Στις αρχές Απριλίου μια τριπλή αυτοκτονία βύθισε στο πένθος την ιταλική λουτρόπολη Τσιβιτανόβα Μάρκε.
Η 68χρονη Άννα Μαρία Σοπράντσι και ο 62χρονος σύζυγος της, Ρομέο Ντιονίζι, οι οποίοι ζούσαν με μια σύνταξη των 500 ευρώ, δεν μπορούσαν πια να πληρώσουν το νοίκι τους.
Παλαίμαχος οικοδόμος, ο Ντιονίζι δεν μπορούσε ούτε δουλειά να βρει ούτε να βγει στη σύνταξη, καθώς η κυβέρνηση είχε αυξήσει το όριο συνταξιοδότησης στα 66 χρόνια.
Στις 5 Απριλίου οι δύο σύζυγοι άφησαν ένα απολογητικό σημείωμα στο αυτοκίνητο κάποιου γείτονα, προτού κρεμαστούν στην αποθήκη τους.
Μόλις έμαθετα νέα ο αδελφός της Σοπράντσι, Τζουζέπε, ρίχτηκε στην Αδριατική και πνίγηκε».
Με αυτό το συγκλονιστικό περιστατικό ξεκινούσε το κύριο ρεπορτάζ των New York Times υπό τον τίτλο «Η λιτότητα σκοτώνει».
Ήταν ένα αμείλικτο «κατηγορώ» των δύο αρθρογράφων εναντίον των δρακόντειων πολιτικών, τις οποίες επιβάλλει σε πανευρωπαϊκή κλίμακα το Βερολίνο, αλλά και των εθελόδουλων ελίτ περιφερειακών χωρών, όπως η Ελλάδα, που πασχίζουν να εμφανίσουν ως «success story» μια πραγματική ανθρωπιστική καταστροφή χωρίς προηγούμενο σε καιρό ειρήνης.
Εδώ που έχουμε φτάσει, πρέπει να διαβάζουμε New York Time για να πληροφορούμαστε τις απλές -όσο και συνταρακτικές- αλήθειες που αποσιωπούν συστηματικά τα εγχώρια μέσα ενημέρωσης, όταν δεν κατακεραυνώνουν για «λαϊκισμό» όσους προσπαθούν κάτι να ψελλίσουν.
Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Η Ελλάδα αντιπροσωπεύει το πιο ακραίο παράδειγμα, καθώς αντιμετωπίζει πραγματική καταστροφή αναφορικά με τη δημόσια υγεία. Ο κρατικός προϋπολογισμός στον τομέα της Υγείας ακρωτηριάστηκε κατά 40% από το 2008. (…) Περίπου 35.001 γιατροί, νοσηλευτές και άλλοι εργαζόμενο στους κλάδους Υγείας έχασαν τη δουλεία τους. Η παιδική θνησιμότητα αυξήθηκε κατά 40% και τα κρούσματα του ιού HIV διπλασιάστηκαν.
Οι αυτοκτονίες αυξήθηκα, κατά 26,5% μέσα σε ένα χρόνο».
Παρόμοια στοιχεία, που παραπέμπουν στην κοινωνική τραγωδία την οποία υπέστη η Ρωσία μετά την κατάρρευση του κομουνιστικού καθεστώτος στην ολέθρια εποχή Γέλτσιν, δεν αποτελούν θλιβερό προνόμιο της Ελλάδας.
Στην Πορτογαλία, άλλη μια χώρα που έχει βυθιστεί στη μνημονιοκή κοιλάδα των δακρύων, ένα στα τρία κέντρα υγείας δεν διαθέτει εμβόλια και στοιχειώδη εξοπλισμό.
Στην Ιταλία, εννέα εκατομμύρια πολίτες αφήνονται στο έλεος της μοίρας, καθώς δεν διαθέτουν ασφάλιση και αδυνατούν να αγοράσουν φάρμακα.
Στην ίδια χώρα, η κατανάλωση αντικαταθλιπτικών τετραπλασιάστηκε τα τρία τελευταία χρόνια. Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες τα κρούσματα αυτοκτονιών κατ’ έτος απογειώθηκαν μετά την οικονομική κρίση του 2007-2009, έκτοτε, δε, ξεπερνούν τους θανάτους από αυτοκινητικά δυστυχήματα.
Η κατάρριψη ενός «μύθου»
Αντιμέτωποι με τη γενικευμένη κατακραυγή για τις κοινωνικές επιπτώσεις της λιτότητας, οι υποστηρικτές της σε Ευρώπη και Αμερική έχασαν πρόσφατα και το τελευταίο πνευματικό φύλλο συκής: τη θεωρία των διάσημων οικονομολόγων του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ Κάρμεν Ράινχαρτ και Κένεθ Ρογκόφ, κατά την οποία η οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας είναι καταδικασμένη να καταρρεύσει αν το δημόσιο χρέος της ξεπεράσει το 90% του ΑΕΠ.
Μια μελέτη, η οποία αναγόρευσε, κατά μυστηριώδη τρόπο, το περίφημο όριο του 90% σε οικουμενική «σταθερά» υπεράνω αμφισβήτησης, σαν τη σταθερά της βαρύτητας ή την ταχύτητα του φωτός στις φυσικές επιστήμες, δίνοντας «επιστημονικό λούστρο» στην πολιτική του αδυσώπητου κοινωνικού πολέμου.
Από τις 15 Απριλίου η θεωρία των Ράινχαρτ και Ρογκόφ, η οποία εμφανιζόταν από τα νεοφιλελεύθερα μίντια ως η Βίβλος της σύγχρονης οικονομικής ορθοδοξίας, αποτελεί σωρό ερειπίων. Εκείνος που την «ανατίναξε» κυριολεκτικά ήταν ο μεταπτυχιακός φοιτητής του πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης Τόμας Χέρντον, η διδακτορική εργασία του οποίου δημοσιεύτηκε σε πολύ γνωστό επιστημονικό περιοδικό και γρήγορα έκανε το γύρο του κόσμου.
Στην εξονυχιστική μελέτη του, όπου αναλύονται πολυάριθμες περιπτώσεις πολύ διαφορετικών χωρών της Υφηλίου, ο 28χρονος Χέρντον αποδομεί πλήρως την εμμονή με την οροφή του δημόσιου χρέους, επιβεβαιώνοντας την κριτική που είχαν ασκήσει από την πρώτη στιγμή προοδευτικοί οικονομολόγοι, όπως ο Νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν.
Αν η μελέτη του Χέρντον έκανε πάταγο στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, η πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) καθιστά προφανή στο ευρύ κοινό τη χρεοκοπία των πολιτικών λιτότητας που ακολουθούνται στην Ευρώπη. Σύμφωνα με αυτή την έκθεση, το συνολικό ΑΕΠ στην Ευρωζώνη θα συρρικνωθεί φέτος κατά 0,6% – μια πρόβλεψη αισθητά χειρότερη από την προηγούμενη, έξι μήνες νωρίτερα, που έκανε λόγο για πτώση της παραγωγής κατά0,1%. Παράλληλα, η ανεργία προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται πάνω από το 12% όπου ήδη βρίσκεται.
Οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ είναι ιδιαίτερα αποστομωτικές για το «success story» του κ. Σαμαρά: η ύφεση προβλέπεται να φτάσει το 4,8% το 2013 και να συνεχιστεί και το 2014 -κάτι που σημαίνει ότι θα χρειαστεί νέος δανεισμός και νέο Μνημόνιο-, ενώ η ανεργία θα συνεχίσει να αυξάνεται, πλησιάζοντας το 30%.
Η χρεοκοπία της πολιτικής που επιβάλλει στην Ευρώπη η Γερμανία της Μέρκελ γίνεται ακόμη σαφέστερη, αν συγκρίνει κανείς τα δεδομένα της Γηραιάς Ηπείρου με εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας, που ακολουθούν λιγότερο περιοριστικές πολιτικές.
Η Αμερική του Μπαράκ Ομπάμα προβλέπεται να συνεχίσει την -έστω ήπια-ανάπτυξή της, σημειώνοντας μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 2%. Όσο για την Ιαπωνία, το «μεγάλο ασθενή» του παγκόσμιου συστήματος επί τουλάχιστον μία δεκαετία, ύστερα από τα σοβαρά κίνητρα για την αναζωογόνηση της οικονομίας που έλαβε η νέα κυβέρνηση, προβλέπεται να έχει για πρώτη φορά ανάπτυξη της τάξης του 1,7%.
Παρηγοριά στον άρρωστο…
Ωστόσο, ούτε τα θεωρητικά επιχειρήματα ούτε τα οικονομικά στοιχεία ούτε οι εικόνες της κοινωνικής καταστροφής φαίνεται να συγκινούν ιδιαίτερα το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες. Είναι αλήθεια ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενη, έδωσε περισσότερο χρόνο στη Γαλλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ολλανδία, την Πολωνία και τη Σλοβενία να προωθήσουν τα προγράμματα λιτότητας που ήδη έχουν εξαγγείλει.
Ώδινεν όρος και έτεκε μυν. Όπως γράφει στο κύριο άρθρο του ο Guardian:
«Ορισμένοι χαιρέτισαν αυτή την εξέλιξη ως υποχώρηση.
Δεν πρόκειται για τίποτα τέτοιο.
Δεν υπάρχει καμία αναθεώρηση των περικοπών στους προϋπολογισμούς ούτε, πολύ περισσότερο, αντικατάσταση της λιτότητας με άλλες, επεκτατικές πολιτικές. (…)
Η παράταση των προθεσμιών δεν θα συμβάλει καθόλου στο να αντιμετωπιστούν τα βαθύτερα αίτια της κρίσης. Πρόκειται για καταπραϋντικό και τίποτα περισσότερο».
Προτού στεγνώσει το μελάνι στο χαρτί της βρετανικής εφημερίδας, ήρθε η συνάντηση της Άνγκελα Μέρκελ με τον Φρανσουά Ολάντ να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές.
Μιλώντας με αδιανόητη μέχρι πρότινος αλαζονεία στο Γάλλο Πρόεδρο, η Γερμανίδα καγκελάριος δήλωσε ενώπιον των δημοσιογράφων:
«Συμφωνήσαμε να δώσουμε στη Γαλλία δύο ακόμη χρόνια για να μειώσει το έλλειμμα της στο 3% του ΑΕΠ.
Σε συνδυασμό με αυτό είναι και η προσδοκία ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να εφαρμοστούν. Αυτά πάνε χέρι-χέρι», σημείωσε με το γνωστό στην Ελλάδα ύφος της αυστηρής δασκάλας η Μέρκελ, λες και είχε απέναντι της πενόμενη χώρα της Δυτικής Αφρικής.
Και μόνο από αυτό το περιστατικό αντιλαμβάνεται κανείς πόσο έχουν προχωρήσει η «γερμανοποίηση» της Ευρώπης και η υποβάθμιση του ρόλου της Γαλλίας στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, κάτι που περιορίζει στο ελάχιστο τα διαπραγματευτικά περιθώρια των ασθενέστερων χωρών του Νότου.
“Επίκαιρα”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου