Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Πόσα τελικά χρωστάει στην Ελλάδα η Γερμανία;Ιδού οι φαύλοι και κλεπτοκράτες, τι δολίως δεν έχουν πράξει....

Το σημερινό Δημόσιο Χρέος μπορεί να καλυφθεί κατά 97% από τα οφειλόμενα της Γερμανίας προς την Ελλάδα μόνο από τα κατοχικά δάνεια!

Ένας “χριστουγεννιάτικος μποναμάς” για την Μέρκελ…

Γράφει ο Γιώργος Λεκάκης

Επειδή πολλά «νούμερα» ακούγονται τώρα τελευταία, περί των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, όσον αφορά τα κατοχικά δάνεια (πληθυντικός, γιατί δεν είναι ένα μόνο), πολλοί βγαίνουν και υποτιμούν τα νούμερα, παίζοντας το δικό τους παιχνίδι, ενώ εκκρεμεί και μια απόφαση από το Νομ. Συμβούλιο του Κράτους, εξασφάλισα ένα μικρό μόνο κεφάλαιο από την ανέκδοτη μελέτη του φίλου μου, και πλέον έγκυρου κατ’ εμέ μελετητή του θέματος, του Τζ. Γκούσκου. 

Και σας την παρουσιάζω, με την ευχή να εκδοθεί σύντομα το βιβλίο του:

«Ως προς τη μεθοδολογία αποτίμησης και προκειμένου να μην παρακαμφθεί η πρακτική που εφαρμόσθηκε ιστορικά, χρησιμοποιήθηκε κατ’ αναλογία, η μέθοδος αποτίμησης που εφάρμοσε η ΤτΕ. 

Κατά την εκτίμηση της ΤτΕ (1945) προκύπτει ότι καταβλήθηκαν στη Γερμανία συνολικές πιστώσεις ύψους 1,530 τετρ. εκατ. δρχ., που αναλογούν σε 3.670.610 χρυσές λίρες και στην Ιταλία, 157,053 δισ. δρχ., που αναλογούν σε 835.616 χρ. λίρες. 
Σε συμπληρωματική εκτίμηση που θα κάνει η ΤτΕ το 1947, αρχικά προσαρμόζει το δραχμικό ποσό του 1,5 τετρ. εκατ. δρχ. σε τιμαριθμική βάση και στη συνέχεια το αποπληθωρίζει, σύμφωνα με τις νέες ισοτιμίες της παλαιάς (πληθωριστικής) δραχμής προς τη νέα δραχμή (1945). 

Ως αποτέλεσμα, η ΤτΕ καταλήγει στα 33 δισ. 963,09 εκατ. δρχ., όπου με βάση την υφιστάμενη ισοτιμία δολαρίου προς δραχμή (1/149, Νοέμβρ. 44) το ποσό ανέρχεται στα 227.940.201 δολ., εκ των οποίων αναλογούν στη Γερμανία $215.662.040 και στην Ιταλία $12.278.161. 

Στη βάση των εκτιμήσεων αυτών, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ΤτΕ, επί χορηγηθέντων πιστώσεων προς τη Γερμανία, ύψους 1,530,033 εκατ. δρχ. που αντιστοιχούν σε 3.670.610 χρ.λ., αναλογούν $215.662.040. 

Κατ’ επέκταση, η σχέση μετατρεψιμότητας “ισοδυναμίας” δολαρίου και χρυσής λίρας (1944) είναι 1/58,75.

Σύμφωνα με το παραπάνω και την ίδια ισοτιμία μετατρεψιμότητας (1£=$58,75), για αντίστοιχο ποσό 93.706.144 £ (1945), αναλογούν 5.505.584.724 δολάρια.

Στη βάση αυτή και προκειμένου να οριστικοποιηθεί η σημερινή αξία των ΚΑΔ θα χρησιμοποιήσουμε τρεις μεθόδους κεφαλαιοποίησης οι οποίες εμπεριέχουν ισχυρά κριτήρια αποδοχής στη διεθνή πρακτική:

1η Μέθοδος υπολογισμού «απλός ανατοκισμός»

Για την κεφαλαιοποίηση των ΚΑΔ χρησιμοποιείται η συνήθης μέθοδος ανατοκισμού: Τελική Αξία Κεφαλαίου (ΤΑΚ) = Αρχική Αξία Κεφαλαίου (ΑΚ)* ( 1 + επιτόκιο-ε )t [t = χρονική περίοδος ανατοκισμού]. 

Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή προκύπτουν τα εξής:

Τρέχουσα αποτίμηση (2013) – Μεγέθη
Αρχικό Κεφάλαιο – $5.505.584.724
Επιτόκιο (*) – 6%
Διάρκεια Δανείου (1944 -2013) έτη – 70
Ποσό οφειλής – $322.340.255.297
Ισοτιμία ευρώ /δολαρίου (11.2013) –      1,34
Ποσό οφειλής – 240.552.429.326 €

(*) Επιτόκιο αντίστοιχο μ’ αυτό που εφαρμόσθηκε μεταξύ του διακρατικού δανείου Γερμανίας–Ελλάδας (1958), ύψους 200 εκατ. μάρκα, 20ετούς διάρκειας, με επιτόκιο 6% κατά την ίδια λογική ότι και τα ΚΑΔ ήταν διακρατικά δάνεια (…μας δανείζανε απ’ τα δικά μας τα λεφτά που λέει ο Δ. Μπάτσης).

Η εκτίμηση αυτή, των 240,5 δισεκ. ευρώ, κινείται πρακτικά στα ίδια επίπεδα, αν τα ΚΑΔ θεωρηθούν κεφάλαια υπό τύπου 10ετών ομολόγων, κατά την ίδια πρακτική και απόδοση (6% κατά μ.ο.), όπως αυτών των 10ετών ομολόγων των ΗΠΑ.

2η Μέθοδος υπολογισμού «θετική και αποθετική ζημία στην Ελληνική οικονομία»

Η εκτίμηση των ΚΑΔ με βάση τη μέθοδο του απλού ανατοκισμού, αν και θεωρητικά αποτυπώνει την τρέχουσα ονομαστική τους αξία, ωστόσο υπολείπεται της πραγματικής τους υπόστασης, δεδομένου ότι εκλαμβάνει ως βασική παραδοχή, την υπόθεση ενός δανείου κάτω από φυσιολογικές, κατά το δυνατόν, συνθήκες. 

Προφανώς, όταν κάποιος επενδύει ή δανείζει κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, προσδοκά κάποιο όφελος και στη βάση της προσδοκίας αυτής είναι και η απόδοση του κεφαλαίου, η οποία, όπως γνωρίζουμε, είναι ανάλογη με τον κίνδυνο (“ρίσκο”) που αναλαμβάνει και όσο μεγαλύτερο το ρίσκο τόσο μεγαλύτερη είναι και η απόδοση δηλ., το κέρδος που επιδιώκει (IRR αν είναι επένδυση ή επιτόκιο αν είναι δάνειο). 

Αυτά ισχύουν στις περιπτώσεις όπου ο επενδυτής ή ο δανειστής, κατ’ αναλογία και ο δανειζόμενος, αποφασίζουν κάτω από “συνθήκες βεβαιότητας” δηλ. έχουν τη διακριτική ευχέρεια πρόβλεψης και επιλογής ανάμεσα σε εναλλακτικές δυνατότητες ή ευκαιρίες συνδιαλλαγής “χρηματοδότησης” με γνώμονα το κέρδος, το οποίο εμπεριέχει αμοιβαιότητα για όλους.

Τι γίνεται όμως στην περίπτωση όπου τα “δάνεια” έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα για τον δανειστή όπως τα ΚΑΔ, με αποτέλεσμα ν’ αποστερούν την επιβίωσή του ή την εξέλιξή του, κάτι αντίστοιχο με την επιβίωση ή την ανάπτυξη της οικονομίας αν ο δανειστής είναι χώρα; 

Και όπου, ελλείψει των κεφαλαίων αυτών, αναγκάζεται στη συνέχεια ο δανειστής να δανείζεται με πολύ δυσμενέστερους όρους απ’ αυτούς που δάνεισε; 

Μη ξεχνάμε ότι τα ΚΑΔ εκτός του ότι χορηγήθηκαν στη Γερμανία “άτοκα” ο όρος να επιστέφονται μετά τη 3ετία, σε μηνιαίες δόσεις, δεν εκπληρώθηκε ποτέ. 

Πέραν αυτού, το 1958, η Γερμανία δάνεισε στην Ελλάδα 200 εκατ. μάρκα με 6% επιτόκιο. Επομένως, τι απόδοση ή επιτόκιο θα πρέπει να απαιτήσει η  Ελλάς απ’ τη Γερμανία στη περίπτωση των ΚΑΔ;

Σίγουρα η  Ελλάς θα πρέπει να απαιτήσει την απόδοση επί των κεφαλαίων “δανείων” που χορήγησε, τα οποία ως υψηλού ρίσκου, δικαιούνται επιτόκια τουλάχιστο 6%, αλλά και της ζημιάς που υπέστη ένεκα του αναγκαστικού δανεισμού, η οποία, στη περίπτωση των ΚΑΔ, ισοδυναμεί με τη ζημιά που υπέστη η οικονομία εξ αιτίας του πληθωρισμού στη περίοδο αναφοράς (1941–44). 

Επομένως, αν θεωρήσουμε ότι, η αποζημίωση της 1ης περίπτωσης (δανείου) καλύπτεται με την επιστροφή του καταβληθέντος κεφαλαίου συν των τόκων (θετική ζημία), το ίδιο πρέπει να ισχύει και στη 2η περίπτωση λόγω των επιπτώσεων του “αναγκαστικού χαρακτήρα” του δανείου, που ισοδυναμεί με τη ζημιά, δηλ. τις επιπτώσεις που προκλήθηκαν στην οικονομία ένεκα της ενέργειας αυτής (νομικά: αποθεματική ζημία-indirect loss of damage).

Όσον αφορά στο σημείο αυτό, ο Α. Αγγελόπουλος, αναφερόμενος στη ζημιά που προκλήθηκε στην οικονομία απ’ τον πληθωρισμό έως τον Οκτώβριο ’44 εκτιμά ότι ανήλθε στις 27.452.262 χρ. λίρες. 

Επομένως, εάν στο ποσό των κατοχικών δανείων (θετική ζημία) που αναφερθήκαμε παραπάνω (93.706.144£), προσθέσουμε και το ποσόν της ζημίας ένεκα του πληθωρισμού (27.452.262£), καταλήγουμε στο ποσόν των 121.158.406 χρ. λιρών, ποσό που ισοδυναμεί με $7.118.507.320 (σύμφωνα με την ίδια μέθοδο τιμαριθμοποίησης και αποπληθωρισμού που εφάρμοσε η ΤτΕ, 1£=$58,75/ 1945). 

Επομένως, κατά την ίδια μεθοδολογία της 1ης μεθόδου υπολογισμών (ανατοκισμού), καταλήγουμε στα εξής :

Τρέχουσα αποτίμηση (2013) -Μεγέθη
Αρχικό Κεφάλαιο – $7.118.507.320
Επιτόκιο – 6%
Διάρκεια Δανείου (1944 -2013) έτη – 70
Ποσό οφειλής – $416.773.436.823
Ισοτιμία ευρώ /δολαρίου (11.2013) -1,34
Ποσό οφειλής -311.024.952.853 €

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η απαίτηση  της Ελλάδος έναντι της Γερμανίας, προερχόμενη απ’ τα ΚΑΔ καθώς και της ζημίας που υπέστη η οικονομία λόγω της αναγκαστικής καταβολής αυτών κατά τη περίοδο 1941-44, ανέρχεται σύμφωνα με την μέθοδο υπολογισμών «θετικής και αποθετικής ζημίας» στα 311 δισεκ. ευρώ.

3η Μέθοδος υπολογισμού «συμβολή των Κατοχικών δανείων στο ΑΕΠ της Γερμανίας»

Η μέθοδος υπολογισμών της σημερινής αξίας των κατοχικών δανείων, σε σχέση με τη συνεισφορά τους στο ΑΕΠ Γερμανίας, εκφράσθηκε από τον Γερμανό ιστορικό και αναλυτή Albrecht Ritschl και προτείνει να εκτιμηθούν κατ’ αναλογία και ως μέρισμα (ανταπόδοση) έναντι αυτού. 

Δηλ. είναι σαν να λέμε, στο βαθμό που ωφελήθηκε η Γερμανία μέχρι σήμερα, ένεκα των πόρων που απέσπασε απ’ την Ελλάδα μέσω των κατοχικών δανείων, στον ίδιο βαθμό είναι και η υποχρέωση της Γερμανίας έναντι  της Ελλάδος. 

Και επειδή αυτό είναι ένα μέγεθος συγκρίσιμο, μπορούμε να καταλήξουμε στα ελάχιστα παραδεκτά συμπεράσματα αυτής της αναγωγής.

Προς επιβεβαίωση της συμβολής των κατοχικών δανείων στο ΑΕΠ της Γερμανίας, θα επικαλεσθούμε:

1. την άποψη του Π. Δερτιλή «…Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι εν προκειμένω έχομεν μεταβίβασιν αξιών εις αγαθά ή εις μετρητά εις τας κατεχούσας Δυνάμεις από την κατεχόμενην Χώραν, δηλαδή μεταβίβασιν αξιών εκ μιας Οικονομίας υπό κατοχήν προς ετέραν ξένην Οικονομία έχομεν τότε τα γνωρίσματα του εξωτερικού δημοσίου δανείου, οιονεί αναγκαστικώς όμως συναπτομένου».

2. την αναφορά (έγγραφο αρ. 2125/16.11.42) του Χέρμαν Νοϊμπάχερ, ειδικού εντεταλμένου του Γ΄  Ράιχ στην Ελλάδα για δημοσιονομικά θέματα: «το εισπραττόμενο υπερτίμημα επί των εκ Γερμανίας εισαγομένων εμπορευμάτων, συμφώνως προς τας υπό της τριμελούς γερμανο–ιταλο–ελληνικής επιτροπής κατευθύνσεις, θα διατίθεται δια τους ακόλουθους σκοπούς:

α. προς κάλυψιν μέρους των εις τον γερμανικόν στρατόν αναγκαιούντων εξόδων κατοχής,

β. προς μείωσιν των τιμών των εις Γερμανίαν εξαγωγών».

3. την έκθεση της ΤτΕ (1947, Ξ. Ζολώτας) «Κατά πληροφορίας της Επιτροπής συσταθείσης δια της υπ’ αριθ. 69884 της 17.4.45 Αποφάσεως υπ. Οικονομικών, το ανωτέρω παθητικόν υπόλοιπον που προκύπτει εκ της λογιστικής κινήσεως του κλήριγκ, δεν απεικονίζει ουδέ κατά προσέγγισιν την πραγματικότητα, όταν ληφθεί υπ’ όψιν ότι τα εισαγόμενα εμπορεύματα ηναλίσκοντο κατά μέγα μέρος παρά των γερμανικών στρατιωτικών Αρχών, ότι μέγα μέρος ελληνικών εμπορευμάτων εξήχθη άνευ της μεσολαβήσεως του κλήριγκ, ότι ουδεμία αναλογία υφίστατο εις τας τιμάς των ανταλλασσομένων εμπορευμάτων σε σχέσει προς τας τιμάς της προπολεμικής περιόδου. 

Ούτω δέον να αναγνωρισθώσι υπέρ της Ελλάδος : 

[…] Ενεργητικόν 929.328.391 RM».

Είναι προφανής η συνεισφορά των κατοχικών δανείων στο ΑΕΠ της Γερμανίας και οφείλουμε να εστιάσουμε στην ωφέλεια που προέκυψε απ’ αυτά στην γερμανική οικονομία.

Ο A. Ritschl αναφερόμενος στα ΚΑΔ που έλαβε η Γερμανία από την Ελλάδα (1941–44), εκτός των άλλων, προτείνει και τον τρόπο υπολογισμού τους καθώς και του διακανονισμού αυτών «…να υπολογισθεί σε τι ποσοστό του ΑΕΠ του γερμανικού Ράιχ ανερχόταν τα δάνεια το 1944. 

Μετά να υπολογισθεί το ίδιο ποσοστό στο σημερινό εθνικό προϊόν της ενωμένης Γερμανίας και αυτό να αποτελέσει τη σημερινή αξία του κατοχικού δανείου και στη βάση αυτή να γίνει το κούρεμα του ελληνικού χρέους».

Σύμφωνα με τη πρόταση του A. Ritschl, συσχετίζοντας τα αντίστοιχα μεγέθη των ΚΑΔ και τα μεγέθη της γερμανικής οικονομίας, μπορούμε να εκτιμήσουμε τη συμβολή τους στο ΑΕΠ της Γερμανίας, σε τρέχουσες αξίες (2012). 

Πάνω στην άποψη αυτή, η οποία εμπεριέχει χαρακτηριστικά “ρεαλισμού” αλλά και “αμοιβαιότητας”, στηρίχθηκε πρόσφατα Έλληνας αναλυτής (ΕΚΤΙΜΗΣΗ Α΄) και με βάση τη μεθοδολογία που διατύπωσε, αντιπαραβάλλοντας τα αντίστοιχα μεγέθη των ΚΑΔ που καταλήξαμε, προκύπτουν τα εξής :

Α/Α -Αναφορές –  Εκτίμηση Α (*) –  Εκτίμηση Β(**)
(1)  -  ΚΑΔ σε δολ. ΗΠΑ τιμές 1944 –  $228.000.000 –  $5.505.584.724
(2) –  Δείκτης Τιμών ΗΠΑ 1944 με βάση 1990=1 –  0,134 –  0,134
(3) =(1)/(2) – ΚΑΔ σε δολ. ΗΠΑ τιμές 1990 – $1.701.492.537 –  $41.086.453.161
 (4) – Γερμανικό ΑΕΠ 1939 σε δολ, ΗΠΑ, τιμές 1990 –  $374.577.000.000 –  $374.577.000.000
 (5)=(3)/(4) –  Το ΚΑΔ ως μερίδιο του Γερμανικού ΑΕΠ 1939 –  0,454% –  10,969%
(6) – Γερμανικό ΑΕΠ 2012  - 2.645.000.000.000€ –  2.645.000.000.000 €
 (7)=(5)*(6) –  ΚΑΔ ως σταθερό μερίδιο του Γερμανικού ΑΕΠ 2012(***) –  12.014.746.664 € –  290.123.709.170 €

(*) Αφορά στη προσέγγιση που έκανε πρόσφατα (2013) ο Ν. Χριστοδουλάκης, στο βιβλίο του «ΑΓΟΣ ΑΠΛΗΡΩΤΟΝ», ξεκινώντας με βάση τα 228 εκατ. δολ. (επικαλείται τα στοιχεία της ΤτΕ 1944 – έχει λάθος, τα 228 εκατ. δολ. που αναφέρεται είναι συνολικά για τη Γερμανία και την Ιταλία. 

Στη Γερμανία αναλογούν 215,62 εκατ. δολ., ωστόσο ως τεχνική δεν αλλάζει).

(**) Αφορά στη προσέγγιση με βάση τα 5.505,58 εκατ. δολ. που διατυπώθηκε παραπάνω, σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια.

(***) Αν παραμετροποιήσουμε τ’ αντίστοιχα δεδομένα στο τρέχον έτος (2013), με υψηλότερο ΑΕΠ Γερμανίας κατά 0,7%, τα μεγέθη προσαρμόζονται στα 292 δισεκ. ευρώ.

Εν κατακλείδι, στηριζόμενοι στη πρόταση που διατυπώνει ο A. Ritschl (τρόπος υπολογισμού των ΚΑΔ και αντίστοιχη μείωση “κούρεμα” του ελληνικού δημόσιου χρέους εις βάρος της Γερμανίας), προκύπτει ότι τα ΚΑΔ έχουν συνεισφέρει 292 δισεκ. ευρώ στο ΑΕΠ Γερμανίας. 

Στη βάση αυτή, η Γερμανία, πρέπει ν’ ανταποδώσει το μερίδιο του ΑΕΠ που οφείλει στην Ελλάδα και ν’ αναλάβει έναντι αυτού το “κούρεμα” του ελληνικού δημόσιου χρέους κατά 292 δισεκ. ευρώ. 

Προφανώς η Γερμανία, αμφισβητώντας τη συνεισφορά των ελληνικών πόρων (δανείων, προϊόντων κλπ.) στη μεταπολεμική οικονομική της ανάπτυξη, θα επικαλεσθεί ότι αυτή οφείλεται στη μεθοδικότητα, εργατικότητα κλπ “απότοκα” της “γερμανικής φυλής”. 

Ωστόσο, οι απόψεις αυτές αναιρούνται απ’ την πραγματικότητα, δεδομένου ότι η Γερμανία ωφελήθηκε μεταπολεμικά όσο καμμιά άλλη χώρα από τους Συμμάχους, ιδιαίτερα απ’ την Αμερική, όπου εκτός από τα κεφάλαια που και της χορηγήθηκαν για την ανασυγκρότηση της οικονομίας της (σχέδιο Μάρσαλ), της δόθηκε ακόμα η ευκαιρία, λόγω του “ψυχρού πολέμου”, ν’ αναστείλει τις όποιες αποζημιώσεις (Συμφωνία Λονδίνου ’53) που όφειλε να καταβάλει στις χώρες που λεηλάτησε, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. 

Αυτό δεν εμποδίζει την Ελλάδα “να θέσει τον δάκτυλον επί των τύπων των ήλων”.

Το σημερινό Δημόσιο Χρέος ανέρχεται στα 320,4 δισεκ. ευρώ. 

Η απόσβεσή του, σύμφωνα με τη 2η και 3η προσέγγιση, αντίστοιχα 311 και 292 δισεκ. ευρώ, μπορεί να καλυφθεί από 97-91% από τα οφειλόμενα της Γερμανίας προς την Ελλάδα ΚΑΔ, δηλ. μείωση “κούρεμα” χρέους από 311–292 δισεκ. ευρώ. 

Στη 1η περίπτωση το χρέος  της Ελλάδος θα μειωθεί περίπου στα 10 δισεκ. και στη 2η στα 28 δισεκ. ευρώ. Αυτό αναλογεί σε χρέος 6% και 9% αντίστοιχα επί του ελληνικού ΑΕΠ. 

Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία μπορεί να δαπανήσει άμεσα από 109–102 δισεκ. ευρώ προκειμένου να εξαγοράσει ελληνικά ομόλογα ονομαστικής αξίας 240–292 δισεκ. ευρώ αντίστοιχα, κατά το υπόδειγμα που εφαρμόσθηκε στο Eurogroup (PSI 26/11/2012), όταν αποφασίσθηκε η εξαγορά ελληνικών ομολόγων (περί τα 62 δισεκ, στο 35% της αξίας τους).

Το ΑΕΠ της Γερμανίας (2012), ανήλθε στα 2.645 δισεκ. ευρώ. 

Το χρέος της Γερμανίας, (2102), ανήλθε στα 2.166 δισεκ. (81,9% ΑΕΠ), ενώ, το 1ο 3μηνο/2103 μειώθηκε στα 2.148 δισεκ. ευρώ, ήτοι στο 81,2% ΑΕΠ. 

Με ρυθμό ανάπτυξης 0,7 (2103) που παρουσιάζει η Γερμανία, η απόσβεση του ελληνικού χρέους θα επιβαρύνει τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ που έχει με 4,5% περίπου, ανερχόμενου από το 81,2% στο 85,7% επί του ΑΕΠ. 

Το μέγεθος αυτό είναι ανεκτό στα πλαίσια των δι-ευρωπαϊκών συνθηκών Μάαστριχτ κλπ. και δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα στη γερμανική οικονομία. 

Επομένως, στα πλαίσια της διεθνούς νομιμότητας, η  Ελλάς πρέπει να καλέσει άμεσα τη Γερμανία ν’ αναλάβει τις υποχρεώσεις της, το ίδιο που λένε και αυτοί για την Ελλάδα.

Εάν η Γερμανία αρνηθεί, η  Ελλάς έχει το ηθικό άλλοθι να πράξει το ίδιο, “άρνηση καταβολής χρέους” χωρίς δική της υπαιτιότητα.

Πηγή εφημ. “Χρόνος” 11.12.2013

Αποκλειστικό απόσπασμα από την έρευνα του οικονομολόγου, ιστορικού αναλυτή κ. Τζανή Γκούσκου, από το υπό έκδοσιν βιβλίο του «Το χρέος και το Χρέος μας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου