Του Περικλή Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.
Η επιβολή στην Κύπρο, υπό τον εκβιασμό της άμεσης χρεοκοπίας, μιας δρακόντειας λύσεως παρά την απόρριψη της προηγούμενης από την Κυπριακή Βουλή, έδωσε επιχειρήματα στους απολογητές των πολιτικών της τρόικας και των Μνημονίων να υποστηρίζουν ότι, δυστυχώς, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση και ότι η υποταγή στα κελεύσματα της τρόικας είναι δήθεν μονόδρομος. Η προπαγάνδα αυτή αγγίζει και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, που δεν ταυτίζεται με τους γνωστούς προθύμους της εθελοδουλείας και τον συνήθη χορό των υποτελών.
Συγκεκριμένα, τίθενται δύο βασικά ερωτήματα. Πρώτον, γιατί απεδείχθη
ανέφικτη η εξεύρεση μιας άλλης, εναλλακτικής λύσεως; Δεύτερον, γιατί, ειδικότερα, δεν τελεσφόρησε το αίτημα βοήθειας προς τη Μόσχα;
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, η απάντηση βρίσκεται στη συμπεριφορά και στις συνεχώς τροποποιούμενες και αυξανόμενες απαιτήσεις της τρόικας, γεγονός που αποκαλύπτει ότι προειλημμένη απόφαση και στόχος της τρόικας δεν ήταν η βοήθεια προς την Κύπρο.
Ήταν η κατεδάφισή της ως διεθνούς χρηματοπιστωτικού κέντρου και η αλλαγή του αναπτυξιακού και οικονομικού της μοντέλου.
Τι συμβαίνει όμως σε μια χώρα όταν κατεδαφίζεται βίαια και απότομα, με ξένη επέμβαση, ένας τομέας της οικονομίας της, που αντιπροσωπεύει το 45% περίπου του εθνικού προϊόντος της; Προφανώς, η χώρα αυτή βυθίζεται στην ύφεση, την ανεργία, τη φτώχεια και την υπερχρέωση που επιφέρει ξένη εξάρτηση.
Η εξεύρεση εναλλακτικής λύσεως για τα 5,8 δισ., για τα οποία η απόφαση του Eurogroup απαιτούσε κούρεμα καταθέσεων, ήταν εφικτή και απεδείχθη. Η τρόικα όμως, για να προωθήσει το κούρεμα καταθέσεων και το στόχο που αυτό υπηρετεί, προέβαλε βέτο σε κάθε εναλλακτική πρόταση και συνέδεσε την παροχή των υπεσχημένων 10 δισ. με την αποδοχή των απαιτήσεών της. Έθεσε, επιπλέον, θέμα άλλων 9,5 δισ., που αντιστοιχούν στην παροχή ρευστότητας στη Λαϊκή Τράπεζα από τον μηχανισμό εκτάκτου χρηματοδοτήσεως ΕLA. Προέβαλε, τέλος, εκβιαστικά τη θέση ότι το πρόβλημα της Κύπρου πρέπει να αντιμετωπισθεί εντός της Ευρωζώνης, αποκλείοντας οποιαδήποτε Ρωσική εναλλακτική συνδρομή.
Η θέση αυτή προδιέγραψε, σε μεγάλο βαθμό, το ναυάγιο της Κυπριακής αποστολής στη Μόσχα. Δεν ετίθετο πλέον θέμα μόνο για τα 5,8 δισ. Η επιμέρους συζήτηση από την Κυπριακή πλευρά της αγοράς με συμβολικό τίμημα της Λαϊκής Τράπεζας από Ρωσικά ιδιωτικά συμφέροντα ήταν αδύνατον να ευοδωθεί εφόσον:
• η τράπεζα ήταν ήδη χρεοκοπημένη,
• επιβαρυνόταν, πέραν των ελλειμάτων της, από τα 9,5 δισ., τα οποία περιέργως είχε πάρει από το μηχανισμό παροχής ρευστότητας ELA, παρά την κατάσταση στην οποία βρισκόταν,
• η τρόικα είχε καταστήσει σαφή τον στόχο της να καταστρέψει την Κύπρο ως διεθνές χρηματοπιστωτικό κέντρο, γεγονός που δεν άφηνε καμιά προοπτική για την ανάκαμψη της τράπεζας.
Αυτό όμως που αποτέλεσε κόκκινο πανί στα μάτια των Ρώσων ήταν η επαναφορά στο τραπέζι, μετά από έντονες πιέσεις και εκβιασμούς της τρόικας, του θέματος του κουρέματος των τραπεζικών καταθέσεων, σε πολύ μεγαλύτερη μάλιστα κλίμακα. Θα ήταν αδιανόητο για οποιαδήποτε χώρα να δώσει την εντύπωση ότι δεν προστατεύει τις καταθέσεις υπηκόων της σε ξένες χώρες πολύ περισσότερο, εάν έσπευδε να βοηθήσει μια χώρα που εκ των πραγμάτων συμπράττει στο κούρεμα Ρωσικών καταθέσεων.
Η Μόσχα γνωρίζει, βεβαίως, από πού εκπορεύεται η πολιτική αυτή. Η επίσκεψη Μπαρόζο στη Μόσχα δεν έφερε κανέναν κατευνασμό στην οργή της για το Βερολίνο και τις ΗΠΑ που συνεργούν από το παρασκήνιο. Το θέμα όμως των σχέσεων με την Ευρωπαική Ένωση και τις ΗΠΑ είναι πολύ ευρύτερο και δεν κρίνεται μόνο στη βάση του προβλήματος της μικρής Κύπρου.
Με τη λογική αυτή, η Μόσχα γνωρίζει επίσης ότι το κούρεμα των Ρωσικών καταθέσεων στην Κύπρο στοχεύει στη διάρρηξη των Κυπρο-Ρωσικών σχέσεων και στη γεωπολιτική της έξωση από την Κύπρο, σε συνδυασμό με άλλες εξελίξεις στην περιοχή και τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία. Το γεγονός αυτό παρέχει την ελπίδα ότι οι αντιδράσεις της Μόσχας κατά της Κύπρου θα είναι συγκρατημένες και ότι το πλήγμα στις Κυπρο-Ρωσικές σχέσεις δεν θα οδηγήσει σε επικίνδυνη ρήξη των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Εάν το πρόβλημα της Κύπρου ήταν μόνο οικονομικό, θα ήταν εύκολο για την Ευρωζώνη να το αντιμετωπίσει. Το ποσό των 5,8 δισ., που δεν θέλησε να καλύψει και πήρε απόφαση να καλυφθεί από κούρεμα καταθέσεων είναι πολύ μικρό για τα μεγέθη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, έστω και αν είναι σχετικά μεγάλο για το μέγεθος της Κύπρου. Μια θετική ανταπόκριση στο Κυπριακό αίτημα θα απέτρεπε τη δημιουργία ενός επικίνδυνου προηγούμενου στην Ευρωζώνη και στο διεθνές τραπεζιτικό σύστημα. Ο στόχος όμως του Βερολίνου είναι η δημιουργία νέου προτύπου για την επίλυση τραπεζιτικών προβλημάτων, όπως το ομολόγησε ωμά ο Πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ.
Θα βοηθούσε επίσης την Κύπρο να προχωρήσει ομαλά στις απαραίτητες αλλαγές στο αναπτυξιακό της μοντέλο, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στο ρόλο της ως διεθνούς επιχειρηματικού αντί μόνο τραπεζικού κέντρου και να καλύψει τη μικρή μεταβατική περίοδο μέχρι την έλευση των εσόδων από το φυσικό της αέριο σε μία πενταετία ή επταετία. Το Eurogroup όμως, ηγεμονευόμενο από το Βερολίνο, εκμεταλλεύθηκε το οικονομικό πρόβλημα της Κύπρου για να επιδιώξει άλλους στόχους. Πρώτ’ απ’ όλα, στόχους που αφορούν την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Κύπρος επελέγη, ως μικρή και αδύναμη χώρα-μέλος, για να γίνει εξιλαστήριο θύμα και ν’αποτελέσει ένα νέο βήμα προς μια άλλη Ευρώπη της ηγεμονικής κυριαρχίας των ισχυρών, μ’ επικεφαλής τη Γερμανία. Η υποκριτική προπαγάνδα ανήγαγε την Κύπρο σε δήθεν πρότυπο ενός καπιταλισμού του καζίνου, όπως αναισχύντως την κατήγγειλε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μοσκοβισί και, ακόμη χειρότερα, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Λωράν Φαμπιούς.
Η έκλειψη κυριολεκτικά της Γαλλίας ενώπιον της επελαύνουσας Γερμανικής ηγεμονίας, με όχημα το ευρώ, προκαλεί κατάπληξη και ανησυχία. Ο σημερινός Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Ολλάντ κατήγγειλε προεκλογικά τον προκάτοχο του Νικολά Σαρκοζί ότι συνέπλεε με τη Γερμανίδα καγκελλάριο στην επιβολή μιας ακραίας πολιτικής λιτότητας στην Ευρώπη που παρέβλεπε την ανάπτυξη. Ο απολογισμός όμως της δικής του πολιτικής και συνεργασίας με την Άγγελα Μέρκελ, τον κατατάσσει σε πολύ χειρότερη θέση, σε βαθμό που ο Γαλλικός Τύπος να γράφει για έκλειψη της Γαλλίας από την Ευρωπαϊκή πολιτική.
Οι καταγγελίες κατά της Κύπρου για δήθεν χώρα-πρότυπο του καπιταλισμού του καζίνου και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος έχουν ως στόχο να προβάλουν ένα δήθεν ηθικό άλλοθι για να συγκαλύψουν το προμελετημένο έγκλημα κατά της Κύπρου. Η Γερμανία έχει στις τράπεζες της 435 δισ. Ρωσικές καταθέσεις. Στυλοβάτες και απολογητές του καπιταλισμού του καζίνου είναι αυτά που οι ίδιοι ανέχονται τον ασύδοτο κερδοσκοπικό καπιταλισμό των αγορών και ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα χωρίς σταθερούς κανόνες ελέγχου και ρυθμίσεις.
Στην περίπτωση όμως της Κύπρου, ο πρωταγωνιστικός και προκλητικός ρόλος της Γερμανίας συνδέεται και με άλλα δύο θέματα, που έχουν ιδιαίτερη γεωπολιτική σημασία. Το πρώτο συνδέεται με την αναβάθμιση του ρόλου της Γερμανίας στην Αμερικανική Ευρωπαϊκή πολιτική. Με πρώτη ματία, αυτό φαίνεται παράξενο, δεδομένου του γεγονότος ότι ο Αγγλο-Σαξωνικός παράγων ανησυχεί για την ηγεμονική άνοδο της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Αμερικανική όμως πολιτική έχει σχέδια για την αντιμετώπιση του κινδύνου αυτού, στη βάση ενός στρατηγικού σχεδιασμού που ενισχύει τη γεωπολιτική ενότητα ΗΠΑ και Ευρώπης και την αποτροπή οποιασδήποτε πορείας της Ευρώπης προς τη γεωπολιτική αυτονομία. Το σχέδιο αυτό είναι η δημιουργία ζώνης ελεύθερου εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης που εξαγγέλθηκε προσφάτως από τον Πρόεδρο Ομπάμα. Ο σχεδιασμός αυτός, σε συνδυασμό με τις Αμερικανικές ανάγκες για μεταφορά των προτεραιοτήτων τους στον Ειρηνικό θέτει επί τάπητος την ολοκλήρωση και παγίωση της νέας γεωπολιτικής τάξεως που διαμορφώθηκε στην Ευρώπη, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως. Στο πλαίσιο αυτό, αναβαθμίζεται ο ρόλος της Γερμανίας ως περιφερειακής δυνάμεως στην Ευρώπη. Η πρόκριση της Γερμανίας στο ρόλο αυτό, αντί της Μεγάλης Βρετανίας παραδοσιακής στενής συμμάχου των ΗΠΑ, έχει σχέση με τον ηγετικό ρόλο που ασκεί εκ των πραγμάτων η Γερμανία, με την οικονομική της ισχύ στην Ευρωζώνη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα η Ευρωζώνη έχει καταστεί ένα νέο όπλο για την άσκηση αποτελεσματικών πιέσεων, όχι μόνο προς όφελος της Γερμανίας αλλά και γενικότερων «Δυτικών» συμφερόντων και σχεδιασμών, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Η Γερμανία και ειδικότερα το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της Μέρκελ δεν έχει κανένα πρόβλημα ευθυγραμμίσεως με την Αμερικανική πολιτική.
Αντιθέτως, θεωρεί ως συνετή και προνοητική πολιτική την παραμονή της Γερμανίας κάτω από την Αμερικανική ομπρέλλα και στη γραμμή της στενής συμμαχίας με τις ΗΠΑ. Αυτό της επιτρέπει να προωθεί τους δικούς της στόχους, με Αμερικανική κάλυψη, και να μην διακινδυνεύει ρήξεις και συσπειρώσεις εναντίον της από τις άλλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Προβληματικές από την άποψη αυτή παρουσιάζονται οι στενές εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία. Οι ΗΠΑ άσκησαν έντονες πιέσεις στο παρελθόν για να μην προχωρήσει ο λεγόμενος βόρειος αγωγός φυσικού αερίου της Βαλτικής. Ο πρώην καγκελλάριος Σρέντερ επέμεινε όμως στην ολοκλήρωσή του, προβάλλοντας τις ενεργειακές ανάγκες της Γερμανίας. Οι Αμερικανικές πιέσεις στην Ευρώπη για περιορισμένες εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία δεν σταμάτησαν ποτέ. Οι ΗΠΑ έχουν μόνιμο φόβο ότι αν προχωρήσει η δημιουργία κοινού οικονομικού χώρου μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας, όπως υποστηρίζεται από τη Ρωσική ηγεσία αλλά και Ευρωπαίους ηγέτες, όπως ο Νικολά Σαρκοζί και ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, όταν ήταν στην εξουσία, αυτό θα είχε ως συνέπεια τη διολίσθηση της Ευρώπης προς μια πιο αυτόνομη και ανεξάρτητη πολιτική και τη διάζευξη της από τις ΗΠΑ.
Συνεχίζουν γι’ αυτό τις πιέσεις στην Ευρώπη για διαφοροποίηση ιδίως των πηγών ενέργειας και για την όσο το δυνατό μεγαλύτερη απεξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Ένας λόγος παραπάνω γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι η ισχύς της σημερινής Ρωσίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ενεργειακές εξαγωγές της σε πλούσιες αγορές, όπως η Ευρώπη, και σε αρκετά υψηλές τιμές πωλήσεως. Η Ρωσία αντιμετωπίζεται πάντοτε από τις ΗΠΑ ως γεωπολιτικός ανταγωνιστής, παρά την προτεραιότητα που καταλαμβάνει σταδιακά η ανερχόμενη Κίνα.
Τα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου αντιπροσωπεύουν σήμερα ένα νέο πεδίο ενεργειακού ανταγωνισμού και εναλλακτικού εφοδιασμού για την Ευρώπη ειδικότερα για τη Γερμανία, που έχει μεγάλη εξάρτηση από εξωτερικές πηγές ενέργειας.
Από την άποψη αυτή, η Ελλάδα και η Κύπρος που έχουν πολύ σημαντικά ενεργειακά αποθέματα και είναι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης παρουσιάζουν για τη Γερμανία πολύ ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αυτό είναι, αναμφισβήτητα, ένας από τους πολύ σημαντικούς λόγους που εμπνέουν την πολιτική της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο και ένα δεύτερο θέμα ιδιαίτερης γεωπολιτικής σημασίας, που συνδέεται με τη Γερμανική πολιτική έναντι της Κύπρου.
Υπάρχει οποιαδήποτε σχέση μεταξύ των όσων συμβαίνουν στην Κύπρο και των εξελίξεων στο Κουρδικό, στον εμφύλιο της Συρίας και στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ; Η πρωτοβουλία του Τούρκου πρωθυπουργού Ερντογάν να συνομιλήσει με τον έγκλειστο ιστορικό ηγέτη του PKK Οτσαλάν και να προχωρήσει σε μια κατ’ αρχήν συμφωνία για κατάπαυση του πυρός και απόσυρση των μαχητών του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ, είναι, αναμφισβήτητα, μιά πολύ σημαντική εξέλιξη στο μεγάλο Κουρδικό πρόβλημα της Τουρκίας. Απομένει να δούμε πώς και αν θα προχωρήσει η εφαρμογή αυτής της συμφωνίας. Έγιναν αρκετές αποτυχημένες απόπειρες στο παρελθόν. Η σημαντικότερη ήταν εκείνη του Προέδρου Οζάλ, στη δεκαετία του ’90.
Σχεδίαζε να συνδυάσει τη λύση του Κουρδικού, πάνω στη βάση μιας περιορισμένης ομοσπονδίας, με την επέκταση της Τουρκίας στο πλούσιο σε υδρογονάνθρακες βόρειο Κουρδικό Ιράκ. Ο θάνατός του, υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες, που άφησαν ερωτηματικά, προκάλεσαν καταγγελίες για δολοφονία του από το βαθύ Τουρκικό κράτος. Η σημερινή προσπάθεια γίνεται υπό καλύτερους οιωνούς αλλά και κάτω από μεγαλύτερη ανάγκη.
Ο πρωθυπουργός Ερντογάν φαίνεται να έχει κατορθώσει, με τη διακριτική, βοήθεια των Αμερικανών, να ελέγξει το Τουρκικό βαθύ κράτος.
Διαπιστώνει επίσης ότι το Κουρδικό είναι μια χαίνουσα πληγή, που δεν μπορει να λυθεί με στρατιωτικούς μόνο όρους. Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε μετά τις απροσδόκητες για την Άγκυρα εξελίξεις στη Συρία. Η Τουρκία ανέμενε γρήγορη πτώση του Άσσαντ και πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα στη Συρία. Προέκυψε όμως γι’ αυτήν ένα δεύτερο Κουρδικό μέτωπο και ένα δεύτερο αυτόνομο Κουρδικό κράτος, μετά από εκείνο του βορείου Ιράκ. Οι εξελίξεις αυτές επέβαλαν την επίσπευση των πολιτικών πρωτοβουλιών για τον τερματισμό του πολέμου στο Τουρκικό Κουρδιστάν.
Προς την κατεύθυνση αυτή πιέζουν οι Αμερικανοί, που βλέπουν στους Κούρδους έναν νέο σημαντικό παράγοντα στην επιδιωκόμενη αναμόρφωση των ισορροπιών στην περιοχή και στην απρόσκοπτη εκμετάλλευση και μεταφορά των πλούσιων ενεργειακών πόρων του βορείου Ιράκ. Προς την ίδια κατεύθυνση πιέζουν και οι Ευρωπαίοι, εκείνοι ιδιαιτέρως που ευθυγραμμίζονται πλήρως, για γεωπολιτικούς λόγους, με την Αμερικανική πολιτική για ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Τουρκία μπορεί να μην έχει τώρα μεγάλες οικονομικές προσδοκίες από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από οικονομική άποψη μπορεί ακόμη και να βολεύεται καλύτερα από το σημερινό καθεστώς που της εξασφαλίζει ταυτόχρονα ελεύθερη πρόσβαση στις Ευρωπαϊκές αγορές, με δικό της νόμισμα και ανεξάρτητη εθνική πολιτική και στρατηγική. Από γεωπολιτική όμως και πολιτική άποψη, βλέπει την ένταξή της ως ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα, υπό την προϋπόθεση ότι θα προσαρμοσθεί καταλλήλως, με διαπραγματεύσεις, στις «ιδιαιτερότητες» της Τουρκίας.
Με τη λογική αυτή και υπό το φόβο της χρησιμοποιήσεως των Κούρδων από ξένους παράγοντες σ’ έναν ατελείωτο και δαπανηρό πόλεμο φθοράς, ο Τούρκος πρωθυπουργός ανέλαβε το πολιτικά επικίνδυνο εγχείρημα της επιλύσεως ή προσωρινής έστω αναστολής του Κουρδικού προβλήματος, με προβολή του Ισλάμ και της Οθωμανικής κληρονομιάς ως κοινού παρονομαστή με τους Κούρδους.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός έθεσε επίσης ως παράλληλο στόχο την αποκατάσταση των σχέσεων με το Ισραήλ, με Αμερικανική διαμεσολάβηση. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανίαχου δέχθηκε, μετά την απομάκρυνση του πρώην υπουργού Εξωτερικών Λίμπερμαν, να απολογηθεί στην Άγκυρα για το αιματηρό επεισόδιο του «Μαβί Μαρμαρά». Πιέσθηκε γι’ αυτό έντονα από τον Αμερικανό Πρόεδρο, που υποσχέθηκε, κατά την επίσκεψή του στο Ισραήλ, αιώνια φιλία και συμμαχία με το Ισραήλ και υπανεχώρησε από την Αμερικανική θέση σχετικά με τη διατήρηση εποικιστικών συνοικισμών στα κατεχόμενα Παλαιστινιακά εδάφη. Ισραήλ και Τουρκία συμφώνησαν να επαναλάβουν τις διπλωματικές τους σχέσεις.
Σημαίνει αυτό και επιστροφή στις προηγούμενες στρατηγικές σχέσεις; Αυτό φαίνεται μάλλον απίθανο, γιατί θα προϋπέθετε μεγάλη μεταστροφή της Τουρκικής πολιτικής από το άνοιγμά της προς τον Αραβικό και Μουσουλμανικό κόσμο. Η μεγαλοϊδεατική αυτή πολιτική της Άγκυρας και οι ηγεμονικές φιλοδοξίες που εκφράζει για την Ανατολική Μεσόγειο και τα ενεργειακά της αποθέματα, τη φέρνουν εκ των πραγμάτων σε ανταγωνισμό με το Ισραήλ. Φαίνεται γι’ αυτό αρκετά απίθανο το Ισραήλ να εμπιστευθεί την Άγκυρα για να συμφωνήσει, π.χ., στην κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου προς το Τσεϊχάν, όπως γράφει ο Τουρκικός Τύπος.
Οι Αμερικανοί πιέζουν προς αυτήν την κατεύθυνση, όπως θα πιέσουν, αργότερα, και την Κύπρο, γιατί επιδιώκουν να καταστήσουν βιώσιμο τον περίφημο αγωγό Ναμπούκο προς την Ευρώπη. Το Ισραήλ όμως, αν και πολύ στενός και στρατηγικός σύμμαχος των ΗΠΑ, υπέγραψε προσφάτως με τη Ρωσική εταιρία Gazprom συμφωνία 20ετούς διάρκειας για την υγροποίηση και εξαγωγή του φυσικού αερίου του Ισραήλ, που θα προέλθει από το μικρότερο κοίτασμά του, κοντά στην Κυπριακή ΑΟΖ.
Το πρόβλημα που τίθεται σε σχέση με την Ελλάδα και την Κύπρο είναι οι νέες πιέσεις που θα ασκηθούν από την Αμερικανική πολιτική για τη «λύση» του Κυπριακού, την επιτάχυνση της Ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας και τη «συνεργασία» Ελλάδος και Τουρκίας στο Αιγαίο, μετά την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ και την Τουρκική πρωτοβουλία στο Κουρδικό. Ποιο ρόλο θα διαδραματίσει, στο πλαίσιο αυτό, το Βερολίνο και η μεγάλη επιρροή που ασκεί στον Ευρωπαϊκό παράγοντα;
Το Έγκλημα των Ευρωπαίων Εταίρων κατά της Κύπρου και το Δέον Γένεσθαι
Το πλήγμα που δέχθηκε η Κύπρος από τη λεγόμενη Ευρωπαϊκή «βοήθεια» και «αλληλεγγύη» είναι τεράστιο. Δεν υπάρχει καμία υπερβολή σ’ αυτό γιατί το οικονομικό πλήγμα είναι προεισαγωγή και για επόμενη απόπειρα υποθηκεύσεως του εθνικού πλούτου της Κύπρου και επιβολής απαράδεκτου σχεδίου «λύσεως» στο Κυπριακό. Ο Κυπριακός λαός πρέπει γι’ αυτό να προετοιμασθεί και να οργανώσει την αντίστασή του. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει ειδικότερα:
• να διαφυλάξει την εθνική του ενότητα και την κοινωνική του συνοχή,
• να δημιουργήσει εθνικές εφεδρείες έξω από τους μηχανισμούς της τρόικας, όπως το Ταμείο Εθνικής Αλληλεγγύης,
• να συμφωνήσει και να διαμορφώσει εναλλακτικές αναπτυξιακές πολιτικές,
• να προωθήσει ταχύτατα τη δημιουργία των απαραίτητων φορέων και θεσμικών δομών για την αξιοποίηση του φυσικού αερίου και να αποφύγει οποιαδήποτε ανάμειξη του θέματος αυτού με διακοινοτικές συνομιλίες.
• Να μην επιδείξει οποιαδήποτε σπουδή για την επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών, χωρίς σαφή και συμφωνημένη βάση, και υπό συνθήκες έκτατης οικονομικής ανάγκης. Πολύ περισσότερο, να μην γίνει αποδεκτή οποιαδήποτε κωδικοποίηση των μονομερών παραχωρήσεων Χριστόφια προς την Τουρκική πλευρά.
• Να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη διαφύλαξη της στρατηγικής σχέσεως με το Ισραήλ.
• Να γίνει κάθε προσπάθεια για την επανόρθωση, με κάθε δυνατό τρόπο, της ζημιάς που πεοεκλήθη στις Κυπρο-Ρωσικές σχέσεις. Η Ρωσία είναι διαχρονικός φίλος και στρατηγικός σύμμαχος της Κύπρου και πρέπει να παραμείνει.
• Να εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή το γεγονός ότι η Γαλλία, διαχρονικά φίλη και σύμμαχος χώρα της Ελλάδος και της Κύπρου, ευθυγραμμίσθηκε με μια τέτοια πολιτική της Γερμανίας κατά της Κύπρου.
Παρόμοια ανησυχία προκαλεί γενικότερα η μοναξιά της Κύπρου στην Ευρώπη, μετά μάλιστα από μια επιτυχημένη Ευρωπαϊκή Προεδρία. Υπάρχει πρόβλημα και πρέπει ν’ αντιμετωπισθεί με συντονισμένες ενέργειες, ανεξάρτητα από την αγανάκτηση και την οργή που αισθάνεται δικαιολογημένα κάθε Έλληνας για την άδικη και πρωτοφανή μεταχείριση της Κύπρου από τους υποτιθέμενους εταίρους.
ΕΠΙΚΑΙΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου