Καμιά φορά αναρωτιέμαι τι τελικά συμβαίνει με τους ανθρώπους και ξυπνά μέσα τους ο νόστος όταν εγκαταλείπουν τον τόπο που γεννήθηκαν και για κάποιον λόγο αναγκάζονται να ζήσουν αλλού.
Το έβλεπα αυτό παλαιοτέρα στην Αθήνα, όπου κοιτούσα τα μάτια μεσόκοπων και ηλικιωμένων ανθρώπων να φωτίζονται όταν έρχονταν η κουβέντα στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, στο χωριό τους.
Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και στο πλοίο όταν έκανα την στρατιωτική μου θητεία και συζητούσα με νέα παιδιά που ως επί το πλείστoν κατάγονταν από την Μακεδονία ή την Θράκη· χαρακτηριστικό για τα πληρώματα των αρματαγωγών εκείνης της εποχής.
Θυμάμαι τον Μωχάμεντ που ήταν ειδικευόμενος τότε –τώρα σίγουρα θα έχει τελειώσει κι ίσως έχει βρει ήδη θέση Consultant στο NHS.
Ήταν μουσουλμάνος και ζούσε στο Αχμενταμπάντ -ή κάπως έτσι-, μια πόλη μουσουλμανική στην βορειοδυτική Ινδία και έφυγε μαζί με την οικογένεια του, όταν ο τότε Ινδουιστής κυβερνήτης της επαρχίας όπου βρίσκεται η πόλη του –και τωρινός πρωθυπουργός της Ινδίας– εξαπέλυσε αληθινό πογκρόμ ενάντια στον ντόπιο μουσουλμανικό πληθυσμό, προκαλώντας τον ..θάνατο εκατοντάδων αθώων ανθρώπων.
Ο Μωχάμεντ ήταν γιατρός, γνώριζε καλά Αγγλικά και το μόνο που χρειάστηκε να κάνει ήταν να απευθυνθεί σε ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας στο Λονδίνο που τον βοήθησε να βρει θέση για να συνεχίσει την ειδικότητα του σε κάποιο νοσοκομείο του NHS.
Δεν χρειάστηκε να θαλασσοπνιγεί στο Αιγαίο, ούτε χρειάστηκε να ακούσει κάποιον χρυσαυγίτη Έλληνα ή κανέναν Αυστριακό μπάτσο της Frontex να τον αποκαλεί «βρωμιάρη».
Απέφυγε επίσης την επαναπροώθηση στην «ασφαλή Τουρκία» από την ΠΔΦΑ κυβέρνηση του υπουργού Κουφάλα, με το αιτιολογικό ότι καταγόταν από την επίσης «ασφαλή» Ινδία.
Ο Μωχάμεντ λοιπόν –που ήταν πιστός μουσουλμάνος– κάθε μεσημέρι μου ζητούσε την άδεια για να πάει να προσευχηθεί.
Το έκανε αρκετές φορές, μέχρι που κατόρθωσα να του ξεκαθαρίσω πως δεν χρειάζεται να ζητάει άδεια από μένα για αυτόν τον λόγο.
Κάποια στιγμή ήρθε η κουβέντα στην θρησκεία και με ρώτησε κάτι σχετικά με την Ορθοδοξία.
Του είπα πως δεν είμαι χριστιανός και δεν πιστεύω στον θεό και μου απάντησε αμέσως πως του φαίνεται πολύ παράξενο αυτό, δεδομένου ότι έβλεπε πως είμαι «ένας πολύ καλός κι έντιμος άνθρωπος».
Με ρώτησε γιατί και του παρέθεσα την φράση του δικού μας Νίκου Καζαντζάκη πως «όσο υπάρχουν παιδιά που πεθαίνουν από την φτώχεια και την πείνα, θεός δεν υπάρχει».
Το είδα στα μάτια του πως κλονίστηκε λιγάκι. Μπορεί πάλι να ξαφνιάστηκε μονάχα.
Πάντως, χαμογέλασε και η συζήτηση σταμάτησε εκεί.
Φυσικά, συνεχίσαμε να μιλάμε για όλα τα υπόλοιπα θέματα, μεταξύ των οποίων ένα από τα αγαπημένα ήταν οι διακοπές που θα κάναμε το καλοκαίρι.
Το καλοκαίρι που εγώ θα πήγαινα στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου, την Ελλάδα, και ο Μωχάμεντ στην ωραιότερη περιοχή του πλανήτη, στην Ινδία.
Ένας άλλος συνάδελφος ταξίδευε κάθε καλοκαίρι στην Σρι Λανκα που την είχε καταστρέψει ο 25ετής εμφύλιος και το τσουνάμι.
Μπορούσε να μείνει στο καλύτερο 6-άστερο Resort αλλά αυτός επέστρεφε στο φτωχικό χωριό του.
Το ίδιο κι ο ουρολόγος που άπαξ και άνοιγες την κουβέντα μπορούσε να μιλάει με τις ώρες για την πατρίδα του την Νιγηρία.
Οι άνθρωποι βλέπουν πάντα με τα μάτια της καρδιάς τους και βαθιά στην ψυχή τους υπάρχει εκείνο το μικρό παιδί που υπήρξαν κάποτε.
Η παιδική μας ηλικία μας τραβάει να γυρίσουμε πίσω.
Το μυαλό να μείνουμε μακριά.
Και είναι πολλές φορές που η απόσταση θολώνει την κρίση και παραποιεί την εικόνα, εξωραΐζοντάς την υποσυνείδητα.
Ίσως να είναι κι ένας καλός κι αποδοτικός μηχανισμός άμυνας για τα πρώτα δύσκολα χρόνια της ξενιτιάς.
Η πραγματικότητα μιας καλύτερης ζωής στο εξωτερικό από την μια, κι η ονειρική πατρίδα από την άλλη.
Η πατρίδα που κάποια στιγμή εκσυγχρονίζεται, εκδημοκρατίζεται, γίνεται χώρα δικαίου κι ανοίγει τις αγκάλες της για να μας δεχτεί όλους πίσω.
Όλοι μας επιστρέφουμε πίσω το καλοκαίρι, ευτυχισμένοι και με τις τσέπες γεμάτες χρήματα.
Όλα ωραία.
Μα όπως έλεγε κι η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, «όλοι περνούν καλά την Κυριακή. Τις υπόλοιπες όμως μέρες της βδομάδας, τι γίνεται;».
Εμένα πια ο νόστος με πιάνει όλο και πιο σπάνια.
Για τις φορές αυτές έχω βρει το γιατρικό.
Βλέπω στο internet την ταινία «Ο πλανήτης των Πιθήκων».
Το τέλος ειδικά είναι αποκαλυπτικό και πολύ διδακτικό.
Φιλιά από την Εσπερία Ηλίας
Υ.Γ. Ο Πλανήτης των Πιθήκων είναι τελικά η γη, ο φαντασιακός και λυτρωτικός μας προορισμός που όμως δεν υπάρχει με τον τρόπο που εμείς το θέλουμε. Ζούμε μια ζωή υπό τους όρους που μας επιβάλλει το σύστημα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, περνάμε 48 βδομάδες σκληρής εργασίας –με ζέστη ή κρύο, ήλιο ή σκοτάδι– και 4 βδομάδες διακοπών στο «κάπου», με αντάλλαγμα ένα αξιοπρεπές επίπεδο καταναλωτικής δύναμης. Μας φαντάζομαι κάποιες φορές σαν ήρωες παιγνιδιών του Play Station που χάνουν δυνάμεις όσο το παιγνίδι εξελίσσεται και χρειάζεται να ξαναφορτώσουν για να μην χαθούν από την οθόνη. Ίσως πάλι να είμαστε εμείς τα Pokemon που κάποιοι άλλοι μαζεύουν με μανία. Η ίδια εικόνα μέσα στην μεγαλύτερη εικόνα.
Τελικά, η λύση μπορεί να είναι αυτό το “Hippie” που έχεις στο προφίλ σου στο Twitter, φαντάζομαι όμως πως ήδη θα γνωρίζεις πόσο κόπο και πόση μοναξιά κρύβει η λέξη αυτή στον κόσμο που ζούμε. Σίγουρα, πάντως, δεν είναι η λύση που μπορούν να επιφυλάξουν οι περισσότεροι για τον εαυτό τους. Προέχουν οι λέξεις ελπίδα, πίστη, υπομονή και υποταγή.
(Αγαπητέ Ηλία, πρόσφατα διάβασα έναν διάλογο του Ματ Ντέιμον με τον Prince, τον οποίο, φυσικά, αποκάλυψε ο πρώτος. Μετά από μια συναυλία του Prince στο Λονδίνο, ο Ματ Ντέιμον πήγε στα καμαρίνια και κάποια στιγμή ρώτησε τον Prince αν ζει στην Μινεάπολη. Ο Prince του απάντησε «Ζω μέσα στην καρδιά μου, Ματ Ντέιμον».
Η καρδιά είναι η πατρίδα. Ηλία, δεν είναι καθόλου τυχαίο το θέμα της Οδύσσειας, ούτε η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Ο Όμηρος έχει απαντήσει με τον καλύτερο τρόπο στο τι είναι η πατρίδα για τον άνθρωπο, πολύ πριν εμφανιστεί ο εθνικισμός, ο καπιταλισμός, ο χριστιανισμός και κάθε άλλος -ισμός. Ηλία, η μοναξιά του Οδυσσέα είναι η μοναξιά του κάθε ανθρώπου. Μοναχικός είναι ο βίος των ανθρώπων, όσο κι αν οι περισσότεροι πιστεύουν το αντίθετο. Πάντα το ταξίδι είναι μοναχικό.
Ταξίδι είναι η ζωή. Και στο ταξίδι υπάρχουν στιγμές μαγικές και φωτεινές, όταν σμίγεις με άλλους μοναχικούς ταξιδιώτες. Αλλά όχι για πάντα. Για πάντα μόνο ο θάνατος. Και η ζωή. Να είσαι καλά, Ηλία.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου