του Γιώργου ΒάμβουκαΚαθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΑΣΟΕΕ)
Τα πρόσφατα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδος, δείχνουν ότι τον Ιούλιο του 2013 ο κρατικός προϋπολογισμός παρουσίασε πρωτογενές πλεόνασμα. Ωστόσο, στο σύνολο του επταμήνου Ιανουαρίου-Ιουλίου 2013, η Τράπεζα της Ελλάδος και το Υπουργείο Οικονομικών επισημαίνουν την ύπαρξη πρωτογενούς ελλείμματος -3,0 και -1,5 δις ευρώ, αντίστοιχα.
Αν στις δαπάνες συμπεριληφθούν και οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, τότε με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος και του Υπουργείου Οικονομικών, το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού φτάνει αντίστοιχα τα -7,9 και -6,0 δις ευρώ.Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2013-2016, προβλέπει για το 2013 πρωτογενές πλεόνασμα 489 εκατομ. ευρώ και έλλειμμα γενικής κυβέρνησης -7,9 δις ευρώ ή -4,3% του ΑΕΠ. Δηλαδή, τόσο τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, όσο και του Υπουργείου Οικονομικών, που αφορούν την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2013, αντανακλούν τις μεγάλες αποκλίσεις στους στόχους της δημοσιονομικής πολιτικής κατά τη διάρκεια του 2013.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η υλοποίηση των δημοσιονομικών στόχων του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος για το 2013, προϋποθέτει την θεαματική αύξηση των κρατικών εσόδων κατά την περίοδο Αυγούστου-Δεκεμβρίου, κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί σε συνθήκες ύφεσης της εθνικής οικονομίας και μείωσης του πραγματικού διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο γνωρίζει ότι την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2013/2012, τα τακτικά έσοδα από άμεσους και έμμεσους φόρους μειώθηκαν γύρω στο -10%, καθώς επίσης ότι τον μήνα Ιούλιο η άνοδος των λοιπών εσόδων του προϋπολογισμού ήταν συγκυριακή.
Αξιοπρόσεκτο είναι ότι μόνο τον Ιούλιο του 2013 εισέρευσαν στα κρατικά ταμεία κοινοτικοί πόροι 2,2 δις ευρώ και παράλληλα μεταφέρθηκαν στο ελληνικό δημόσιο 1,5 δις ευρώ από τα κέρδη των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών, λόγω της αγοράς ελληνικών ομολόγων στην δευτερογενή αγορά. Δηλαδή, τον Ιούλιο παρατηρήθηκε η συγκυριακή αύξηση των εσόδων του προϋπολογισμού κατά 3,7 δις ευρώ.
Οι κυβερνητικοί οικονομολόγοι και οι τροϊκανοί τεχνοκράτες θα πρέπει να μελετήσουν με ιδιαίτερη προσοχή τα μακροοικονομικά μεγέθη της Ελλάδος της περιόδου 1994-2007. Την περίοδο αυτή, ο μέσος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της χώρας ήταν 3,8% και για εννέα ημερολογιακά έτη ο κρατικός προϋπολογισμός είχε αξιόλογα πρωτογενή πλεονάσματα.
Οι κυβερνητικοί οικονομολόγοι και οι τροϊκανοί τεχνοκράτες θα πρέπει να μελετήσουν με ιδιαίτερη προσοχή τα μακροοικονομικά μεγέθη της Ελλάδος της περιόδου 1994-2007. Την περίοδο αυτή, ο μέσος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της χώρας ήταν 3,8% και για εννέα ημερολογιακά έτη ο κρατικός προϋπολογισμός είχε αξιόλογα πρωτογενή πλεονάσματα.
Παρ’ όλα αυτά, την περίοδο 1994-2007 το χρέος της γενικής κυβέρνησης την από 77,0 αυξήθηκε σε 239,3 δις ευρώ, καθότι τα πρωτογενή πλεονάσματα ήταν περιορισμένα και οι κυβερνήσεις εξαναγκάζονταν να εξυπηρετούν το δημόσιο χρέος με νέο δανεισμό, προκαλώντας έτσι την συνεχή άνοδο του χρέους. Το κυβερνητικό παραμύθι ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα επιφέρουν την ελάττωση του χρέους, συνιστά το κουτόχορτο για τους αδαείς πολίτες, για να ψηφίσουν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στις επερχόμενες εκλογές.
Οι κουτοπόνηροι συγγραφείς όμως του παραμυθιού, φαίνεται να αγνοούν ότι με πρωτογενή πλεονάσματα 1% ή 2% του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος θα εξακολουθεί να αυξάνει και ταυτόχρονα θα είναι διαχρονικά μη βιώσιμο.
Το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο στερείται σοβαρότητας και δεν πείθει για την τεχνοκρατική του επάρκεια. Αν και την περίοδο 1994-2007 και για εννέα έτη, ο κρατικός προϋπολογισμός είχε πρωτογενή πλεονάσματα, το χρέος της γενικής κυβέρνησης σημείωσε επιπρόσθετη αύξηση 162,3 δις ευρώ (239,3-77,0=162,3), λόγω της διαφθοράς του πολιτικού συστήματος, των υπέρογκων κρατικών δαπανών, των άνομων παραοικονομικών δραστηριοτήτων, κ.λπ..
Σήμερα, η κυβέρνηση με ένα μήνα συγκυριακού πρωτογενούς πλεονάσματος θριαμβολογεί, λησμονώντας τα διδάγματα της πρόσφατης οικονομικής ιστορίας.
Το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο στερείται σοβαρότητας και δεν πείθει για την τεχνοκρατική του επάρκεια. Αν και την περίοδο 1994-2007 και για εννέα έτη, ο κρατικός προϋπολογισμός είχε πρωτογενή πλεονάσματα, το χρέος της γενικής κυβέρνησης σημείωσε επιπρόσθετη αύξηση 162,3 δις ευρώ (239,3-77,0=162,3), λόγω της διαφθοράς του πολιτικού συστήματος, των υπέρογκων κρατικών δαπανών, των άνομων παραοικονομικών δραστηριοτήτων, κ.λπ..
Σήμερα, η κυβέρνηση με ένα μήνα συγκυριακού πρωτογενούς πλεονάσματος θριαμβολογεί, λησμονώντας τα διδάγματα της πρόσφατης οικονομικής ιστορίας.
Οι κυβερνώντες θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η δραστική μείωση του δημοσίου χρέους και η βιωσιμότητά του, προϋποθέτουν πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον 6% του ΑΕΠ και για χρονικό ορίζοντα εικοσαετίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου