του Γεώργιου Τσότσου,
στο περιοδικό NEMECIS (2001)
στο περιοδικό NEMECIS (2001)
Μοναστήρι – Κρούσοβο
Ο ελληνισμός μπορεί να μειώθηκε μέχρις εξαφανίσεως στο νοτιοδυτικό άκρο της ΠΓΔΜ (Αχρίδα) και στο βόρειο (Σκόπια), παρέμεινε όμως ισχυρός καθ’ όλην την διάρκεια του 20ού αιώνα στην περιοχή της Πελαγονίας με βασικά προπύργια το Μοναστήρι και το Κρούσοβο.
Στο Μοναστήρι από το 1870 μέχρι το 1912 οργίαζαν ποικίλες εθνικές προπαγάνδες: βουλγαρική, σερβική, ρουμανική. Επίσης δρούσαν Γάλλοι Λαζαριστές, Παπικοί Ουνίτες, Ιησουίτες, Ιταλοί και Αυστριακοί πρόξενοι, όλοι φιλοβούλγαροι και όλοι επιστήμονες του ανθελληνισμού. Όμως, οι βλαχόφωνοι Έλληνες του Μοναστηρίου παρουσίασαν πρωτοφανή οικονομική, πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη κατά τον 19ο αιώνα, η οποία τους επέτρεψε να χρηματοδοτήσουν εκκλησίες, σχολεία κάθε είδους, συλλόγους και επιτροπές αγώνα, με τα οποία μπόρεσαν να αντέξουν στις ξένες πιέσεις για στροφή προς την βουλγαρική και ρουμανική εθνική συνείδηση.
Πλειοψηφώντας στον χριστιανικό πληθυσμό έναντι των βουλγαριζόντων, διατήρησαν την οικονομική και πολιτιστική τους υπεροχή μέχρι το 1912. Ενδεικτικό της οικονομικής ακμής του μοναστηριώτικου ελληνισμού είναι το γεγονός ότι η ελληνική κοινότητα Μοναστηρίου εξέδωσε και δικό της νόμισμα [20], ενώ χαρακτηριστικό του εθνικού αυτοπροσδιορισμού της ίδιας κοινότητας είναι το υπόμνημα που απηύθυναν προς τις Μεγάλες Δυνάμεις το 1903, το οποίο κατέληγε: “…λαλούμεν ελληνιστί, βουλγαριστί, βλαχιστί, αλβανιστί, αλλ’ ουδέν ήττον εσμέν άπαντες Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν ν’ αμφισβητεί προς ημάς τούτο”.[21]
Πλειοψηφώντας στον χριστιανικό πληθυσμό έναντι των βουλγαριζόντων, διατήρησαν την οικονομική και πολιτιστική τους υπεροχή μέχρι το 1912. Ενδεικτικό της οικονομικής ακμής του μοναστηριώτικου ελληνισμού είναι το γεγονός ότι η ελληνική κοινότητα Μοναστηρίου εξέδωσε και δικό της νόμισμα [20], ενώ χαρακτηριστικό του εθνικού αυτοπροσδιορισμού της ίδιας κοινότητας είναι το υπόμνημα που απηύθυναν προς τις Μεγάλες Δυνάμεις το 1903, το οποίο κατέληγε: “…λαλούμεν ελληνιστί, βουλγαριστί, βλαχιστί, αλβανιστί, αλλ’ ουδέν ήττον εσμέν άπαντες Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν ν’ αμφισβητεί προς ημάς τούτο”.[21]
Στο Κρούσοβο, ορεινή βλαχόφωνη κωμόπολη βόρεια του Μοναστηρίου, ο ελληνισμός είχε ανέκαθεν συντριπτική πλειοψηφία. Οι Κρουσοβίτες ασχολήθηκαν με το εμπόριο [22] και ανέπτυξαν την Παιδεία σε τέτοιο βαθμό ώστε ανέδειξαν πέντε καθηγητές των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης [23], μεταξύ των οποίων και ο Αλέξανδρος Σβώλος. Αποκορύφωμα της εθνικής προσφοράς του Κρουσόβου υπήρξε το ολοκαύτωμα του 1903, κατά την ψευδοεπανάσταση του Ήλιντεν, που ήταν μια κλασική προβοκάτσια των Βουλγάρων κομιτατζήδων για να εκθέσουν τους οικισμούς – προπύργια του ελληνισμού στα τουρκικά αντίποινα. Οι Τούρκοι λεηλάτησαν και έκαψαν το Κρούσοβο, εκτός από την βουλγαρική συνοικία που έμεινε άθικτη [24]. Η καταστροφή του Κρουσόβου αποτέλεσε το έναυσμα για την εθνική αφύπνιση στην Αθήνα και την κινητοποίηση επιτροπών ιδιωτών αλλά και του κράτους, με αποτέλεσμα την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας προς τους αγωνιζόμενους Μακεδόνες και την έναρξη της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908).
Η στάση του ελληνικού κράτους 1850-1912
Αξίζει να τονιστεί η στάση και η πολιτική του ελληνικού κράτους για τον ελληνισμό της Πελαγονίας στο διάστημα 1850-1904: Πλήρης αδιαφορία. Οι ελληνικές κυβερνήσεις περί άλλων μεριμνούσαν και ετύρβαζαν. Απασχολημένες με τα “εθνικά σπορ” της ομφαλοσκόπησης, του κομματισμού και της ρουσφετολογίας, ενδιαφέρονταν, απ’ όλα τα εξωτερικά θέματα, μόνο για το Κρητικό Ζήτημα. Την Κρήτη όμως κανένας δεν διεκδικούσε από το οθωμανικό κράτος, ενώ την Μακεδονία εποφθαλμιούσαν Βούλγαροι και Σέρβοι, οι οποίοι εργάζονταν συστηματικά για τον σκοπό αυτό.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του τότε πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Νεοκλή Καζάζη με τα οποία στηλίτευε την αδιαφορία της Αθήνας για το Μακεδονικό: “…η πρωτεύουσα του ελευθέρου και του αλυτρώτου ελληνισμού, η νέα Βαβυλών διεσκέδαζε κατατριβομένη εις συγκρούσεις πολιτικάς και κοινωνικήν ευθυμίαν. Προς τας επικρεμαμένας μεγάλας συμφοράς του ελληνισμού ελάχιστοι παρείχον προσοχήν (και ούτοι εχλευάζοντο, αν μη κατεφρονούντο. Το πολύ των κατοίκων συνεζήτει μετ’ αδιαφορίας περί των δυναμένων να συμβώσι… θα καταστεί η Μακεδονία βουλγαρική. Εκ τούτου τι θέλομεν απολέσει ημείς οι κοσμοπολίται της πρωτευούσης του ελευθέρου κράτους;” [25], ενώ ο ίδιος σε άλλο σημείο τόνιζε: “Αίσχος εις λαόν διασκεδάζοντα, μίαν μόνην απόλαυσιν αισθανόμενον, τον παρασιτισμόν εις βάρος του δημοσίου ταμείου!”.
Αν δεν υπήρχε η αντίσταση των ντόπιων Μακεδόνων στον σλαβισμό, με την συμπαράσταση ορισμένων ιδιωτών από την Αθήνα (Νοτιοελλαδιτών και αποδήμων Μακεδόνων), η Μακεδονία θα είχε χαθεί για την Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα, πριν καλά-καλά το αντιληφθεί το επίσημο κράτος, όπως ακριβώς έγινε με την Ανατολική Ρωμυλία το 1906.
Αν δεν υπήρχε η αντίσταση των ντόπιων Μακεδόνων στον σλαβισμό, με την συμπαράσταση ορισμένων ιδιωτών από την Αθήνα (Νοτιοελλαδιτών και αποδήμων Μακεδόνων), η Μακεδονία θα είχε χαθεί για την Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα, πριν καλά-καλά το αντιληφθεί το επίσημο κράτος, όπως ακριβώς έγινε με την Ανατολική Ρωμυλία το 1906.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα ελληνικά σχολεία στην Πελαγονία, όπως και σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια, ήταν ιδιωτικά, συντηρούμενα από τις χρηματοδοτήσεις των ελληνικών κοινοτήτων και από κληροδοτήματα ευεργετών, χωρίς το ελληνικό κράτος να πληρώσει ούτε δραχμή γι’ αυτά. Οι σλαβόφωνες και βλαχόφωνες οικογένειες με ελληνική εθνική συνείδηση προτιμούσαν να πληρώνουν για να φοιτούν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολεία, παρά να τα στέλνουν στα αντίστοιχα βουλγαρικά και ρουμανικά, παρ’ όλο που στα τελευταία η φοίτηση ήταν δωρεάν, επειδή αυτά χρηματοδοτούντο πλουσιοπάροχα από τις βουλγαρικές και ρουμανικές
κυβερνήσεις.
κυβερνήσεις.
Από το 1904 ως το 1908 ανταρτικά σώματα εθελοντών προερχόμενα από το ελεύθερο ελληνικό κράτος (κυρίως Κρητικοί) έδρασαν και στην Πελαγονία, στηρίζοντας έτσι τον αγώνα των ντόπιων ελληνικών ανταρτικών σωμάτων εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων και του τουρκικού στρατού.
Γενικά στον χώρο της ΠΓΔΜ και για την χρονική περίοδο από τα μέσα του 19ου αιώνα ως το 1912, η έκβαση της διαμάχης μεταξύ Ελλήνων, Βουλγάρων και Σέρβων για το ζήτημα της επιρροής στους σλαβόφωνους κατοίκους, ήταν ευνοϊκή για τους Βουλγάρους, οι οποίοι κατόρθωσαν όχι μόνο να επικρατήσουν στο θέμα της αναζήτησης εθνικής ταυτότητας των σλαβοφώνων, εις βάρος των Σέρβων και των Ελλήνων, αλλά και να περιορίσουν ουσιαστικά την ελληνική παρουσία. Εξαίρεση αποτέλεσε, όπως παραπάνω τονίστηκε, η περί το Μοναστήρι περιοχή της Πελαγονίας, όπου ο βλαχόφωνος πληθυσμός στην ολότητά του και ο σλαβόφωνος στην πλειονότητά του, διατήρησαν την ελληνική εθνική συνείδηση και παιδεία.
Η περίοδος 1912-1945
Μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό το 1912 και την υπαγωγή της περιοχής στο νεοσύστατο Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, που αργότερα ονομάστηκε Γιουγκοσλαβία, η κατάσταση του ελληνισμού στον χώρο της ΠΓΔΜ άλλαξε προς το χειρότερο. Οι Σέρβοι έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και τις ελληνικές εκκλησίες και απαγόρευσαν την χρήση της ελληνικής γλώσσας και οποιαδήποτε εκδήλωση εθνικής συνείδησης, πλην της σερβικής.
Μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού της Πελαγονίας μετανάστευσε στο ελληνικό έδαφος, κυρίως στην Φλώρινα και στην Θεσσαλονίκη, ενώ οι Σέρβοι μετέφεραν Βόσνιους και Κροάτες στην Πελαγονία με στόχο την εθνολογική αλλοίωση της περιοχής [26].
Μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού της Πελαγονίας μετανάστευσε στο ελληνικό έδαφος, κυρίως στην Φλώρινα και στην Θεσσαλονίκη, ενώ οι Σέρβοι μετέφεραν Βόσνιους και Κροάτες στην Πελαγονία με στόχο την εθνολογική αλλοίωση της περιοχής [26].
Παρόμοια ήταν η πολιτική του γιουγκοσλαβικού κράτους και για τη βουλγαρική πλειοψηφία του σλαβικού πληθυσμού στον χώρο της ΠΓΔΜ (τότε Vardarska Banovina): Έκλεισαν τα βουλγαρικά σχολεία, διώχθηκαν οι Βούλγαροι δάσκαλοι και ιερείς και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του βουλγαρικού Τύπου [27].
Γενικά το γιουγκοσλαβικό κράτος με ποικίλες πιέσεις προσπάθηκε επί σχεδόν τριάντα χρόνια (1913-1941) να πείσει τους Βουλγάρους, Αλβανούς και Έλληνες κατοίκους της σημερινής ΠΓΔΜ ότι είναι “Παλαιοί Σέρβοι” (Stari Srbji), οι οποίοι είχαν χάσει την εθνική τους ταυτότητα[28]. Παράλληλα, κατά την διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους (1916-18 και 1941-44), οι βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις επιδόθηκαν και πάλι σε προσπάθεια εκβουλγαρισμού του ελληνικού στοιχείου.
Χαρακτηριστικές των αλλεπάλληλων σερβικών και βουλγαρικών καταπιέσεων επί των ελληνικών πληθυσμών της Πελαγονίας, υπήρξαν οι διαδοχικές αλλαγές των ελληνικών επωνύμων: ο Παναγιωτίδης, λ.χ. μετονομάστηκε από τους Σέρβους το 1913 σε Παναγιώτοβιτς, από τους Βουλγάρους το 1916 Παναγιώτωφ, από τους Σέρβους το 1919 πάλι Παναγιώτοβιτς, από τους Βουλγάρους το 1941 Παναγιώτωφ και τέλος από τους (Σλαβο-) “Μακεδόνες” του Τίτο το 1945 Παναγιωτόφσκυ. Η κατάληξη των ελληνικών επωνύμων σε -σκυ υιοθετήθηκε από το ομόσπονδο κράτος των Σκοπίων, ως μιά ουδέτερη, σλαβικού χαρακτήρα, κατάληξη, εφ’ όσον η κατάληξη -ωφ θύμιζε Βουλγαρία και η κατάληξη -ιτς Σερβία. Μέχρι και σήμερα τα επώνυμα των ελληνικής καταγωγής κατοίκων της ΠΓΔΜ φέρουν την κατάληξη -σκυ, με πρώτο συνθετικό το παλιό ελληνικό επώνυμο.
Γενικά το γιουγκοσλαβικό κράτος με ποικίλες πιέσεις προσπάθηκε επί σχεδόν τριάντα χρόνια (1913-1941) να πείσει τους Βουλγάρους, Αλβανούς και Έλληνες κατοίκους της σημερινής ΠΓΔΜ ότι είναι “Παλαιοί Σέρβοι” (Stari Srbji), οι οποίοι είχαν χάσει την εθνική τους ταυτότητα[28]. Παράλληλα, κατά την διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους (1916-18 και 1941-44), οι βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις επιδόθηκαν και πάλι σε προσπάθεια εκβουλγαρισμού του ελληνικού στοιχείου.
Χαρακτηριστικές των αλλεπάλληλων σερβικών και βουλγαρικών καταπιέσεων επί των ελληνικών πληθυσμών της Πελαγονίας, υπήρξαν οι διαδοχικές αλλαγές των ελληνικών επωνύμων: ο Παναγιωτίδης, λ.χ. μετονομάστηκε από τους Σέρβους το 1913 σε Παναγιώτοβιτς, από τους Βουλγάρους το 1916 Παναγιώτωφ, από τους Σέρβους το 1919 πάλι Παναγιώτοβιτς, από τους Βουλγάρους το 1941 Παναγιώτωφ και τέλος από τους (Σλαβο-) “Μακεδόνες” του Τίτο το 1945 Παναγιωτόφσκυ. Η κατάληξη των ελληνικών επωνύμων σε -σκυ υιοθετήθηκε από το ομόσπονδο κράτος των Σκοπίων, ως μιά ουδέτερη, σλαβικού χαρακτήρα, κατάληξη, εφ’ όσον η κατάληξη -ωφ θύμιζε Βουλγαρία και η κατάληξη -ιτς Σερβία. Μέχρι και σήμερα τα επώνυμα των ελληνικής καταγωγής κατοίκων της ΠΓΔΜ φέρουν την κατάληξη -σκυ, με πρώτο συνθετικό το παλιό ελληνικό επώνυμο.
Η σημερινή κατάσταση
Το επίσημο ελληνικό κράτος, πιστό στην πατροπαράδοτη έλλειψη οποιασδήποτε εξωτερικής πολιτικής για τις ελληνικές μειονότητες στις γειτονικές χώρες (Β.Ήπειρος, Κων/πολη, Ίμβρος – Τένεδος), αδιαφόρησε πλήρως και για την προσπάθεια αφελληνισμού της Πελαγονίας από τους Σέρβους στο διάστημα 1913-1941, όπως είχε κάνει και κατά την εποχή της πρώιμης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα (1870-1904) και όπως έμελλε να κάνει απέναντι στην προσπάθεια οριστικής εξαφάνισης του ελληνισμού της Πελαγονίας από το ομόσπονδο κράτος των Σκοπίων από το 1945 μέχρι και σήμερα.
Αποτέλεσμα της μακροχρόνιας και συστηματικής σλαβικής προπαγάνδας και καταπίεσης, ήταν η προοδευτική προσχώρηση των σλαβοφώνων Ελλήνων της Πελαγονίας (που είχαν αγωνιστεί για την ελληνικότητά τους κατά το Μακεδονικό Αγώνα 1870-1912) στην “μακεδονική” εθνότητα. Όμως η πολύχρονη πλύση εγκεφάλου που υπέστησαν οι κάτοικοι της ΠΓΔΜ για εμπέδωση της “μακεδονικής εθνότητας” δεν πέρασε στους βλαχόφωνους κατοίκους της Πελαγονίας.
Αποτέλεσμα της μακροχρόνιας και συστηματικής σλαβικής προπαγάνδας και καταπίεσης, ήταν η προοδευτική προσχώρηση των σλαβοφώνων Ελλήνων της Πελαγονίας (που είχαν αγωνιστεί για την ελληνικότητά τους κατά το Μακεδονικό Αγώνα 1870-1912) στην “μακεδονική” εθνότητα. Όμως η πολύχρονη πλύση εγκεφάλου που υπέστησαν οι κάτοικοι της ΠΓΔΜ για εμπέδωση της “μακεδονικής εθνότητας” δεν πέρασε στους βλαχόφωνους κατοίκους της Πελαγονίας.
Το μεγαλύτερο μέρος των Βλάχων του Μοναστηρίου και του Κρουσόβου μιλούν ακόμη τα ελληνικά και διατηρούν την ελληνική εθνική συνείδηση, ακόμη και όταν φοβούνται να την εκδηλώσουν ανοιχτά (κυρίως από το 1990 και εντεύθεν).
Οι κυβερνήσεις της ανεξάρτητης πλέον ΠΓΔΜ, γνωρίζοντας το γεγονός αυτό, αποδύθηκαν πρόσφατα σε μιά προσπάθεια προσεταιρισμού των βλαχοφώνων, χρησιμοποιώντας την παλιά μέθοδο της ρουμανοποίησης: Ισχυρίζονται ότι οι Βλάχοι της ΠΓΔΜ δεν είναι Έλληνες αλλά ιδιαίτερη εθνότητα, συγγενής προς την ρουμανική, γι’ αυτό και ενθαρρύνουν την δημιουργία βλαχικών πολιτιστικών σωματείων, με στόχο την απόσπασή τους από την προσήλωση προς τον ελληνισμό.
Οι κυβερνήσεις της ανεξάρτητης πλέον ΠΓΔΜ, γνωρίζοντας το γεγονός αυτό, αποδύθηκαν πρόσφατα σε μιά προσπάθεια προσεταιρισμού των βλαχοφώνων, χρησιμοποιώντας την παλιά μέθοδο της ρουμανοποίησης: Ισχυρίζονται ότι οι Βλάχοι της ΠΓΔΜ δεν είναι Έλληνες αλλά ιδιαίτερη εθνότητα, συγγενής προς την ρουμανική, γι’ αυτό και ενθαρρύνουν την δημιουργία βλαχικών πολιτιστικών σωματείων, με στόχο την απόσπασή τους από την προσήλωση προς τον ελληνισμό.
Οι στατιστικές του κράτους των Σκοπίων δεν αναφέρουν ελληνική μειονότητα. Παραδέχονται βέβαια πως υπάρχει βλαχική μειονότητα, στην οποία καταλογίζουν λίγες χιλιάδες μόνον κατοίκους της ΠΓΔΜ [29]. Είναι πολύ πιθανό ότι οι Έλληνες στο γειτονικό κράτος ανέρχονται σε περισσότερους από 100.000, χωρίς να είναι δυνατή ακριβής εκτίμηση. Ελάχιστοι απ’ όσους έχουν ελληνική καταγωγή τολμούν να εκδηλωθούν ανοιχτά, επειδή υπάρχει ένας απέραντος φόβος και η βεβαιότητα ότι το ελληνικό κράτος δεν πρόκειται να τους προστατεύσει.
Αψευδείς μάρτυρες της ιστορικής παρουσίας του ελληνισμού στον χώρο της Πελαγονίας είναι τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά μνημεία, κοσμικά και εκκλησιαστικά. Στην Αχρίδα, το αρχοντικό Ρόμπη (σήμερα Αρχαιολογικό Μουσείο) είναι το κόσμημα της παραδοσιακής συνοικίας της πόλης. Χτίστηκε από την οικογένεια Ρόμπη, ένα μέρος της οποίας προσχώρησε αργότερα στον βουλγαρισμό και μετονομάστηκε σε Robev και ένα μέρος παρέμεινε πιστό στον ελληνισμό. Απόγονοι του τελευταίου κλάδου ζουν σήμερα στην Φλώρινα.
Στο Κρούσοβο, σώζονται επίσης ορισμένα από τα παλιά ελληνικά αρχοντικά της εποχής της ακμής του 19ου αιώνα [30].
Η παρουσία του ελληνισμού είναι εντονότερη στο Μοναστήρι, όπου σώζονται πολλά νεοκλασικά κτίρια του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.
Στο Κρούσοβο, σώζονται επίσης ορισμένα από τα παλιά ελληνικά αρχοντικά της εποχής της ακμής του 19ου αιώνα [30].
Η παρουσία του ελληνισμού είναι εντονότερη στο Μοναστήρι, όπου σώζονται πολλά νεοκλασικά κτίρια του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.
Μεγαλύτερη ιστορική σημασία έχουν τα εκκλησιαστικά μνημεία, τα οποία, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, υφίστανται συστηματική παραχάραξη κατά τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με καταγγελίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και στον ελληνικό Τύπο, γίνονται καταστροφές σε ελληνικά νεκροταφεία [31]. Ενδεικτικές περιπτώσεις αποτελούν επίσης η κατεδάφιση μέρους της (πρώην ελληνικής) Μονής του Οσίου Ναούμ Αχρίδας και η ανέγερση ξενοδοχείου στη θέση της, καθώς και οι μετατροπές που γίνονται στον ναό του Αγίου Δημητρίου Μοναστηρίου, πρώην ναό της πατριαρχικής ελληνικής κοινότητας (πριν το 1913) [32].
Συμπεράσματα
Αν στην Αχρίδα και σε άλλες πόλεις της ΠΓΔΜ ο ελληνισμός έχει προ πολλού περιορισθεί σε λίγες οικογένειες, ωστόσο στο Μοναστήρι και στα άλλα βλαχόφωνα κέντρα της Πελαγονίας εξακολουθεί να υπάρχει, επιδεικνύοντας πρωτοφανή καρτερικότητα, σε πείσμα της νεοελληνικής άγνοιας και αδιαφορίας.
Η πλήρης εγκατάλειψή του από το ελληνικό κράτος μετά το 1913 υπήρξε εθνική παράλειψη, που παρόμοιά της δεν θα βρει κανείς στην ιστορία των γειτονικών λαών Σέρβων, Βουλγάρων, Αλβανών και Τούρκων, όσο και αν ψάξει. Το πατροπαράδοτο εθνικό δόγμα τού “δεν διεκδικούμε τίποτα” και η νεοελληνική ανεμελιά τού “ου φροντίς Ιπποκλείδη” βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στην περίπτωση αυτή, με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις παλαιότερων και σύγχρονων πολιτικών που έδειξαν ενδιαφέρον για το ζήτημα αυτό, χωρίς όμως να προκύψουν ουσιαστικά αποτελέσματα.
Πρόκειται όμως για τους ίδιους Έλληνες ομογενείς [33], οι οποίοι σε όλη την ιστορική τους πορεία στάθηκαν άξιοι της ελληνικότητάς τους, την οποία δεν εγκατέλειψαν ούτε στην σύγχρονη εποχή της πτώσης των ιδεολογιών και της παγκοσμιοποίησης. Την απέδειξαν δε, στο παρελθόν, τόσο με την οικονομική και πνευματική ανάπτυξη που επέδειξαν, όσο και με την συμμετοχή τους στους εθνικούς αγώνες. Ουσιαστικά εφάρμοσαν στην πράξη την αρχαία ρήση“Πυθαγόρας ερωτηθείς πως δει αγνωμονούση πατρίδι προσφέρεσθαι, είπεν ως μητρί”. Η ελληνική μειονότητα της Πελαγονίας (και γενικά της ΠΓΔΜ) είναι η πιο αδικημένη, η πιο λησμονημένη, η πιο αγνοημένη από όλες τις ελληνικές μειονότητες και παροικίες του εξωτερικού. Φυσικά, είναι και η πιο ανοργάνωτη.
Όπως γίνεται συνήθως στην Ελλάδα, το κενό του ενδιαφέροντος για την μειονότητα της ΠΓΔΜ προσπαθούν να καλύψουν ορισμένοι ιδιωτικοί φορείς και μεμονωμένα άτομα, με στόχο την πολιτιστική συνεργασία με ανάλογους φορείς τής εκεί μειονότητας, ενεργώντας με προσοχή και σύνεση.
Η ανάκτηση, βέβαια, των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των χιλιάδων Ελλήνων της ΠΓΔΜ αποτελεί μακρινό όνειρο. Οι ομογενείς της Πελαγονίας με πικρία διαπιστώνουν ότι το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού και οι μεγαλοστομίες περί“προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μειονοτήτων εις βάρος της εθνικής κυριαρχίας των κρατών” ισχύουν για πολλούς άλλους, αλλά όχι γι’ αυτούς.
Η πλήρης εγκατάλειψή του από το ελληνικό κράτος μετά το 1913 υπήρξε εθνική παράλειψη, που παρόμοιά της δεν θα βρει κανείς στην ιστορία των γειτονικών λαών Σέρβων, Βουλγάρων, Αλβανών και Τούρκων, όσο και αν ψάξει. Το πατροπαράδοτο εθνικό δόγμα τού “δεν διεκδικούμε τίποτα” και η νεοελληνική ανεμελιά τού “ου φροντίς Ιπποκλείδη” βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στην περίπτωση αυτή, με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις παλαιότερων και σύγχρονων πολιτικών που έδειξαν ενδιαφέρον για το ζήτημα αυτό, χωρίς όμως να προκύψουν ουσιαστικά αποτελέσματα.
Πρόκειται όμως για τους ίδιους Έλληνες ομογενείς [33], οι οποίοι σε όλη την ιστορική τους πορεία στάθηκαν άξιοι της ελληνικότητάς τους, την οποία δεν εγκατέλειψαν ούτε στην σύγχρονη εποχή της πτώσης των ιδεολογιών και της παγκοσμιοποίησης. Την απέδειξαν δε, στο παρελθόν, τόσο με την οικονομική και πνευματική ανάπτυξη που επέδειξαν, όσο και με την συμμετοχή τους στους εθνικούς αγώνες. Ουσιαστικά εφάρμοσαν στην πράξη την αρχαία ρήση“Πυθαγόρας ερωτηθείς πως δει αγνωμονούση πατρίδι προσφέρεσθαι, είπεν ως μητρί”. Η ελληνική μειονότητα της Πελαγονίας (και γενικά της ΠΓΔΜ) είναι η πιο αδικημένη, η πιο λησμονημένη, η πιο αγνοημένη από όλες τις ελληνικές μειονότητες και παροικίες του εξωτερικού. Φυσικά, είναι και η πιο ανοργάνωτη.
Όπως γίνεται συνήθως στην Ελλάδα, το κενό του ενδιαφέροντος για την μειονότητα της ΠΓΔΜ προσπαθούν να καλύψουν ορισμένοι ιδιωτικοί φορείς και μεμονωμένα άτομα, με στόχο την πολιτιστική συνεργασία με ανάλογους φορείς τής εκεί μειονότητας, ενεργώντας με προσοχή και σύνεση.
Η ανάκτηση, βέβαια, των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των χιλιάδων Ελλήνων της ΠΓΔΜ αποτελεί μακρινό όνειρο. Οι ομογενείς της Πελαγονίας με πικρία διαπιστώνουν ότι το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού και οι μεγαλοστομίες περί“προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μειονοτήτων εις βάρος της εθνικής κυριαρχίας των κρατών” ισχύουν για πολλούς άλλους, αλλά όχι γι’ αυτούς.
Η ελληνική μειονότητα της Πελαγονίας θα μπορούσε να παίξει σημαίνοντα ρόλο στην επιχειρούμενη επαναπροσέγγιση Ελλάδας – ΠΓΔΜ, με δεδομένο το ενδιαφέρον των κατοίκων των παραμεθορίων προς την Ελλάδα περιοχών του γειτονικού κράτους για εισροή ελληνικών επενδύσεων και για αύξηση του τουριστικού ρεύματος από την Ελλάδα, όπως γινόταν πριν το 1991. Απομένει στους πολιτικούς και τους άλλους φορείς του ελληνικού κράτους και γενικότερα της ελληνικής κοινωνίας, να επιχειρήσουν την προσέγγιση της μειονότητας, κατά τρόπο ώστε να υπάρξει αμοιβαίο οικονομικό όφελος για τα δύο κράτη, αλλά και αποκατάσταση της ιστορικής πραγματικότητας, με σεβασμό των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και επίδειξη αμοιβαίας (και όχι μονόπλευρης) ειλικρινούς διάθεσης για συνεργασία.
Παραπομπές
20]. Β. Σμυρνιού – Παπαθανασίου: Μοναστήρι: Ιστορική Περιπλάνηση στην Πάτρια Γη, εκδ. Μαίανδρος, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 10.
[21]. “Μηνιαία εθνική ανασκοπή: Η κατάστασις εν Μακεδονία”, Ελληνισμός, έτος 6ο, φυλλ. 9ο (1903), σ. 717.
[22]. Γ. Τσότσος: “Το Κρούσοβο, προκεχωρημένο φυλάκιο του ελληνισμού στην Βόρεια Μακεδονία”, Δυτικομακεδονικά Γράμματα 4 (1993), Κοζάνη, σσ. 308-324.
[23]. Κ. Βαβούσκος: Η Συμβολή του Ελληνισμού της Πελαγονίας εις την Ιστορίαν της Νεωτέρας Ελλάδος, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου, Θεσσαλονίκη 1959, σ. 10.
[24]. Ν. Μπάλλας: Ιστορία του Κρουσόβου, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου, Θεσσαλονίκη 1962.
[25]. Ν. Καζάζης: Η πατρίς εν κινδύνω, Αθήναις 1904, σ. 9.
[26]. Δ. Ζάγκλης: Η Μακεδονία του Αιγαίου και οι Γιουγκοσλαύοι, Αθήνα 1975, σσ. 70-71.
[27]. Χ. Τσιρκινίδης: Σύννεφα στην Μακεδονία… Το Μακεδονικό μέσα από τα Γαλλικά Αρχεία, εκδ. Κυριακίδη – Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 246-248.
[28]. Δ. Ζάγκλης: όπ. π., σ. 128 κ.ε. Βλ. και Ε. Κωφός: “Ο Μακεδονικός Αγώνας στην γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία”, στο “Ο Μακεδονικός Αγώνας”, Συμπόσιο, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου – Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 279-317.
[29]. Μ. Χρυσανθόπουλος: όπ.π., σσ. 75-90. Για τις κρατούσες ονομασίες των βαλκανικών μειονοτήτων βλ. και V. Coufoudakis – H. Psomiades – A. Gerolymatos (ed.): Greece and the New Balkans – Challenges and Opportunities, Pella, New York 1999, σ. 219, όπου η βλαχική μειονότητα αναφέρεται ως ρουμανική.
[30]. Γ. Τσότσος: “Ο ελληνισμός του Κρουσόβου και της Αχρίδος εκ των σωζομένων αρχιτεκτονικών μνημείων”, στο Επιστημονικό Συμπόσιο Χριστιανική Μακεδονία – Πελαγονία, Θεσσαλονίκη 25-29/9/1996.
[31]. Τα στοιχεία υπάρχουν και είναι στην διάθεση των ενδιαφερομένων.
[32]. Ερώτηση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο του βουλευτή κ. Ευγ. Χαϊτίδη, εφημ. “Μακεδονία” 7-5-99, “Απογευματινή” 7-5-99 και “Ελεύθερος Τύπος”, 7-5-99.
[33]. Η μοναδική ελληνική ομογένεια που δεν εκπροσωπείται στο ΣΑΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου