Για να είσαι ο κτίστης, πρέπει να είσαι και ο γκρεμιστής και αυτό βέβαια θέλει τόλμη.
Ο Γκρεμιστής είναι ένα ποίημα φλογερό, γενναίο, τολμηρό… ένας ύμνος στην κάθαρση, μια ωδή για αναγέννηση.
Ο ποιητής πιθανώς ξαφνιάζει με την ίσως γεμάτη πάθος προσταγή: «Γκρεμίστε! » αλλά αυτή η προσταγή δεν είναι παρά η ανάγκη του ποιητή για δημιουργία.
Ήδη από τον πρώτο στίχο ο ποιητής τονίζει ότι η ιδιότητα του «γκρεμιστή» είναι συνυφασμένη με αυτήν του «κτίστη», το γκρέμισμα είναι η προϋπόθεση της δημιουργίας, αλλά και η πρόθεση για δημιουργία είναι η προϋπόθεση για τον γκρεμιστή.......
Για τον ποιητή, το γκρέμισμα δεν είναι μία άλογη απόρροια ενός βίαιου μηδενισμού (όπως με μια απρόσεχτη ανάγνωση μπορεί να νομίσει κανείς ), αλλά είναι μία ενέργεια που απαιτεί πίστη, «νου και καρδιά και χέρι».
ΠΟΙΗΜΑ:
Ὁ Γκρεμιστὴς
Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης*
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι*
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς* ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι* μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω,* βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!
απελάτης= βυζαντινός φρουρός των συνόρων – ζωοκλέφτης.
απελατίκι= σιδερένιο ρόπαλο
πλατωσιές= πλατώματα, πλατύ άνοιγμα, ξέφωτο
νοητάκι= μαγικό άλογο με υπερφυσικές ικανότητες
γρικάω= ακούω
ΔΕΣ ΤΑ ΑΞΙΖΕΙ
Ο Γκρεμιστής είναι ένα ποίημα φλογερό, γενναίο, τολμηρό… ένας ύμνος στην κάθαρση, μια ωδή για αναγέννηση.
Ο ποιητής πιθανώς ξαφνιάζει με την ίσως γεμάτη πάθος προσταγή: «Γκρεμίστε! » αλλά αυτή η προσταγή δεν είναι παρά η ανάγκη του ποιητή για δημιουργία.
Ήδη από τον πρώτο στίχο ο ποιητής τονίζει ότι η ιδιότητα του «γκρεμιστή» είναι συνυφασμένη με αυτήν του «κτίστη», το γκρέμισμα είναι η προϋπόθεση της δημιουργίας, αλλά και η πρόθεση για δημιουργία είναι η προϋπόθεση για τον γκρεμιστή.......
Για τον ποιητή, το γκρέμισμα δεν είναι μία άλογη απόρροια ενός βίαιου μηδενισμού (όπως με μια απρόσεχτη ανάγνωση μπορεί να νομίσει κανείς ), αλλά είναι μία ενέργεια που απαιτεί πίστη, «νου και καρδιά και χέρι».
ΠΟΙΗΜΑ:
Ὁ Γκρεμιστὴς
Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης*
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι*
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς* ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι* μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω,* βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!
απελάτης= βυζαντινός φρουρός των συνόρων – ζωοκλέφτης.
απελατίκι= σιδερένιο ρόπαλο
πλατωσιές= πλατώματα, πλατύ άνοιγμα, ξέφωτο
νοητάκι= μαγικό άλογο με υπερφυσικές ικανότητες
γρικάω= ακούω
ΔΕΣ ΤΑ ΑΞΙΖΕΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου