Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Οι επενδυτικές ύαινες.

http://www.analyst.gr/wp-content/uploads/2016/03/%CE%95%CE%99%CE%9A%CE%9F%CE%9D%CE%91-%CF%87%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AD%CF%82-%CE%95%CE%BE.-235x140.jpg
Τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, εξειδικευμένα στην αγορά και πώληση κόκκινων δανείων, υποτιμημένων και προβληματικών περιουσιακών στοιχείων (distressed funds), λειτουργούν ως σύνδικοι πτώχευσης – οι οποίοι τρέφονται από τις χρεοκοπίες

.«Οι περισσότεροι Έλληνες δεν κατανόησαν ποτέ πως η δική τους ασφάλεια και ευημερία είναι άμεσα εξαρτημένη από αυτήν του κράτους τους – γεγονός που αποτελεί έναν από τους βασικότερους λόγους της χρεοκοπίας της Ελλάδας».

Ανάλυση


Τα κόκκινα δάνεια, αυτά δηλαδή που δεν εξυπηρετούνται από τους οφειλέτες τους ως εύλογο αποτέλεσμα της κρίσης, αφού μειώθηκαν ραγδαία τα εισοδήματα ενώ κατέρρευσαν οι τιμές των παγίων περιουσιακών στοιχείων, οπότε βαλτώνουν στους ισολογισμούς των τραπεζών, είναι ένα από τα μεγάλα θέματα που απασχολούν σήμερα τη χώρα μας – τόσο την κυβέρνηση, όσο και τους Πολίτες. Ως εκ τούτου, θεωρήσαμε σκόπιμη μία μικρή........ αναφορά μας στα κερδοσκοπικά κεφάλαια που θα τα εξαγοράσουν  – ειδικότερα τα εξής:

Στη διεθνή ορολογία, αυτού του είδους τα δάνεια ονομάζονται χρεόγραφα σταθερού εισοδήματος, λόγω των τόκων που αποδίδουν – ενώ διακρίνονται στα τιτλοποιημένα ενυπόθηκα στεγαστικά (RMBS), στα τιτλοποιημένα ενυπόθηκα εμπορικών ακινήτων (CMBS), στα τιτλοποιημένα επιχειρηματικά δάνεια (CLO), καθώς επίσης στα υπόλοιπα τιτλοποιημένα (general asset backed securities – ABS).

Η λέξη «τιτλοποιημένα» σημαίνει πως αφού έχουν συσκευασθεί πολλά μαζί από τις τράπεζες σε ένα προϊόν, στη συνέχεια το προϊόν αυτό πουλήθηκε σε επενδυτικές εταιρείες – κάτι που έχει δρομολογηθεί ήδη μετά το 2006, από ορισμένες ελληνικές τράπεζες (μεταξύ άλλων από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων χωρίς να ενημερωθούν οι δανειολήπτες, όπως όφειλε και συνέβαινε με άλλες τράπεζες).

Σε κάθε περίπτωση, τα τιτλοποιημένα δάνεια που έχουν πουληθεί ανήκουν πλέον στους νέους ιδιοκτήτες τους – οπότε μόνο με αυτούς μπορεί να διαπραγματευθεί ο εκάστοτε οφειλέτης, σε σχέση με την αναδιάρθρωση τους, με το ύψος των επιτοκίων, με την εξόφληση τους κοκ.
Συχνά βέβαια οι ίδιες οι τράπεζες είναι ιδιοκτήτες ή μέτοχοι των συγκεκριμένων εταιρειών, χωρίς όμως να γίνεται γνωστό δημόσια – συνήθως επειδή δεν θέλουν να χάσουν τα κέρδη από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, ενώ δεν επιθυμούν να εκτεθούν οι ίδιες στους πελάτες τους με τις μεθόδους είσπραξης που χρησιμοποιούνται.

Όσον αφορά τώρα γενικότερα τον κλάδο των επενδύσεων σε προβληματικά δάνεια (Distressed Investing), αφορά κυρίως την εξυγίανση των επιχειρήσεων – όπου ο επενδυτής αγοράζει τα δάνεια ή τις μετοχές εταιριών που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, σε μία πολύ χαμηλή τιμή. Ευελπιστεί βέβαια πως θα αποκομίσει κέρδη από την επιτυχημένη ανάκαμψη τους, ενώ συχνά συμμετέχει ο ίδιος στη διαδικασία – διαθέτοντας εξειδικευμένα στελέχη, τα οποία είναι σε θέση να εξυγιάνουν μία επιχείρηση.

Οι επενδύσεις όμως σε προβληματικούς τομείς, όταν πρόκειται για δομημένα πιστωτικά προϊόντα (Structured Credits), ακολουθούν άλλους κανόνες – αφού το αντικείμενο τους είναι συνήθως τα τιτλοποιημένα δάνεια ή αξιόγραφα. Αυτά συμπεριλαμβάνουν εκατοντάδες εταιρείες οφειλέτες (CLO) ή πολλές χιλιάδες ενυπόθηκα στεγαστικά (RMBS) – ακόμη και εκατομμύρια, όπως συμβαίνει με τα καταναλωτικά δάνεια και με τις πιστωτικές κάρτες.

Στην προκειμένη περίπτωση η εξυγίανση ή η «ρευστοποίηση» του οφειλέτη, η πώληση δηλαδή όλων των περιουσιακών του στοιχείων για την κάλυψη των υποχρεώσεων του, δεν ευρίσκεται σε πρώτη προτεραιότητα. Αυτό που επιδιώκεται αρχικά είναι η πληρωμή για την εξαγορά των συγκεκριμένων δανείων μίας όσο το δυνατόν χαμηλότερης τιμής – η οποία να είναι κατά πολύ μικρότερη από την πραγματική τους αξία, από την αξία δηλαδή της άμεσης ρευστοποίησης τους. Η αιτία είναι το ότι, το κέρδος εδώ δεν προέρχεται από την εξυγίανση, αλλά από την αγοραπωλησία υποτιμημένων στοιχείων του ενεργητικού.

Για παράδειγμα, όταν εξαγοράζεται το ενυπόθηκο δάνειο ενός σπιτιού, αξίας 100.000 €, ενώ η εμπορική τιμή του σπιτιού τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή είναι 50.000 €, τότε οι επενδυτικές ύαινες δεν πληρώνουν φυσικά 50.000 € ή 40.000 € για την εξαγορά του δανείου – αλλά 5.000 € ή 10.000 €, έτσι ώστε να μπορέσουν να πουλήσουν το σπίτι αμέσως μετά σε τιμή ευκαιρίας, υποθετικά έναντι 20.000 €, οπότε να αποκομίσουν κέρδη χωρίς να χάσουν χρόνο.

Ο οφειλέτης βέβαια, ανάλογα με τη νομοθεσία που ισχύει σε κάθε χώρα, είναι δυνατόν να παραμείνει χρεωμένος με το υπόλοιπο του δανείου, απέναντι στην επενδυτική ύαινα – αφού αφαιρεθούν τα έσοδα από την πώληση του σπιτιού του και προστεθούν τα έξοδα της κατάσχεσης, καθώς επίσης του πλειστηριασμού.

Τότε, εάν έχει στην κατοχή του άλλα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία γνωρίζει η επενδυτική ενώ διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαπραγμάτευση της εξαγοράς του δανείου, στην τιμή που είναι τελικά πρόθυμη να πληρώσει, κατάσχονται επίσης – με στόχο την άμεση ρευστοποίηση τους.
.

Η λειτουργία των επενδυτικών υαινών


Συνεχίζοντας οι «επενδυτικές ύαινες» (η ονομασία προέρχεται από την ενασχόληση τους με οικονομικά πτώματα), στοχεύουν σε ένα μέσο ετήσιο ποσοστό κέρδους της τάξης του 20%. Για να το επιτύχουν δεν είναι υποχρεωμένες μόνο να εξασφαλίζουν χαμηλές τιμές αγοράς αλλά, επίσης, να γνωρίζουν τις συνθήκες που επικρατούν στην εκάστοτε χώρα που δραστηριοποιούνται, προβλέποντας επί πλέον το μέλλον – επειδή, για παράδειγμα, οι αλλαγές στην αγορά ακινήτων όσον αφορά τις τιμές, κατά 1%, μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα μεγάλες ζημίες ή κέρδη για το πακέτο που αποκτούν (RMBS), εάν αυξηθούν ή μειωθούν.

Ως εκ τούτου, η πολιτική ή/και η οικονομική αστάθεια μίας χώρας λειτουργεί αρνητικά, σε σχέση με τις τιμές που είναι πρόθυμες να προσφέρουν οι ύαινες – γεγονός που επεξηγεί γιατί ο όγκος των δανείων που διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά, σε εποχές μεγάλων αποκλίσεων μεταξύ προσφοράς και ζήτησης είναι μεν σεβαστός, αλλά όχι πολύ μεγάλος. Οι ευκαιρίες κερδοφορίας πάντως είναι πολλαπλές, επειδή διενεργούνται για μεγάλα χρονικά διαστήματα κατασχέσεις, πλειστηριασμοί και πωλήσεις λόγω ανάγκης.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, εάν για παράδειγμα προηγηθεί η συμφωνία της κυβέρνησης με τους δανειστές, όσον αφορά τη διαγραφή χρέους, η επιτυχημένη αξιολόγηση, καθώς επίσης η απομάκρυνση του κινδύνου χρεοκοπίας ή εξόδου από την Ευρωζώνη, τότε θα υπάρξει μία μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική σταθερότητα – λόγω της οποίας οι τιμές που θα διαμορφώνονταν στην αγορά ακινήτων και δανείων θα ήταν καλύτερες, με θετικά αποτελέσματα για τις τράπεζες και για τους δανειολήπτες. Εύλογα λοιπόν θεωρείται σωστή η καθυστέρηση της πώλησης των κόκκινων δανείων στις ύαινες, έως τα μέσα Απριλίου – αρκεί φυσικά να μεσολαβήσουν οι παραπάνω θετικές εξελίξεις.

Περαιτέρω, η πολύ μεγάλη ευαισθησία αρκετών δομημένων προϊόντων (τιτλοποιημένα δάνεια) στις οικονομικές μεταβλητές απαιτεί εξαιρετικές αναλυτικές ικανότητες, εκ μέρους των κερδοσκόπων – οι οποίες δεν αφορούν μόνο τη δομή, το περιεχόμενο δηλαδή των πακέτων αλλά, επίσης, τη μελλοντική εξέλιξη της χώρας. Το γεγονός αυτό απαιτεί σημαντικές γνώσεις και μέσα – τα οποία συνήθως διαθέτουν μόνο οι ισχυρές εταιρείες του κλάδου.

Ειδικότερα, τα πολυάριθμα δάνεια στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών πρέπει εν πρώτοις να αναλυθούν και στη συνέχεια να ανανεώνονται με τα μηνιαία στοιχεία – καθώς επίσης να συμπληρώνονται με προβλέψεις οικονομικών παραμέτρων, όπως είναι οι εμπορικές τιμές των ακινήτων, ο ρυθμός ανάπτυξης ή ύφεσης, η κατανάλωση, η ανεργία, η προθυμία (ηθική) πληρωμής σε εθνικό και τοπικό επίπεδο κοκ.

Εκτός αυτού οι δομικές ιδιαιτερότητες των εκάστοτε δανείων, οι οποίες στα ενυπόθηκα χαμηλής εξασφάλισης, όπως είναι ουσιαστικά τα περισσότερα δάνεια αυτού του είδους στην Ελλάδα σήμερα, υπολογίζεται πως υπερβαίνουν τις 20.000 διαφορετικές περιπτώσεις, θα πρέπει να είναι διαδικτυακά (on line) διαθέσιμες – ενώ στα πολύπλοκα μοντέλα αξιολόγησης, θα πρέπει να προστίθενται δεδομένα και προβλέψεις που εξετάζουν τις τιμές που προκύπτουν, όσον αφορά την ευρωστία τους (τη δυνατότητα δηλαδή να εισπραχθούν).

Επί πλέον, μεγάλο ρόλο διαδραματίζουν οι πάσης φύσεως ποιοτικές πληροφορίες, όπως είναι οι λεπτομερείς γνώσεις σε σχέση με τις πιστώτριες τράπεζες που είχαν αρχικά εγκρίνει τα δάνεια – που τα διαχειρίζονται κατά τη διάρκεια της συναλλαγής ή που προσπαθούν να τα εισπράξουν.
Για παράδειγμα, εάν υποθέσουμε πως η Εθνική Τράπεζα είχε πιο αυστηρές προϋποθέσεις σύναψης δανείων, ενώ διατηρεί καλύτερα τα στοιχεία τους και εισπράττει περισσότερα από ότι η Πειραιώς, τότε θα μπορούσε να τα πουλήσει στις ύαινες με υψηλότερες τιμές, από την ανταγωνίστρια της – οπότε η κερδοφορία της θα ήταν μεγαλύτερη.  

Περαιτέρω, αυτό που έχει πολύ μεγάλη σημασία για τα συγκεκριμένα κερδοσκοπικά κεφάλαια, είναι ο χρόνος που επιλέγουν για να προβούν στην αγορά των επισφαλών δανείων – όπου προφανώς η καλύτερη στιγμή είναι όταν οι τιμές βρίσκονται στο ναδίρ.

Το πόσο σημαντική είναι η επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής τεκμηριώθηκε από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης στις Η.Π.Α. – αφού όλα εκείνα τα κεφάλαια που επένδυσαν στα τέλη του 2007, υπέστησαν τεράστιες ζημίες. Λογικά λοιπόν στο παράδειγμα της Ελλάδας, δεν θα τα συμφέρει να αγοράσουν όταν (εάν) η οικονομική μας κατάσταση καλυτερεύσει – οπότε θα προσπαθούσαν να καθυστερήσουν τυχόν επιτυχημένες διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με την Τρόικα.

Σε κάθε περίπτωση, επειδή δεν είναι εύκολο να προβλέψει κανείς την καταλληλότερη εποχή, τα περισσότερα από τα περίπου 60 εξειδικευμένα κεφάλαια που διαχειρίζονται ποσά ύψους 100 δις €, «χτίζουν» τα χαρτοφυλάκια τους σταδιακά, σε ένα χρονικό διάστημα που κυμαίνεται από 6 έως 18 μήνες – με αποτέλεσμα η δομή τους να μοιάζει αρκετά συχνά με αυτήν των ιδιωτικών επενδυτικών εταιρειών (Private Equity Funds) που τοποθετούνται απ’ ευθείας σε υγιείς εταιρείες, σε μετοχές ή σε άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Σε αυτούς που τους προσφέρουν κεφάλαια χρεώνουν ένα ετήσιο ποσοστό διαχείρισης, καθώς επίσης μία προμήθεια επί των κερδών – όπως ακριβώς τα άλλα κερδοσκοπικά οχήματα (hedge funds).

Τέλος, οι διαχειριστές τους διαθέτουν φυσικά μεγάλη εμπειρία στο χώρο των δομημένων πιστώσεων – αν και κάποιοι δεν έχουν τις ανάλογες γνώσεις, προσπαθώντας απλά να εκμεταλλευθούν τις διαστρεβλώσεις των τιμών. Προφανώς οι τελευταίοι σπάνια κερδίζουν, παρά το ότι στην αρχή υποθέτουν πως δεν θα είναι καθόλου δύσκολο.
.

Τα συνήθη ερωτήματα


Το πλέον σύνηθες ερώτημα είναι τι σημαίνει για έναν δανειολήπτη η πώληση του δανείου του από την τράπεζα, σε μία επενδυτική ύαινα – όπου η απάντηση είναι απλούστατη, με την έννοια πως ο δανειολήπτης είναι πλέον υπόλογος και υπεύθυνος απέναντι στο νέο ιδιοκτήτη του δανείου του.
Εάν λοιπόν θέλει να διαπραγματευτεί τον τρόπο εξόφλησης, τις δόσεις, τα επιτόκια κοκ., είναι υποχρεωμένος να απευθυνθεί σε αυτόν, με μία όμως σημαντική διαφορά: το ότι ο νέος ιδιοκτήτης εφαρμόζει κατά γράμμα τους όρους του δανείου, χωρίς να κάνει περιττές παραχωρήσεις – αφού δεν διακινδυνεύει τη φήμη του όπως η εγχώρια τράπεζα, όσον αφορά τις υπόλοιπες σχέσεις της με τον πελάτη ή γενικότερα με το σύνολο των πελατών της.

Εάν λοιπόν τηρεί τους όρους του δανείου του, δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα – ενώ, όταν δεν το κάνει, η αντιμετώπιση του είναι εξαιρετικά επιθετική. Για παράδειγμα, εάν αργήσει έστω και μία ημέρα τη δόση, τότε δέχεται αμέσως τηλεφωνήματα εκ μέρους κάποιας εισπρακτικής εταιρείας – ενώ, εάν καθυστερήσει πάνω από τρεις μήνες, ειδοποιείται πως το δάνειο είναι στο σύνολο του απαιτητό. Τότε είτε το πληρώνει, είτε ξεκινούν οι διαδικασίες κατάσχεσης και πλειστηριασμού – μέχρι στιγμής με εξαίρεση την πρώτη κατοικία αξίας έως 180.000 €, η οποία προστατεύεται από το γνωστό νόμο.

Ο συγκεκριμένος νόμος βέβαια, έτσι όπως έχει εξελιχθεί η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, ήταν δυστυχώς καταστροφικός – αφού εάν δεν είχε θεσμοθετηθεί, τότε οι δανειολήπτες θα πουλούσαν τα σπίτια τους ήδη από το 2010, αφενός μεν σταδιακά και όχι όλοι μαζί, οπότε δεν θα κατέρρεαν οι τιμές, αφετέρου σχεδόν με τα διπλάσια χρήματα, συγκριτικά με σήμερα.

Παράλληλα οι τράπεζες δεν θα είχαν συσσωρεύσει κόκκινα δάνεια που υπερβαίνουν σήμερα τα 100 δις € (43,5% οι μεγάλες) – οπότε δεν θα ήταν απαραίτητες οι συνεχείς αυξήσεις των κεφαλαίων τους που κόστισαν στους μετόχους τους τεράστια ποσά (άρθρο), καθώς επίσης στους φορολογουμένους περί τα 40 δις €, ενώ οι ίδιες χρεοκόπησαν.

Μία επόμενη δυσκολία των δανειοληπτών, ειδικά των επιχειρήσεων, είναι οι ανανεώσεις των δανείων τους – οι οποίες ήταν συνήθεις στη λήξη τους, όταν συνεργάζονταν με την τράπεζα τους. Με τις επενδυτικές ύαινες όμως δεν είναι καθόλου αυτονόητες – γεγονός που ορισμένοι αντιλαμβάνονται πολύ αργά, αδυνατώντας ως εκ τούτου να ανταπεξέλθουν με τις υποχρεώσεις τους. Έτσι γίνονται κυριολεκτικά θύματα των κερδοσκόπων, σκοπός των οποίων δεν είναι η μακροπρόθεσμη συνεργασία με το δανειολήπτη –  αλλά η αποκόμιση κερδών βραχυπρόθεσμα.

Περαιτέρω, φυσικά μπορεί κανείς να διαπραγματευθεί τη διαγραφή μέρους του δανείου του με την κερδοσκοπική ύαινα, πολύ περισσότερο επειδή το έχει εξαγοράσει με χαμηλή τιμή – αρκεί βέβαια να έχει τη δυνατότητα να το εξοφλήσει, επειδή αυτού του είδους οι εταιρίες ενδιαφέρονται συνήθως για άμεσα κέρδη.

Εκτός αυτού, δεν τις συμφέρει η πληρωμή με δόσεις, επειδή κάτι τέτοιο είναι επισφαλές σε μία εποχή που η ελληνική οικονομία συνεχίζει να είναι προβληματική – με καθόλου ευοίωνες προοπτικές για το μέλλον. Δυστυχώς όμως, οι περισσότεροι Έλληνες δεν κατανόησαν ποτέ πως η δική τους ασφάλεια και ευημερία είναι άμεσα εξαρτημένη από αυτήν του κράτους τους – γεγονός που αποτελεί έναν από τους βασικότερους λόγους της χρεοκοπίας της Ελλάδας.

Η επόμενη ερώτηση έχει σχέση με την αιτία, για την οποία δεν συμφέρει τις τράπεζες να πουλήσουν τα δάνεια στους ίδιους τους δανειολήπτες – με την ίδια ή έστω με ελαφρά υψηλότερη τιμή, από αυτήν που τους προσφέρουν οι κερδοσκόποι. Ο πρώτος λόγος είναι το ότι, στις κερδοσκοπικές εταιρείες πουλούν πολλά δάνεια μαζί, εισπράττοντας αμέσως τα χρήματα και χωρίς να χάνουν χρόνο – επειδή διαπραγματεύονται μόνο με έναν αγοραστή.

Ο δεύτερος είναι πως δεν μπορούν να πουλήσουν μόνο τα λιγότερο ασφαλή, αφού έτσι δεν θα έδειχναν ενδιαφέρον οι κερδοσκόποι. Ο τρίτος είναι ο «ηθικός κίνδυνος», με την έννοια πως, εάν το έκανε η τράπεζα, θα προσέφερε «αρνητικό κίνητρο» στους ενήμερους δανειολήπτες της – με αποτέλεσμα να μην είναι πρόθυμοι και αυτοί να εξυπηρετούν τα δάνεια τους.

Όσον αφορά τώρα το κουαρτέτο, το οποίο πιέζει προς την κατεύθυνση της πώλησης των δανείων των τραπεζών στις ύαινες, εξυπηρετεί ταυτόχρονα μία σειρά στόχων. Για παράδειγμα, το καθάρισμα των χαρτοφυλακίων των τραπεζών, έτσι ώστε να αποκαλυφθεί η πραγματική τους οικονομική κατάσταση, την καλύτερη κατανομή των επενδύσεων, με την έννοια πως τα χρήματα που θα απελευθερωθούν από τα σπίτια θα τοποθετηθούν σε πιο παραγωγικούς τομείς, την αναθέρμανση της αγοράς μέσω της εισόδου των ξένων επενδυτών, τη μείωση του ιδιωτικού χρέους, τη δημιουργία πόρων για την αύξηση της φορολόγησης, με στόχο την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους από τους Πολίτες κοκ.

Ολοκληρώνοντας η ισπανική επενδυτική Aktua, η οποία λέγεται πως θα συνεργασθεί με την Alpha Bank στον τομέα των ενυπόθηκων προβληματικών δανείων διαθέτοντας επαρκή εμπειρία, ενώ ανήκει σε έναν αμερικανικό επενδυτικό όμιλο, υπολογίζεται πως το 2016 θα έχει κέρδη της τάξης των 40-50 εκ. € (πηγή) – ενώ απασχολεί περίπου 400 άτομα. Κατανοεί λοιπόν κανείς πως ο κλάδος είναι προσοδοφόρος στην Ευρώπη, λόγω της κρίσης χρέους – καθώς επίσης ποιές υπηρεσίες προσφέρει το κουαρτέτο και σε ποιούς.
.

Επίλογος

Υπάρχουν ασφαλώς πολλά άλλα ερωτήματα για τις εταιρείες αυτές, τα οποία δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν με ένα σύντομο άρθρο. Βασικό στοιχείο όμως όλων αυτών των οδυνηρών εμπειριών που βιώνει η Ελλάδα τα χρόνια των μνημονίων, είναι η συνεχής επιδείνωση των οικονομικών της μεγεθών – η οποία συνεχίζεται, χωρίς καμία προοπτική καλυτέρευσης.

Κατά την πάγια άποψη μας πάντως, εάν δεν επιτευχθεί η ονομαστική διαγραφή ενός μέρους του δημοσίου χρέους, η Ελλάδα θα βιώσει ακόμη πιο σκοτεινές καταστάσεις – ενώ φυσικά δεν είναι αρκετή η διαγραφή για να επιλύσει τα υπόλοιπα δομικά της προβλήματα, τα οποία έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, αντί να περιορισθούν. 

Εν τούτοις, αποτελεί την πρώτη προϋπόθεση, έτσι ώστε να δρομολογηθεί η αντίστοιχη διαγραφή μέρους του ιδιωτικού χρέους – οπότε να αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα και των δύο τομέων, να ακολουθήσουν οι επενδύσεις, η ανάπτυξη κοκ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου