτα προχωρούσε οι δυνάμεις του Υδάρνη βάδιζαν, με οδηγό τον Εφιάλτη, στο μονοπάτι. Βαδίζοντας έφτασαν στις θέσεις των Φωκέων φρουρών του μονοπατιού. Οι τελευταίοι, βρέθηκαν ξαφνικά ενώπιον χιλιάδων εχθρών και αποτραβήχτηκαν λίγο ψηλότερα στο βουνό, όπου και έλαβαν θέσεις, έτοιμοι για τον μέχρις εσχάτων αγώνα.
Οι Πέρσες όμως τους αγνόησαν και ο όγκος τους συνέχισε να βαδίζει κατά μήκος του μονοπατιού. Γύρω στις 07.00 το πρωί της 20ης Αυγούστου ο Ξέρξης είχε επίσης ετοιμάσει τους άνδρες του για κατά μέτωπο επίθεση.
Ο Λεωνίδας και οι άνδρες του ήταν, όμως, ήδη έτοιμοι.
Με απίστευτη ορμή οι 1.000 Έλληνες επιτέθηκαν, ψάλλοντας τον παιάνα, κατά των εκατοντάδων χιλιάδων εχθρών, στο χώρο μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου στενού.
Ήταν η «επί θανάτου έξοδος» που αναφέρει ο Ηρόδοτος. Κάνοντας θραύση στους εχθρούς, οι Έλληνες κατόπιν υποχώρησαν μέσα στο στενό.
Εκεί δέχτηκαν την περσική επίθεση, την οποία απέκρουσαν και καταδίωξαν μάλιστα τους εχθρούς και πάλι έξωθεν του στενού. Οι μελλοθάνατοι ήρωες πολεμούσαν με παραφροσύνη. Τα δόρατα έσπασαν, τα σπαθιά σύρθηκαν από τα θηκάρια και σκόρπιζαν τον θάνατο.
Τέσσερις φορές οι ζωντανοί νεκροί έστρεψαν τα περσικά ανθρώπινα κύματα σε φυγή. Μέσα στο χαλασμό ο μέγας της Σπάρτης βασιλιάς, ο Λεωνίδας, έπεσε. Οι Πέρσες προσπάθησαν να αρπάξουν το σώμα του. Οι άνδρες του όμως κατάφεραν και τράβηξαν το νεκρό βασιλιά πίσω, αφού τσάκισαν την εχθρική απόπειρα, σκοτώνοντας και δύο αδελφούς του Ξέρξη.
Τότε όμως ήταν που φάνηκε ο Υδάρνης με το τμήμα του. Αμέσως όσοι Έλληνες ζούσαν ακόμα υποχώρησαν βιαστικά και πήραν θέσεις σε έναν μικρό λοφίσκο, πίσω από το Φωκικό Τείχος. Εκεί θα έδιναν την τελευταία τους μάχη, την τελευταία τους πνοή.
Το γνώριζαν, αλλά δε δείλιασαν. Με τα σπασμένα τους δόρατα, τις κατατρυπημένες τους ασπίδες, τα σπαθιά, με το καυτό αίμα των εχθρών ακόμα επάνω τους, με το δικό τους αίμα να τρέχει άφθονο από τις δεκάδες πληγές που ο καθένας τους έφερε στο σώμα, οι Έλληνες των Θερμοπυλών, τάχθηκαν για την τελική άμυνα. Οι Θηβαίοι μόνο έσπευσαν να παραδοθούν.
Οι Πέρσες, εκατοντάδες χιλιάδες από αυτούς, κύκλωσαν τους ήρωες. Εκείνοι τους κοιτούσαν με βλέμμα αγέρωχο. Τι είχαν να φοβηθούν. Ακόμα και το θάνατο είχαν νικήσει. Μια βροχή από βέλη και όλα τελείωσαν. Οι βάρβαροι δεν τόλμησαν καν να τους αποτελειώσουν με τα όπλα.
Η μάχη των Θερμοπυλών είχε λήξει. Οι βάρβαροι πέρασαν τελικά. Οι υπερασπιστές, έπεσαν όλοι, έχοντας σκοτώσει τουλάχιστον 20.000 από τους άνδρες του Ξέρξη.
Ο ξεπεσμένος εκείνος βασιλιάς, για να μειώσει τις εντυπώσεις και τον τρόμο που είχε καταβάλει το στρατό του, διέταξε να γδυθούν οι νεκροί και παρουσίασε τους χιλιάδες δικούς του νεκρούς για Έλληνες και τους λίγους Έλληνες νεκρούς για Πέρσες.
Οι νεκροί ήρωες ενταφιάστηκαν εκεί που έπεσαν. Ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης ότι ο Ξέρξης διέταξε την αποκοπή του κεφαλιού του Λεωνίδα, το οποίο κάρφωσε σε ένα κοντάρι. Μετά την οριστική εκδίωξη των Περσών οι ευγνώμονες Έλληνες ανέγειραν προς τιμήν τους μνημεία.
Στο κενοτάφιο των Σπαρτιατών αναγράφηκε το περίφημο επίγραμμα του Σιμωνίδη : «Ο ξείν αγγέλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα, τοίς κοίνων ρήμασι πειθόμενοι», δηλαδή «Ξένε, ανήγγειλε στους Λακεδαιμόνιους, ότι εδώ είμαστε θαμμένοι, πιστοί στον κοινό μας Νόμο».
Ένα άλλο μνημείο δημιουργήθηκε για τον μάντη Μεγιστία. Το επίγραμμα στον τάφο του αναφέρει : «Το μνήμα αυτό κλείνει μέσα του τον Μεγιστία που τον σκότωσαν οι Μήδοι όταν πέρασαν το Σπερχειό. Αυτός, ως μάντης, γνώριζε τι θα συμβεί. Δεν εγκατέλειψε όμως της Σπάρτης τον ηγέτη».
Ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης, ότι ο Σπαρτιάτης Εύρυτος, αν και είχε τυφλωθεί, ζήτησε από τον υπηρέτη του να τον οδηγήσει στη μάχη. Εκεί προσπάθησε να πολεμήσει, δια της ακοής και φυσικά σκοτώθηκε αμέσως. Δύο ακόμα Σπαρτιάτες επέζησαν της μάχης.
Ο πρώτος, ο Αριστόδημος, δεν βρισκόταν στο πεδίο της μάχης, για άγνωστο λόγο. Επέστρεψε στη Σπάρτη, όπου αντιμετώπισε τη γενική περιφρόνηση. Εξιλεώθηκε μαχόμενος ηρωικά και πέφτοντας στη μάχη των Πλαταιών. Ο δεύτερος, ο Παντίτης, αυτοκτόνησε από ντροπή.
Και οι δύο πάντως δεν έλαβαν μέρος στην τελική φάση της μάχης, για λόγους πέραν της θέλησής τους. Σε ότι αφορά τον προδότη Εφιάλτη, οι Έλληνες τον επικήρυξαν με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Τελικά τον σκότωσαν συντοπίτες τους, για να ξεπλύνουν την ντροπή που αντιπροσώπευε για την πόλη τους.
του Παντελή Καρύκα
Συγγραφέας
Στην περιοχή έχουν...
λάβει χώρα δεκάδες μάχες, αρχικά μεταξύ Θεσσαλών και Φωκέων, αργότερα μεταξύ Ελλήνων και Περσών, Ρωμαίων και Ελλήνων, Ελλήνων και Τούρκων, Αυστραλών και Γερμανών, το 1941.
Στο στενό αυτό λοιπόν οι Έλληνες επέλεξαν να σταματήσουν την περσική κάθοδο.
Η τοποθεσία προσφερόταν καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη, ειδικά εκείνη την εποχή, που το μικρότερο, από τα τρία στενά της τοποθεσίας, χωρούσε μόλις ένα άρμα, είχε δηλαδή πλάτος μικρότερο των 4 μέτρων!
Το όλο μήκος της στενωπού έφτανε τα 7 χλμ.
Το πρώτο στενό βρισκόταν 2 χλμ. νοτιοανατολικά της σημερινής γέφυρας της Αλαμάνας.
Το δεύτερο στενό 1χλμ. ανατολικά των σημερινών λουτρών και το τρίτο στην περιοχή των Αλπινών. Στο δεύτερο στενό οι Φωκείς είχαν κτίσει, από τον 6ο αιώνα π.Χ. ένα τείχος, για να προστατεύονται από τις επιδρομές των Θεσσαλών.
Το τείχος αυτό, γνωστό ως Φωκικό Τείχος, αποτέλεσε κατά τη μάχη των Θερμοπυλών, το σημείο στηρίγματος των δυνάμεων του Λεωνίδα.
Το τείχος αυτό ανακαλύφθηκε τυχαία το 1897, όταν άνδρες του Μηχανικού εκτελούσαν οχυρωματικές εργασίες στην περιοχή.
Τότε ανακαλύφθηκαν και οι τάφοι των νεκρών ανδρών του Λεωνίδα.
Μετά τη λήψη της απόφασης για άμυνα στα στενά των Θερμοπυλών συγκροτήθηκε μια μικτή ελληνική δύναμη, που είχε ως αποστολή των κατάληψη της οχυρής θέσης και την συγκράτηση εκεί των Περσών, για όσο το δυνατόν περισσότερο, μέχρι να επιστρατευθούν οι στρατοί και των άλλων ελληνικών πόλεων.
Η δύναμη λοιπόν που θα έπαιρνε θέση στις Θερμοπύλες δεν ήταν παρά μια προκαλυπτική δύναμη. Για το λόγο αυτό δε χρειαζόταν να είναι και ιδιαιτέρως ισχυρή.
Επικεφαλής της τάχθηκε ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας. Η δύναμη που διοικούσε περιλάμβανε 300 Σπαρτιάτες της βασιλικής φρουράς, δηλαδή την αφρόκρεμα του σπαρτιατικού στρατού, 500 Τεγεάτες, 500 Μαντινείς, 1.120 άλλους Αρκάδες, 80 Μυκηναίους, 200 Φλιάσιους, 400 Κορίνθιους, 700 Θεσπιείς, 400 Θηβαίους, 1.000 Οπούντιους Λοκρούς και 1.000 Φωκείς, συνολικά 6.200 οπλίτες.
Πιθανότατα , στη δύναμη αυτή θα πρέπει να προστεθούν και 1.000 τουλάχιστον ελαφρά οπλισμένοι ψιλοί – υπηρέτες, και ακόλουθοι των οπλιτών.
Οι λιγοστοί Έλληνες έλαβαν θέσεις στο Φωκικό Τείχος, αφού πρώτα το επισκεύασαν.
Απέναντί τους άρχισε σταδιακά να συγκεντρώνεται η τρομακτικά τεράστια στρατιά του Ξέρξη.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στην πεδιάδα της Τραχίνας, στην σημερινή Λαμία, συγκεντρώθηκαν 3.000.000 άνδρες του Ξέρξη.
Ενώπιον του πλήθους των εχθρών οι Έλληνες σκέφτηκαν αρχικά να αποχωρήσουν.
Οι Λοκροί και οι Φωκείς όμως ικέτευσαν τους συμπατριώτες τους να μην τους εγκαταλείψουν.
Φαίνεται πάντως πως την τελική απόφαση έλαβε ο ίδιος ο Λεωνίδας, συντασσόμενος με την προτροπή των Φωκέων και των Λοκρών, εξηγώντας προφανώς την αναγκαιότητα της παραμονής τους στα στενά των Θερμοπυλών.
Αμέσως μετά ο Σπαρτιάτης βασιλιάς ανέπτυξε το τμήμα του στο Φωκικό Τείχος, στέλνοντας μόνο τους 1.000 Φωκείς οπλίτες να φρουρούν την Ανοπαία οδό, ένα ημιορεινό μονοπάτι, το οποίο περνούσε από το όρος Καλλίδρομο και παρέκαμπτε, από δυτικά, τη στενωπό των Θερμοπυλών.
Οι Έλληνες, όταν έλαβαν θέσεις στα στενά, γνώριζαν ότι η τοποθεσία τους μπορούσε να υπερφαλαγγιστεί, υπολόγιζαν όμως στην άγνοια της τοπογραφίας της περιοχής, από τους Πέρσες και στο ορεινό τους εδάφους.
Από τη θάλασσα η υπερφαλάγγιση της τοποθεσίας δεν ήταν δυνατή, εφόσον ο Ελληνικός συμμαχικός στόλος είχε λάβει θέσεις στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας, αποκλείοντας το Μαλλιακό κόλπο για τα περσικά σκάφη.
Ο Λεωνίδας, με τους 5.000 περίπου οπλίτες που διέθετε κατέλαβε το δεύτερο στενό και περίμενε την εχθρική επίθεση.
Σκόπευε να πολεμήσει έξυπνα, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τα πλεονεκτήματα που του παρείχε το έδαφος, χρησιμοποιώντας κάθε φορά λίγους άνδρες στη μάχη και εναλλάσσοντάς τους τακτικά, ώστε να υπάρχει πάντα ένα ξεκούραστο, εφεδρικό τμήμα, έτοιμο να επέμβει, μόλις χρειαστεί.
Αφού δόθηκαν οι απαραίτητες διαταγές οι Έλληνες άφησαν φρουρά στο τείχος και αναπαύθηκαν.
Ο Ξέρξης, την ίδια ώρα, έστειλε έναν ιππέα ανιχνευτή για να κατοπτεύσει τους Έλληνες.
Ο Πέρσης ιππέας πλησίασε ανενόχλητος τις Ελληνικές θέσεις.
Εκείνη την ώρα έτυχε να εκτελούν καθήκοντα φρουράς οι Σπαρτιάτες.
Ο ιππέας πλησίασε και άλλο.
Έκπληκτος είδε τους Σπαρτιάτες να μην ασχολούνται καθόλου μαζί του. Άλλοι ακόνιζαν τα όπλα τους, άλλοι γυάλιζαν τις ασπίδες τους και άλλοι λούζονταν και χτένιζαν τα μαλλιά τους.
Ο Πέρσης, μη πιστεύοντας στα μάτια του, αποχώρησε σε λίγο και ανέφερε τα όσα είδε στον Ξέρξη.
Όταν ο Ξέρξης άκουσε την αναφορά παραξενεύτηκε. Θεώρησε γελοιότητες όσα έκαναν οι Σπαρτιάτες και ζήτησε να παρουσιαστεί ενώπιόν του ο εξόριστος βασιλιάς της Σπάρτης, ο Δημάρατος, που τον συνόδευε.
Πράγματι ο Δημάρατος εμφανίστηκε, άκουσε τον Ξέρξη να του μεταφέρει τα όσα είδε ο ανιχνευτής και είπε:
«Σου είχα μιλήσει για τους άνδρες αυτούς, αλλά εσύ τότε γελούσες. Τώρα άκουσέ με και πάλι. Οι άνδρες αυτοί έχουν έρθει εδώ για να πολεμήσουν για την κατοχή του περάσματος και για αυτό ακριβώς προετοιμάζονται. Είναι δε έθιμο να καλλωπίζονται όταν πρόκειται να πολεμήσουν μέχρι το θάνατο».
Ο Ξέρξης, στο άκουσμα των λόγων αυτών, εξέφρασε και πάλι τις αμφιβολίες του για το πως ήταν δυνατόν τόσο λίγοι άνδρες να του αντισταθούν.
Ο Δημάρατος τον κοίταξε κατάματα και του είπε: «Βασιλιά, θεώρησέ με ψεύτη, αν όσα σου είπα δε βγουν αληθινά».
Ο Ξέρξης και πάλι δεν πείστηκε και αποφάσισε να περιμένει λίγο, δίνοντας χρόνο στους Έλληνες να λογικευτούν.
Πέρασαν τρεις μέρες.
Ο Ξέρξης, θεωρώντας ότι ήδη είχε αφήσει πολύ χρόνο στους Έλληνες φρουρούς των στενών, αποφάσισε να συντρίψει τη «γελοία» αντίστασή τους.
Διέταξε μάλιστα τους άνδρες του να συλλάβουν ζωντανούς τους άνδρες του Λεωνίδα!
Αποφάσισε μάλιστα να αναθέσει την τιμή της πρώτης επίθεσης στους Μήδους και ειδικότερα στους απογόνους των πεσόντων στον Μαραθώνα.
Οι Μήδοι, μαζί με τους Πέρσες ήταν οι πλέον επίλεκτοι πολεμιστές της αυτοκρατορίας.
Ο χρόνος θα έδειχνε το εάν θα μπορούσαν να συγκριθούν με τους Έλληνες οπλίτες.
Τρομερός θόρυβος κάλυψε ολόκληρη την πεδιάδα της Τραχίνας.
Σάλπιγγες, τύμπανα, ιαχές, συντάρασσαν την ατμόσφαιρα.
Οι Μήδοι ετοιμάζονταν. Λάμβαναν θέσεις για την επίθεση, υπό τις επευφημίες ολόκληρου του στρατού.
Οι Έλληνες, χωρίς φωνές, ατάραχοι, απάντησαν συνασπιζόμενοι μπροστά από το τείχος.
Σύμφωνα με την παράδοση ο Ξέρξης είχε στείλει αγγελιαφόρο να ζητήσει από τους Έλληνες την παράδοση των όπλων τους, λέγοντας ότι μόνο από τα βέλη που θα ριχτούν εναντίον τους θα σκοτεινιάσει το φως του ήλιου.
Ο Σπαρτιάτης Διηνέκης απάντησε τότε: «Καλά νέα μας φέρνεις ξένε, γιατί θα πολεμήσουμε στη σκιά».
Την τελική απάντηση όμως έδωσε ο ίδιος ο Λεωνίδας λέγοντας το περίφημο «Μολών Λαβέ».
Ύστερα από αυτό οι Μήδοι επιτέθηκαν.
Αν και ήταν πολλές χιλιάδες, μόνο λίγες εκατοντάδες πέρασαν από το πρώτο στενό και πλησίασαν το δεύτερο.
Οι Έλληνες τους περίμεναν με προτεταμένα τα δόρατα, με τις ασπίδες να εφάπτονται, με τα κράνη και τις κνημίδες να αστράφτουν στο λαμπερό φως του καλοκαιρινού ήλιου.
Ένα χάλκινο τείχος ορθωνόταν ενώπιον των Μήδων.
Οι Μήδοι προχώρησαν λίγο. Κατόπιν σταμάτησαν και άρχισαν να ρίχνουν βέλη μανιασμένα.
Ο ουρανός πραγματικά σκεπάστηκε, σύμφωνα με την «προφητεία» του Πέρση αγγελιαφόρου. Οι Έλληνες όμως δε λύγισαν.
Υπέμειναν με θάρρος το μηδικό «μπαράζ». Αμέσως μετά εφόρμησαν. Οι Μήδοι ακολούθησαν και σε λίγες στιγμές είχαν εμπλακεί σε μάχη σώμα με σώμα με τους Έλληνες.
Οι τελευταίοι, με αργό, ρυθμικό βήμα προσέγγισαν. Ύψωσαν τα δόρατα σε υψηλή λαβή και σαν ένας άνθρωπος ρίχτηκαν με τις ασπίδες τους πάνω στους απέναντί τους Μήδους, από τους οποίους μόνο οι άνδρες του πρώτου ζυγού έφεραν μεγάλες ποδήρεις ασπίδες.
Με αυτές σχημάτιζαν ένα φράγμα, πίσω από το οποίο οι άνδρες των λοιπών ζυγών έβαλαν με τα τόξα τους. Οι Έλληνες, με την τεχνική του ωθισμού, διέσπασαν το εχθρικό φράγμα των ασπίδων και άρχισαν να θερίζουν τους άτυχους Μήδους.
Τα κοντά δόρατα και οι ακινάκες (μικρά σπαθιά) των Μήδων ελάχιστη εντύπωση προκαλούσαν στους θωρακισμένους Έλληνες οπλίτες, τα δόρατα των οποίων σκόρπιζαν το θάνατο.
Οι Μήδοι πολέμησαν γενναία, απεγνωσμένα γενναία. Τίποτα όμως δεν κατάφεραν.
Σιγά – σιγά ένας μακάβριος σωρός από μηδικά κουφάρια άρχισε να σχηματίζεται, σε όλη την έκταση μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου στενού.
Οι Έλληνες, απωθώντας συνεχώς τους αντιπάλους τους, πατώντας πάνω σε κομματιασμένες ανθρώπινες σάρκες, σε ακρωτηριασμένους Μήδους που σπαρταρούσαν, τους πέταξαν έξω από τη στενωπό. Υπό την πίεση της μάζας όμως οι Μήδοι δε σταμάτησαν τον αγώνα.
Όσοι ήταν μπροστά δε μπορούσαν να υποχωρήσουν, πιεζόμενοι από τους χιλιάδες που βρίσκονταν πίσω τους.
Πίσω δε από όλους βρισκόταν αξιωματικοί με μαστίγια που κτυπούσαν κάθε ταλαίπωρο που προσπαθούσε να ξεφύγει από το σφαγείο αυτό.
Ακόμα και υπό τις συνθήκες αυτές όμως οι Μήδοι τελικά τσακίστηκαν. Χιλιάδες έπεσαν από τα Ελληνικά όπλα και χιλιάδες ποδοπατήθηκαν.
Όσοι επέζησαν τράπηκαν τελικά σε φυγή.
Ο Ξέρξης φυσικά θορυβήθηκε, αλλά διέταξε τους Κίσσιους και τους Σάκες να επιτεθούν εναντίον των Ελλήνων.
Οι Έλληνες, μετά την εξόντωση των Μήδων είχαν υποχωρήσει και πάλι στις αρχικές τους θέσεις, αφήνοντας και τα νέα κύματα των ορδών του Ξέρξη να παγιδευτούν στο στενό. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε.
Και οι Κίσσιοι με τους Σάκες αφανίστηκαν με τον ίδιο τρόπο, στρώνοντας με τα νεκρά κορμιά τους την ελληνική γη.
Αυτή τη φορά ο Ξέρξης πετάχτηκε από το θρόνο του. Άφριζε μανιασμένος και ακατανόητες λέξεις έβγαιναν από το στόμα του.
Φώναξε κοντά του τον Υδάρνη, τον διοικητή της προσωπικής του φρουράς, των 10.000 Αθανάτων, των καλύτερων πολεμιστών ολόκληρης της αυτοκρατορίας του.
Αυτή τη φορά θα νικούσε. Ήταν βέβαιος.
Ο Υδάρνης παρέταξε τους άνδρες του και επιτέθηκε με τον ίδιο τρόπο, όπως και τα προηγούμενα περσικά σώματα. Οι Έλληνες του απάντησαν επίσης με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Οι Αθάνατοι, οι καλύτεροι πολεμιστές της Περσικής Αυτοκρατορίας, φάνηκαν πολύ λίγοι απέναντι στους Έλληνες και ειδικά απέναντι στους Σπαρτιάτες Ομοίους, τους καλύτερους πολεμιστές του Αρχαίου Κόσμου.
Οι επίλεκτοι άνδρες των δύο στρατών συγκρούονταν για πρώτη φορά. Οι Σπαρτιάτες πραγματοποίησαν άθλους. Ωθούσαν, χτυπούσαν με τα δόρατα , σκότωναν, πατούσαν πάνω από τους νεκρούς και συνέχιζαν.
Οι Αθάνατοι, με φανατισμό άντεχαν. Προσπαθούσαν να απαντήσουν.
Έπεφταν όμως πάνω στο ορειχάλκινο τείχος των ασπίδων. Τσακίζονταν, καταπατούνταν. Ο Ξέρξης έζησε την υπέρτατη ντροπή. Είδε τους φρουρούς του να κομματιάζονται. Τρόμαξε, φοβήθηκε, έβραζε από οργή.
Τελικά με σκυμμένο κεφάλι διέταξε την υποχώρηση όσων Αθανάτων είχαν επιζήσει. Έτσι τελείωσε η πρώτη μέρα της μάχης, της τιτανομαχίας των Θερμοπυλών.
Πίσω στα στενά ο Λεωνίδας, αφού εγκατέστησε τη συνήθη φρουρά, άφησε να αναπαυτούν οι κατάκοποι, αλλά νικητές άνδρες του.
Το ηθικό των ανδρών του δεν ήταν απλώς υψηλό. Οι στιγμές ήταν μεγαλειώδεις και οι Έλληνες το γνώριζαν.
Μόνο ο Ακαρνάνας μάντης , ο Μεγιστίας, σύμφωνα με τη διήγηση του Ηροδότου, ο οποίος μαζί με το γιο του συνόδευαν εθελοντικά το ελληνικό τμήμα, ήταν σκεπτικός. Ο Λεωνίδας τον ρώτησε τι είχε και ο μάντης απάντησε ότι στις θυσίες που είχε τελέσει είχε δει μονάχα θάνατο.
Ο Λεωνίδας, με απόλυτη ψυχραιμία δεν είπε τίποτα. Τον παρακάλεσε μόνο να μην αναφέρει σε κανέναν άλλο το γεγονός.
Την επομένη, 19η Αυγούστου, ο Ξέρξης διέταξε τους άνδρες του να εξαπολύσουν νέα επίθεση κατά των υπερασπιστών του περάσματος.
Υπολόγιζε ότι οι λίγοι Έλληνες θα είχαν αποκάμει από την ολοήμερη μάχη της προηγούμενης ημέρας και πως εύκολα πια θα υπέκυπταν.
Ο Λεωνίδας όμως είχε διαφορετική άποψη. Εναλλάσσοντας συνεχώς τα διάφορα τμήματα, αντιμετώπισε με απόλυτη επιτυχία τις συνεχείς περσικές επιθέσεις.
Οι Πέρσες, όπως και την προηγουμένη, σφαγιάστηκαν κατά χιλιάδες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Ξέρξης 3 φορές αναπήδησε από τον θρόνο του, ενώπιον του μεγέθους της καταστροφής.
Οι Έλληνες πάντως, από κάποια στιγμή και έπειτα, αρνήθηκαν να εναλλάσσουν τους ζυγούς τους και όλοι μαζί ρίχτηκαν με φονική ορμή στους εχθρούς, ‘αποδιδόμενοι σε άμιλλα ανδρείας’, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.
Έτσι έληξε και η δεύτερη μέρα της μάχης των Θερμοπυλών.
Τον Ξέρξη ανέλαβε να βγάλει όμως από το αιματηρό αδιέξοδο, στο οποίο είχε παγιδευτεί, δυστυχώς ένας Έλληνας, ο Τραχίνιος Εφιάλτης.
Αυτός, με αντάλλαγμα το περσικό χρυσάφι, υπέδειξε στους εχθρούς την Ανοπαία οδό, την ύπαρξη της οποίας έως τότε αγνοούσαν.
Αμέσως ο Ξέρξης διέταξε τον Υδάρνη να βαδίσει με 20.000 άνδρες μέσα στη νύκτα, ώστε το επόμενο πρωί να βρίσκεται στα νώτα των Ελλήνων υπερασπιστών του στενού. Έτσι και έγινε.
Αλλά και ο Λεωνίδας ενημερώθηκε για την προδοσία από έναν Έλληνα αυτόμολο, τον Τυρραστιάδα, από την Αιολική Κύμη, «άνδρας φιλόκαλος τε και τον τρόπον αγαθός», κατά τον Διόδωρο.
Ο Τυρραστιάδας εξήγησε στο Λεωνίδα ότι μέχρι το επόμενο πρωί θα είχαν περικυκλωθεί. Αμέσως, ο ηλικιωμένος βασιλιάς της Σπάρτης συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο, εξηγώντας στους επικεφαλής των τμημάτων την κατάσταση.
Αφού άκουσε όλες τις γνώμες, ο Λεωνίδας έλαβε την απόφασή του. Ο ίδιος με τους 300 Σπαρτιάτες θα έμενε στο στενό. Οι υπόλοιποι σύμμαχοι θα αποχωρούσαν. Η απόφαση του Λεωνίδα ήταν απόλυτα λογική και πρακτική.
Δεν είχε επίσης σε τίποτε να κάνει με τους σπαρτιατικούς νόμους, οι οποίοι, φυσικά, δεν απαγόρευαν την υποχώρηση, όταν δεν υπήρχε περίπτωση επιτυχίας.
Ο Λεωνίδας θα έμενε για να καλύψει την υποχώρηση των συμμάχων, εφόσον σε διαφορετική περίπτωση, με το πρώτο φως της ημέρας, το περσικό ιππικό θα προλάβαινε στην ανοικτή πεδιάδα τους Έλληνες που υποχωρούσαν και θα τους κατάκοβε. Αυτός είναι ο λόγος που ο Λεωνίδας αποφάσισε να παραμείνει και να θυσιαστεί, ως πραγματικός ηγέτης, με τους άνδρες του.
Με κοινή τους απόφαση, στο πλάι των Σπαρτιατών, αποφάσισαν να πεθάνουν και οι 700 Θεσπιείς, έχοντας επικεφαλής τον Διθύραμβο.
Ο Λεωνίδας κράτησε, με τη βία, μαζί του και τους 400 Θηβαίους. Όλοι οι υπόλοιποι πολεμιστές άρχισαν να αποχωρούν από τις πρώτες βραδινές ώρες, ύστερα από έναν συγκινητικό αποχαιρετισμό με τους μελλοθάνατους συμπολεμιστές τους.
Επίσης, δίπλα στον Σπαρτιάτη βασιλιά παρέμεινε εθελοντικά ο μάντης Μεγιστίας, αφού έστειλε πίσω τον γιο του.
Το ίδιο βράδυ, όπως αναφέρει ο Διόδωρος, ένα επίλεκτο απόσπασμα Ελλήνων, επιτέθηκε κρυφά στο περσικό στρατόπεδο, με σκοπό να σκοτώσει τον Ξέρξη.
Το επεισόδιο αυτό δεν αναφέρεται πουθενά από τον πολύ κοντινότερο στα γεγονότα Ηρόδοτο, και γενικά η ιστορικότητά του αμφισβητείται.
Σύμφωνα με την διήγηση του Διόδωρου πάντως, το εγχείρημα έγινε, αλλά απέτυχε, με τον Ξέρξη να γλιτώνει την τελευταία στιγμή.
Καθώς η νύκτα προχωρούσε οι δυνάμεις του Υδάρνη βάδιζαν, με οδηγό τον Εφιάλτη, στο μονοπάτι. Βαδίζοντας έφτασαν στις θέσεις των Φωκέων φρουρών του μονοπατιού. Οι τελευταίοι, βρέθηκαν ξαφνικά ενώπιον χιλιάδων εχθρών και αποτραβήχτηκαν λίγο ψηλότερα στο βουνό, όπου και έλαβαν θέσεις, έτοιμοι για τον μέχρις εσχάτων αγώνα.
Οι Πέρσες όμως τους αγνόησαν και ο όγκος τους συνέχισε να βαδίζει κατά μήκος του μονοπατιού. Γύρω στις 07.00 το πρωί της 20ης Αυγούστου ο Ξέρξης είχε επίσης ετοιμάσει τους άνδρες του για κατά μέτωπο επίθεση.
Ο Λεωνίδας και οι άνδρες του ήταν, όμως, ήδη έτοιμοι.
Με απίστευτη ορμή οι 1.000 Έλληνες επιτέθηκαν, ψάλλοντας τον παιάνα, κατά των εκατοντάδων χιλιάδων εχθρών, στο χώρο μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου στενού.
Ήταν η «επί θανάτου έξοδος» που αναφέρει ο Ηρόδοτος. Κάνοντας θραύση στους εχθρούς, οι Έλληνες κατόπιν υποχώρησαν μέσα στο στενό.
Εκεί δέχτηκαν την περσική επίθεση, την οποία απέκρουσαν και καταδίωξαν μάλιστα τους εχθρούς και πάλι έξωθεν του στενού. Οι μελλοθάνατοι ήρωες πολεμούσαν με παραφροσύνη. Τα δόρατα έσπασαν, τα σπαθιά σύρθηκαν από τα θηκάρια και σκόρπιζαν τον θάνατο.
Τέσσερις φορές οι ζωντανοί νεκροί έστρεψαν τα περσικά ανθρώπινα κύματα σε φυγή. Μέσα στο χαλασμό ο μέγας της Σπάρτης βασιλιάς, ο Λεωνίδας, έπεσε. Οι Πέρσες προσπάθησαν να αρπάξουν το σώμα του. Οι άνδρες του όμως κατάφεραν και τράβηξαν το νεκρό βασιλιά πίσω, αφού τσάκισαν την εχθρική απόπειρα, σκοτώνοντας και δύο αδελφούς του Ξέρξη.
Τότε όμως ήταν που φάνηκε ο Υδάρνης με το τμήμα του. Αμέσως όσοι Έλληνες ζούσαν ακόμα υποχώρησαν βιαστικά και πήραν θέσεις σε έναν μικρό λοφίσκο, πίσω από το Φωκικό Τείχος. Εκεί θα έδιναν την τελευταία τους μάχη, την τελευταία τους πνοή.
Το γνώριζαν, αλλά δε δείλιασαν. Με τα σπασμένα τους δόρατα, τις κατατρυπημένες τους ασπίδες, τα σπαθιά, με το καυτό αίμα των εχθρών ακόμα επάνω τους, με το δικό τους αίμα να τρέχει άφθονο από τις δεκάδες πληγές που ο καθένας τους έφερε στο σώμα, οι Έλληνες των Θερμοπυλών, τάχθηκαν για την τελική άμυνα. Οι Θηβαίοι μόνο έσπευσαν να παραδοθούν.
Οι Πέρσες, εκατοντάδες χιλιάδες από αυτούς, κύκλωσαν τους ήρωες. Εκείνοι τους κοιτούσαν με βλέμμα αγέρωχο. Τι είχαν να φοβηθούν. Ακόμα και το θάνατο είχαν νικήσει. Μια βροχή από βέλη και όλα τελείωσαν. Οι βάρβαροι δεν τόλμησαν καν να τους αποτελειώσουν με τα όπλα.
Η μάχη των Θερμοπυλών είχε λήξει. Οι βάρβαροι πέρασαν τελικά. Οι υπερασπιστές, έπεσαν όλοι, έχοντας σκοτώσει τουλάχιστον 20.000 από τους άνδρες του Ξέρξη.
Ο ξεπεσμένος εκείνος βασιλιάς, για να μειώσει τις εντυπώσεις και τον τρόμο που είχε καταβάλει το στρατό του, διέταξε να γδυθούν οι νεκροί και παρουσίασε τους χιλιάδες δικούς του νεκρούς για Έλληνες και τους λίγους Έλληνες νεκρούς για Πέρσες.
Οι νεκροί ήρωες ενταφιάστηκαν εκεί που έπεσαν. Ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης ότι ο Ξέρξης διέταξε την αποκοπή του κεφαλιού του Λεωνίδα, το οποίο κάρφωσε σε ένα κοντάρι. Μετά την οριστική εκδίωξη των Περσών οι ευγνώμονες Έλληνες ανέγειραν προς τιμήν τους μνημεία.
Στο κενοτάφιο των Σπαρτιατών αναγράφηκε το περίφημο επίγραμμα του Σιμωνίδη : «Ο ξείν αγγέλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα, τοίς κοίνων ρήμασι πειθόμενοι», δηλαδή «Ξένε, ανήγγειλε στους Λακεδαιμόνιους, ότι εδώ είμαστε θαμμένοι, πιστοί στον κοινό μας Νόμο».
Ένα άλλο μνημείο δημιουργήθηκε για τον μάντη Μεγιστία. Το επίγραμμα στον τάφο του αναφέρει : «Το μνήμα αυτό κλείνει μέσα του τον Μεγιστία που τον σκότωσαν οι Μήδοι όταν πέρασαν το Σπερχειό. Αυτός, ως μάντης, γνώριζε τι θα συμβεί. Δεν εγκατέλειψε όμως της Σπάρτης τον ηγέτη».
Ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης, ότι ο Σπαρτιάτης Εύρυτος, αν και είχε τυφλωθεί, ζήτησε από τον υπηρέτη του να τον οδηγήσει στη μάχη. Εκεί προσπάθησε να πολεμήσει, δια της ακοής και φυσικά σκοτώθηκε αμέσως. Δύο ακόμα Σπαρτιάτες επέζησαν της μάχης.
Ο πρώτος, ο Αριστόδημος, δεν βρισκόταν στο πεδίο της μάχης, για άγνωστο λόγο. Επέστρεψε στη Σπάρτη, όπου αντιμετώπισε τη γενική περιφρόνηση. Εξιλεώθηκε μαχόμενος ηρωικά και πέφτοντας στη μάχη των Πλαταιών. Ο δεύτερος, ο Παντίτης, αυτοκτόνησε από ντροπή.
Και οι δύο πάντως δεν έλαβαν μέρος στην τελική φάση της μάχης, για λόγους πέραν της θέλησής τους. Σε ότι αφορά τον προδότη Εφιάλτη, οι Έλληνες τον επικήρυξαν με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Τελικά τον σκότωσαν συντοπίτες τους, για να ξεπλύνουν την ντροπή που αντιπροσώπευε για την πόλη τους.
του Παντελή Καρύκα
Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου