ποτέ δεν βγήκατε ταξίδι
εκεί που ζούσε η Μπουμπουλίνα
Ύδρα, Ψαρά και Γαλαξίδι»
Νικ. Γκάτσος
Δάσκαλος, Κιλκίς
Μεγάλη πνευματική φυσιογνωμία, ο Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945), κολοσιαία η προσφορά του στην νεοελληνική ιστορία, ιδίως του Εικοσιένα.
....ανάδειξη της Παλιγγενεσίας ήταν, μεταξύ άλλων, η ανακάλυψη, η αποκρυπτογράφηση, λόγω της δύστροπης γραφής, και η έκδοση των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη (1907), η βιογραφική αρχειακή μελέτη του για τον Καραϊσκάκη, την οποία έγραψε με τρεμάμενα χέρια, εν μέσω της βαρυχειμωνιάς της Κατοχής (1943), και πολλά άλλα σπουδαία έργα, με τα οποία ξαναζωντανεύει, με την στιβαρή και πλούσια, δημώδη γλώσσα του, τα «Μεγάλα Χρόνια».
Πολλές φορές αποσπώ από το βιβλίο, ιστορίες του Βλαχογιάννη και τις διδάσκω στους μαθητές μου, να γνωρίσουν τα παιδιά ότι κάποτε σε τούτο τον κατασυκοφαντημένο τόπο, ζούσαν άνθρωποι, απροσκύνητοι και αδούλωτοι λεβέντες, που ανέβαιναν στα κορφοβούνια για, «Να ‘χουν τα βράχια αδέρφια τους, τα δέντρα συγγενάδια,/ να τους ξυπνούν οι πέρδικες, να τους κοιμούν τα αηδόνια/και στην κορφή της Λιάκουρας να κάνουν το σταυρό τους…».
Αφήσαμε κι όλο αυτό το νεοταξικό κηφηναριό, να διοχετεύσει τις κουτσουλιές του μες στην εκπαίδευση, να «μορφώνουμε» ραγιάδες, «σκυφτούς για το χαράτσι» όπως γράφει ο Παλαμάς στο έξοχο ποίημά του «Γύριζε».
Το έχω ξαναγράφει: Το μέλλον της πατρίδας δεν κρίνεται στο ερεβώδες «Μαξίμου» ούτε στην Βουλή των ασυστόλων ή από τους αργυραμοιβούς των Βρυξελλών.
Λάμπει η πίστη και η φιλοπατρία στα αιματοβαμμένα κείμενα των αγωνιστών.
Από τα «Μεγάλα Χρόνια» του Βλαχογιάννη, για να επανέλθω, μοίρασα και διαβάσαμε στην τάξη μου, ένα καταπληκτικό κείμενο με τίτλο «ο χαρακόπος».
«Ο γέρος, εκεί που ψυχοπάλευε, φώναξε το παιδί του, τον ακριβό του κληρονόμο.
Του είπε:
-Ο ήρωας ο παππούς σου πεθαίνοντας μου άφησε ένα θησαυρό, αυτόν που βλέπεις. (Και τούδειξε ένα κουτί χρυσόδετο).
Πέθανε ο γέρος. Κι ο νιος σ’ όχι πολλά χρόνια σκόρπισε τ’ αγαθά που απόχτησε άκοπα και λέρωσε και τ’ όνομά του το πατρογονικό. Το κουτί όμως δεν το πείραζε, όχι σαν ιερό πράμα που ήταν, αλλά σαν καταφύγιό του στερνό που θα γινότανε μία μέρα.
Τέλος έσωσε τα λιγοστά λεφτά που τούμεναν. Έφτασε και στο κουτί.
Έπιασε τ’ άνοιξε μ’ αντικλείδι. Κ’ ηύρε μέσα κόκκαλα ξερά και τίποτ’ άλλο.
Άξαφνα παρηγορήθηκε. Έκλεισε πάλι με φροντίδα το κουτί. Το πήρε και το πήγε σ’ έναν τοκογλύφο.
-Σου φέρνω το ιερώτερο κειμήλιο του σπιτιού μου, είπε του παππού τα κόκκαλα. Δάνεισέ μου ένα κατοστάρικο.
Ο τοκιστής χωρίς ν’ ανοίξη το κουτί, το κύτταξε απόξω με προσοχή.
-Το κουτί σου δεν αξίζει και μεγάλα πράματα, είπε.
-Χάρισμά σου το κουτί, αποκρίθηκε το παληκάρι. Εγώ σου πουλώ τα κόκκαλα. Τα θέλεις;
Ο τοκοφλύφος χαμογέλασε. Αμίλητος, έδωσε το κατοστάρικο. Άδειασε ύστερα τα κόκκαλα μέσ’ τα σκουπίδια και κράτησε μονάχα το κουτί».
Αυτή είναι νομίζω η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Έτσι με τον αψύ, βουνίσιο λόγο του Βλαχογιάννη, μαθαίνουν και εύκολα κατανοούν, το δράμα της πατρίδας τους, τα μικρά παιδιά.
Στο κείμενο του Βλαχογιάννη συλλαβίζουμε την νεότερη ιστορία μας.
Είμαστε μία μικρή χώρα. «Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τους αγώνες του λαού της, τη θάλασσα και το φως του ήλιου».
Το κουτί, η χρυσόδετη λειψανοθήκη-τα κόκκαλα των Ελλήνων, τα ιερά-είναι (ήταν;) ο ατίμητος θησαυρός μας.
Οι γιοί τους, οι πατεράδες μας, μέχρι την γενιά του ’40, κρατούσαν το δεντρολίβανο της πίστεως και της φιλοπατρίας και θυμιάτιζαν το Εικονοστάσι του Γένους. Μεθούσαν με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα.
Και μετά μας πλάκωσαν τα μιάσματα του φραγκολεβαντινισμού και τα αποστήματα της δυτικολαγνείας, «οι νάνοι, οι ανορθούμενοι επ’ άκρων ονύχων» που σκόρπισαν τα αγαθά που απόχτησαν άκοπα και λέρωσαν και τ’ όνομα το πατρογονικό. («Παλιόψαθα των Εθνών», ο καημός του Μακρυγιάννη.
Έσωσαν τα λεφτά, γευτήκαμε και τις γουρουνοτροφές, τα ξυλοκέρατα και, αντί να επιστρέψουμε στο πατρογονικό μας αρχοντικό, πήγαμε στους τοκογλύφους, στις χαμογελαστές συμμορίες της οικουμένης.
Επαίτες, ψωμοζητούντες, εκλιπαρούμε για ένα «κατοστάρικο», μια δόση δανείου, πουλώντας τα κόκκαλα, την λειψανοθήκη της μνήμης και της αξιοπρέπειας.
Ρώτησα τους μαθητές μου. Και τώρα τι κάνουμε εμείς, οι γιοί, οι ανίατα χαροκόποι; (=γλετζέδες);
«Να πάμε να ψάξουμε στα σκουπίδια, να φτιάξουμε καινούργια λειψανοθήκη». «Να γίνουμε και εμείς σαν τους παππούδες μας». (Αθώες ψυχές, όπως τις έπλασε ο Θεός. Εμείς, οι τρανοί, θα γελάσουμε με ειρωνεία. Έχει γεμίσει φωλιές φόβου, απιστίας και δουλοπρέπειας η ψυχή μας).
Και όταν σε ρωτάει ο μικρός μαθητής, «εσείς τι λέτε να κάνουμε, κύριε;», τι απαντάς; Έχω μες στην αίθουσα, κρεμασμένα στους τοίχους, κάδρα των αγωνιστών του ’21. (Η μόδα είναι να αναρτούμε αφίσες με γατάκια, σκυλάκια ή διάφορες νεοταξικές σαχλαμάρες).
Έδειξα με το χέρι μου την Μπουμπουλίνα, τον Μάρκο, τον Παύλο Μελά και ψέλισσα – δεν είχα άλλη απάντηση, ντρέπομαι για την Ελλάδα που τους παραδίδουμε- να, ό,τι έκαναν αυτοί…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου