Μια μέρα ο Αλλάχ βρέθηκε μπόσικος, έπιασε φωτιά και κοπριά κι έπλασε το Ρωμιό. Μα ευτύς, ως τον είδε, το μετάνιωσε.
Είχε ένα μάτι ο αφιλότιμος που τρυπούσε ατσάλι. «Τι να γίνει τώρα, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα.
Και ευτύς, χωρίς να χασομεράει, βάνει σ’ ένα ταψί τον Τούρκο και το Ρωμιό να παλέψουν.
Πάλευαν, πάλευαν ως το βράδυ, κανένας δεν έριχνε το κάτω τον άλλον Μα ευτύς, ως σκοτείνιασε, βάνει ο άτιμος Ρωμιός τρικλοποδιά, κάτω ο Τούρκος!
« Ο διάολος θα με πάρει, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα πάλι. Τούτοι οι Ρωμιοί θα φάνε τον κόσμο, πάνε οι κόποι μου χαμένοι… Τι να κάμω;»
Ολονύχτα δεν έκλεισε μάτι ο κακομοίρης, μα το πρωί, πετάχτηκε απάνω και χτύπησε τις χερούκλες του:
«Βρήκα βρήκα» φώναξε. Έπιασε πάλι φωτιά και κοπριά, κι έφτιαξε έναν άλλο Ρωμιό, και τους έβαλε στο ταψί να παλέψουν
Άρχισε το πάλεμα. Τρικλοποδιά ο ένας, τρικλοποδιά κι ο άλλος. Μπηχτές ο ένας, μπηχτές κι ο άλλος. Μπαμπεσιά ο ένας, μπαμπεσιά κι ο άλλος… Πάλευαν, πάλευαν, έπεφταν, σηκώνουνταν, πάλευαν πάλι, ξανάπεφταν, ξανασηκώνουνταν, πάλευαν… Κι ακόμα παλεύουν!
Κι έτσι ο κόσμος βρήκε την ησυχία του…!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου