Σκληροί οι παρακάτω στίχοι του Κωστή Παλαμά, σ’ ένα ποίημα αφιερωμένο στον Ίωνα Δραγούμη.
Μα, όταν ο «κόμπος φτάνει στο χτένι», όταν το κακό «φτάνει στο μη παρέκει», όταν το βλέπεις όλο και να θεριεύει , ε, τότε, φτάνει η στιγμή που πρέπει να πεις το ‘’ή ταν ή επί τας” Η το...«Ή αυτοί ή εμείς» ….
Σε τούτες τις στιγμές ο λαός να γίνει γκρεμιστής και χτίστης.
-Κωστής Παλαμάς, «Ο γκρεμιστής»
“Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί ειμ’ εγώ κι ο χτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης,
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης,
και με το καρυοφύλλι μου και με το απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάξτε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, ποταμοί, και κάλλιο ανοίχτε, τάφοι,
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάξτε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, ποταμοί, και κάλλιο ανοίχτε, τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε, αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και στους ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να ‘ρθεί. Γκρεμίζω την ασκήμια.
παρά σε πύργους άρχοντας και στους ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να ‘ρθεί. Γκρεμίζω την ασκήμια.
∞
Ειμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ‘χει
το δείλιασμα, κι όλο ρωτά μήτε ναι, μήτε όχι”
δεν του αποκρίνεται κανείς και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει.
Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιος μάγος, ποιο στοιχειό του δούλεψε τ’ ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιος μάγος, ποιο στοιχειό του δούλεψε τ’ ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,
και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω,
και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας, όποιοι είστε,
γρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!
και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας, όποιοι είστε,
γρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!
(Κ. Παλαμάς, Άπαντα, τ. 9, σ. 168-169, Γκοβόστης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου