Στις 27 Νοεμβρίου του 1925, περισσότερα από 800 αυτοκίνητα και 15 χιλιάδες κόσμος συγκεντρώνονταν στο Γουδή.
Το σπουδαίο γεγονός της ημέρας δεν ήταν κάποια κοσμική εκδήλωση, αλλά η κρεμάλα που περίμενε τους δύο καταχραστές του δημοσίου χρήματος...
Τον Αντισυνταγματάρχη Διαχειρίσεως, Διονύσιο Δρακάτο, και τον Αντισυνταγματάρχη της Χωροφυλακής και Διευθυντή της Αστυνομίας στη Θεσσαλονίκη, Γ. Ζαφειρόπουλο.
«Υπήρχον πολλοί οίτινες και διενυκτέρευσαν εκεί. Από της 7ης δε ώρας μια ατελεύτητος σειρά αυτοκινήτων εκόμιζε διαρκώς νέα κύματα κόσμου», έγραφαν οι εφημερίδες, για την πρωτοφανή συγκέντρωση πολιτών, που ήθελαν να παρακολουθήσουν το μακάβριο θέαμα.
Στις 9 το πρωί, οι δύο μελλοθάνατοι μεταφέρθηκαν στον χώρο της εκτέλεσης. Καθαιρέθηκαν και ανέβηκαν στην εξέδρα ..
.....που είχε στηθεί.
Ο δήμιος, που είχε προσληφθεί με αγγελία, τους φόρεσε κουκούλες που έφταναν ως τους ώμους, έδεσε τα χέρια τους πίσω από την πλάτη, πέρασε το σχοινί στον λαιμό και τους κρέμασε.
Ο Δρακάτος πέθανε αμέσως, ενώ ο Ζαφειρόπουλος «έσβησε» λίγα λεπτά μετά.
Η κρεμάλα δεν είχε εφαρμοστεί καλά στον λαιμό του... Μετά τον απαγχονισμό, στρατιωτικό τμήμα παρέλασε «προ των αιωρούμενων πτωμάτων». Σύμφωνα με το καθεστώς, η δικαιοσύνη για τις κομπίνες στη Μικρά Ασία είχε αποδοθεί.
Δρακάτος και Ζαφειρόπουλος, λίγη ώρα πριν από τον απαγχονισμό.
Οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν στους συνολικά 20 κατηγορούμενους, μεταξύ των οποίων μια γυναίκα (δακτυλογράφος), ανώτεροι αξιωματικοί, πολίτες και οι δύο αντισυνταγματάρχες, ήταν βαριές.
Απάτη κατά του Δημοσίου, πλαστογραφία, χρήση πλαστών εγγράφων και καταχρήσεις στις επιτάξεις, που έγιναν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας.
Δηλαδή, πολίτες και έμποροι ζητούσαν να αποζημιωθούν με υψηλά ποσά, για τις επιτάξεις που είχε κάνει ο στρατός σε τρόφιμα και υλικό.
Όμως, σύμφωνα με την κυβέρνηση Πάγκαλου, αυτές οι επιτάξεις δεν είχαν γίνει ποτέ. Αποτέλεσμα ήταν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, πολίτες και στρατιωτικοί να «τρώνε» τα χρήματα του λαού.
Η δίκη άρχισε τον Οκτώβριο του 1925 και οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν στο ειδικό δικαστήριο με επτά βουλεύματα σε βάρος τους.
Το διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο καθιερωνόταν ο θάνατος δια απαγχονισμού για καταχρήσεις, είχε ψηφιστεί από τον Ιούλιο του ίδιου έτους, δηλαδή ένα μήνα μετά το πραξικόπημα Πάγκαλου.
Η υπερασπιστική γραμμή των συνηγόρων ήταν, ότι ο νόμος δεν μπορούσε να εφαρμοστεί, επειδή είχε ψηφιστεί μετά από την τέλεση των αδικημάτων.
Τελικά, ο επίτροπος της δίκης ζήτησε τη θανατική ποινή για 9 κατηγορούμενους, αλλά το δικαστήριο αποφάσισε να οδηγηθούν στην κρεμάλα οι τρεις από αυτούς.
Ο τρίτος ήταν ο Αϊδινλής, μεγαλέμπορος της εποχής, στον οποίο ο Πάγκαλος έδωσε χάρη.
Ίσως το τρίτο σχοινί της φωτογραφίας προοριζόταν για αυτόν.
Ο δικτάτορας όμως ήταν αμετάπειστος, όταν τον παρακάλεσαν, τόσο ο πρόεδρος της δημοκρατίας Κουντουριώτης, όσο και οι δικαστές, να μην εκτελεστούν οι δύο αντισυνταγματάρχες.
Το σπουδαίο γεγονός της ημέρας δεν ήταν κάποια κοσμική εκδήλωση, αλλά η κρεμάλα που περίμενε τους δύο καταχραστές του δημοσίου χρήματος...
Τον Αντισυνταγματάρχη Διαχειρίσεως, Διονύσιο Δρακάτο, και τον Αντισυνταγματάρχη της Χωροφυλακής και Διευθυντή της Αστυνομίας στη Θεσσαλονίκη, Γ. Ζαφειρόπουλο.
«Υπήρχον πολλοί οίτινες και διενυκτέρευσαν εκεί. Από της 7ης δε ώρας μια ατελεύτητος σειρά αυτοκινήτων εκόμιζε διαρκώς νέα κύματα κόσμου», έγραφαν οι εφημερίδες, για την πρωτοφανή συγκέντρωση πολιτών, που ήθελαν να παρακολουθήσουν το μακάβριο θέαμα.
Στις 9 το πρωί, οι δύο μελλοθάνατοι μεταφέρθηκαν στον χώρο της εκτέλεσης. Καθαιρέθηκαν και ανέβηκαν στην εξέδρα ..
.....που είχε στηθεί.
Ο δήμιος, που είχε προσληφθεί με αγγελία, τους φόρεσε κουκούλες που έφταναν ως τους ώμους, έδεσε τα χέρια τους πίσω από την πλάτη, πέρασε το σχοινί στον λαιμό και τους κρέμασε.
Ο Δρακάτος πέθανε αμέσως, ενώ ο Ζαφειρόπουλος «έσβησε» λίγα λεπτά μετά.
Η κρεμάλα δεν είχε εφαρμοστεί καλά στον λαιμό του... Μετά τον απαγχονισμό, στρατιωτικό τμήμα παρέλασε «προ των αιωρούμενων πτωμάτων». Σύμφωνα με το καθεστώς, η δικαιοσύνη για τις κομπίνες στη Μικρά Ασία είχε αποδοθεί.
Δρακάτος και Ζαφειρόπουλος, λίγη ώρα πριν από τον απαγχονισμό.
Οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν στους συνολικά 20 κατηγορούμενους, μεταξύ των οποίων μια γυναίκα (δακτυλογράφος), ανώτεροι αξιωματικοί, πολίτες και οι δύο αντισυνταγματάρχες, ήταν βαριές.
Απάτη κατά του Δημοσίου, πλαστογραφία, χρήση πλαστών εγγράφων και καταχρήσεις στις επιτάξεις, που έγιναν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας.
Δηλαδή, πολίτες και έμποροι ζητούσαν να αποζημιωθούν με υψηλά ποσά, για τις επιτάξεις που είχε κάνει ο στρατός σε τρόφιμα και υλικό.
Όμως, σύμφωνα με την κυβέρνηση Πάγκαλου, αυτές οι επιτάξεις δεν είχαν γίνει ποτέ. Αποτέλεσμα ήταν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, πολίτες και στρατιωτικοί να «τρώνε» τα χρήματα του λαού.
Η δίκη άρχισε τον Οκτώβριο του 1925 και οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν στο ειδικό δικαστήριο με επτά βουλεύματα σε βάρος τους.
Το διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο καθιερωνόταν ο θάνατος δια απαγχονισμού για καταχρήσεις, είχε ψηφιστεί από τον Ιούλιο του ίδιου έτους, δηλαδή ένα μήνα μετά το πραξικόπημα Πάγκαλου.
Η υπερασπιστική γραμμή των συνηγόρων ήταν, ότι ο νόμος δεν μπορούσε να εφαρμοστεί, επειδή είχε ψηφιστεί μετά από την τέλεση των αδικημάτων.
Τελικά, ο επίτροπος της δίκης ζήτησε τη θανατική ποινή για 9 κατηγορούμενους, αλλά το δικαστήριο αποφάσισε να οδηγηθούν στην κρεμάλα οι τρεις από αυτούς.
Ο τρίτος ήταν ο Αϊδινλής, μεγαλέμπορος της εποχής, στον οποίο ο Πάγκαλος έδωσε χάρη.
Ίσως το τρίτο σχοινί της φωτογραφίας προοριζόταν για αυτόν.
Ο δικτάτορας όμως ήταν αμετάπειστος, όταν τον παρακάλεσαν, τόσο ο πρόεδρος της δημοκρατίας Κουντουριώτης, όσο και οι δικαστές, να μην εκτελεστούν οι δύο αντισυνταγματάρχες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου