Ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος αποτελεί μια από τις πιο εξέχουσες μορφές της Ελληνικής Ιστορίας και η ταραχώδης ζωή του περιγράφεται γλαφυρά από τον Πλούταρχο. Με την εμφάνιση του Μολοσσού βασιλιά, η αρχαία Ήπειρος απέκτησε για πρώτη φορά ακτινοβολία, πολύ, πέρα από τα σύνορα της. Ο Πύρρος, έγινε γνωστός για την εκστρατεία του στη Νότιο Ιταλία, προς ενίσχυση των Ελλήνων της Μεγάλης Ελλάδος.
Οι νίκες που επέτυχε, μετά από μεγάλες απώλειες, έγιναν αφορμή να γεννηθεί η έκφραση «Πύρρειος νίκη». Η εκστρατεία όμως του Πύρρου στην Ιταλία και η αποδυνάμωση της πατρίδος του από μάχιμο πληθυσμό κατέστη αργότερα αιτία μεγάλων καταστροφών σε αυτήν, όταν εισέβαλαν οι
Ρωμαίοι, νικητές μετά την αιματηρή Μάχη της Πύδνας.
Ρωμαίοι, νικητές μετά την αιματηρή Μάχη της Πύδνας.
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να περιγραφεί η εν πολλοίς άγνωστη πολεμική του μηχανή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πύρρος ευτύχησε να κληρονομήσει την στρατιωτική οργάνωση του Αλεξάνδρου των Μολοσσών που για την Ήπειρο αποτελεί το αντίστοιχο του Φιλίππου Β.
Ο Αλέξανδρος αναδιοργάνωσε ....
....την κοινωνία της Ηπείρου και είναι μάλλον ο συνεχιστής των σχηματισμών βαρέως πεζικού που δημιούργησε ο Θαρύπας.
Το 353πΧ ο γάμος του Φιλίππου με την Ολυμπιάδα έφερε την Ήπειρο και τον στρατό της κάτω από την μακεδονική επιρροή. Τότε πιθανόν εμφανίζονται για πρώτη φορά τμήματα σαρρισοφόρων στον Ηπειρωτικό στρατό.
Για να εξετάσουμε όμως τους μαχητές πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τη γη που τους γέννησε. Κατά την εποχή του χαλκού η Ήπειρος αποτέλεσε την κοιτίδα των περισσότερων ελληνικών φύλων. Ο γεωγράφος του 2ου αιώνα. μ.Χ. Κλαύδιος Πτολεμαίος, χαρακτηρίζει την Ήπειρο ως “Αρχέγονο Ελλάδα”. Το όνομα Ήπειρος ( ή Άπειρος ) σημαίνει «στεριά» και ως πρώτοι κάτοικοι της Ηπείρου αναφέρονται Πελασγοί.
Ο ιστορικός του 4ου αιώνα Θεόπομπος αναφέρει 14 Ηπειρωτικά φύλλα αλλά ο Στράβων 11. Οι πιο σημαντικές πληθυσμιακές ομάδες ήταν οι Μολοσσοί, οι Θεσπρωτοί, οι Χάονες, οι Αθαμάνες, οι Αμβρακιώται και οι Ακαρνάνες. Κατά την κλασική εποχή κάποιες φυλές αναμόρφωσαν το πολίτευμά τους, πχ οι Χάονες κατάργησαν το βασιλικό πολίτευμα και πέρασαν στο ολιγαρχικό, ο Ηρόδοτος τους ονόμασε “αβασίλευτους”.
Μα και οι άλλοι, που διατήρησαν την κληρονομική βασιλεία, περιόρισαν την εξουσία του βασιλιά, γράφτηκαν νόμοι, καθιερώθηκε ο θεσμός της Γερουσίας και η ετήσια αρχή των “προστατών”, που θεωρείται ίδια με αυτή των εφόρων της Σπάρτης. Στο στρατό του Πύρρου κάθε φύλλο αποτελούσε ιδιαίτερο στρατιωτικό σχηματισμό και σε μερικές περιπτώσεις προσέφερε συγκεκριμένο τύπο στρατευμάτων.
Οι Μολοσσοί
Οι Ηπειρώτες βασιλείς θεωρούσαν ότι κατάγονται από τον Αιακό και τον εγγονό του Αχιλλέα. Σύμφωνα με την τοπική τους παράδοση, από τον υιό του τελευταίου Πύρρο ( Νεοπτόλεμο ), γεννήθηκε ο Μολοσσός, γενάρχης των Μολοσσών. Τον 5ο αιώνα, οι βασιλείς Άδμητος και Θαρύπας κατέστησαν τους Μολοσσούς κυρίαρχη φυλή, ενώνοντας υπό αυτήν όλα τα ηπειρώτικα φύλα.
Θεωρείται δε ότι έκτοτε μόνον οι Μολοσσοί είχαν βασιλεία, ενώ οι υπόλοιπες φυλές είχαν «Προστάτας Επετησίους». Από την φυλή των Μολοσσών καταγόταν η Μυρτάλη, η οποία αργότερα επονομάστηκε Ολυμπιάδα και ενυμφεύθη τον βασιλέα των Μακεδόνων Φίλιππο.
Στις αρχές του 4ου π.Χ. αι. οι Μολοσσοί προσαρτούν την Δωδώνη, την Κασσωπαία και γενικά ολόκληρη την ανατολική Θεσπρωτία, περιορίζοντας την εδαφική επικράτεια των Θεσπρωτών, οι οποίοι αν και επεκτάθηκαν στην Νότια Κεστρίνη, δεν είναι σε θέση να συναγωνιστούν τους Μολοσσούς και, πιθανότατα, υποχρεώνονται να προσχωρήσουν στο Κοινό των Μολοσσών ή στην Συμμαχία των Ηπειρωτών που συστήνεται το 333/323 π.Χ από τους Μολοσσούς και τους Θεσπρωτούς.
Στην πρωτεύουσα των Μολοσσών γίνονταν μια ετήσια τελετή κατά την οποία ο βασιλιάς έκανε θυσία στον Άρειο Δία και μετά άλλαζε δώρα και όρκους με εκπρόσωπους του λαού. Ο βασιλιάς ορκίζονταν ότι θα κυβερνήσει με βάση τους νόμους και οι αντιπρόσωποι του λαού ότι θα σεβαστούν τα προνόμιά του.
Ο Πύρρος μετέτρεψε τους Μολοσσούς σε πυκνή φάλαγγα πεζικού που εμάχετο με σάρισσες Η λατρεία του Διός επικεντρωμένη γύρω από τους Σελλούς της Δωδώνης και η εμφάνιση του κεραυνού στα νομίσματα των Μολοσσών παρέχει την ένδειξη ότι ίσως αυτό αποτελούσε και το έμβλημα της μονάδος.
Οι Αμβρακιώτες
Η Αμβρακία, αποικία των Κορινθίων, ήταν κτισμένη στην ίδια θέση με τη σημερινή Άρτα. Οι Κορίνθιοι με αρχηγό τους τον Γόργο, γιο του Κυψέλου, του τυράννου της Κορίνθου, ίδρυσαν αποικία στις όχθες του Άραχθου ποταμού αφού έδιωξαν τους ντόπιους Δρύοπες και τείχισαν την πόλη. Το τοπωνύμιο Αμβρακία οφείλεται κατά τη μυθολογία στον Άμβρακα, γιο του Θεσπρωτού ή στην Αμβρακία, θυγατέρα του Μελανέα, βασιλιά των Δρυόπων ή του Αυγείου της Ήλιδας ή του Φόρβαντα, γιου του Ήλιου.
Η Αμβρακία ως κορινθιακή αποικία γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση και ναυτική ισχύ όπως προκύπτει από τα αρχαία κείμενα και τα αρχαιολογικά ευρήματα. Διέθετε ένα από τα καλύτερα πολεοδομικά συστήματα της αρχαιότητας. Ονομαστά ήταν επίσης τα γυναικεία αμβρακιώτικα υποδήματα γνωστά σε όλη την Ελλάδα με το όνομα Αμβρακίδες.
Κατά τους Περσικούς πολέμους, Αμβρακία έλαβε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και στην μάχη των Πλαταιών. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο συμμάχησε με τους Λακεδαιμονίους, αλλά οι 3.000 οπλίτες της ηττήθηκαν το 426 π.Χ. στη μάχη των Όλπων από τους Ακαρνάνες, συμμάχους των Αθηναίων. Αργότερα, συμμάχησε με τους Αθηναίους για να προστατευτεί από τους Μακεδόνες του Φιλίππου.
Ωστόσο το έτος 338 π.Χ. ο Φίλιππος ο Β΄ κατέλαβε την πόλη, λίγο πριν τη μάχη της Χαιρώνειας. Μετά το θάνατο του Φιλίππου Β΄ οι Αμβρακιώτες έδιωξαν τους Μακεδόνες, αλλά τους κατέλαβε και πάλι αργότερα ο γιος του Κασσάνδρου Αλέξανδρος. Το 295 π.Χ. η Αμβρακία παραχωρήθηκε από τους Μακεδόνες στον Πύρρο, ο οποίος την έκανε πρωτεύουσα του βασιλείου του κι από αυτή εξορμούσε για τις εκστρατείες του στη λοιπή Ελλάδα και την Ιταλία. Ο Πύρρος γέμισε την Αμβρακία με μνημειώδη κτίσματα, ναούς, αγάλματα και ζωγραφικούς πίνακες.
Στην περιοχή πλέον ζούσαν ανάμικτα Αθαμάνες, Κασσωπαίοι, Μολοσσοί και άποικοι, στο τρίγωνο μεταξύ Λούρου, Αράχθου και Αμβρακικού κόλπου.
Ο Πύρρος εκμεταλλεύτηκε την αστικοποίηση του για να φτιαξει μία τάξη σαρισσοφόρων. Για να δώσει πνεύμα μονάδας αντικατέστησε τα παλαιά εμβλήματα με τον ταύρο του Διός.
Οι Θεσπρωτοί
H Θεσπρωτία αποτέλεσε το προγεφύρωμα της Ελλάδας προς την Ιταλία, και αντίστροφα. “Πρόκειται της Ελλάδος προς την Ιταλία” κατά τον Πολύβιο. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο οι Θεσπρωτοί είναι απόγονοι των του Δευκαλίωνα και της Πύρρας απ΄τους οποίους γεννήθηκε ο Έλλην ο γενάρχης των Ελλήνων.
Από τη Θεσπρωτία οι Έλληνες μετοίκησαν στη Θεσσαλία, στη Φθία και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο μέχρι και τα τέλη του 5ου π.Χ. αι. η οργάνωση των θεσπρωτικών φύλων παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από τον τρόπο λειτουργίας των πόλεων –κρατών της νότιας Ελλάδας.
Οι Θεσπρωτοί, λαός κτηνοτροφικός, αποκομμένοι στην ορεινή Ήπειρο διατήρησαν την αρχέγονη μορφή του πολιτισμού τους και τον νομαδικό τρόπο ζωής τους.
Οι αρχαίοι συγγραφείς, κυρίως ο Ψευδο-Σκύλακας και ο Ψευδο-Σκύμνος, αναφέρουν ότι μέχρι τα τέλη του 5ου και τις αρχές του 4ου π.Χ. αι. οι Θεσπρωτοί, όπως και τα άλλα ηπειρωτικά φύλλα ζούσαν «κατά κώμας». Οι ημιμόνιμοι κτηνοτροφικοί οικισμοί αποτελούνταν από λίγες καλύβες σε λοφώδεις περιοχές κοντά σε πηγές, ενώ οι μόνιμοι, γεωργοκτηνοτροφικοί ατείχιστοι οικισμοί ήταν χτισμένοι σε φυσικά εξάρματα ή γήλοφους στις πεδιάδες. Γύρω στο 350 π.X. χτίστηκαν οι πρώτες οχυρωμένες ακροπόλεις και τα χωριά άρχισαν να συνενώνονται σε πόλεις.
Τα τείχη εξακολουθούν να κατασκευάζονται κατά τον πολυγωνικό τρόπο δόμησης. Αλλά η οργάνωση των πόλεων -επηρεασμένη από την Απολλωνία, την Αμβρακία και τις άλλες πόλεις των αποίκων- γίνεται πλέον κατά το ιπποδάμειο σύστημα.
Επικεφαλής του κοινού των Θεσπρωτών ήταν ένας ετήσιος επώνυμος άρχοντας, ο προστάτης. Η ετήσια αρχή των “προστατών”, που θεωρείται ίδια με αυτή των εφόρων της Σπάρτης και ήταν αντίβαρο στην ισχύ των Μολοσσών.
Ο βασιλιάς Θαρύπας ίσως οργάνωσε τις πρώτες μονάδες Θεσπρωτικού βαρέως πεζικού και ο Αλέξανδρος των Μολοσσών τις χρησιμοποίησε με επιτυχία στην Ιταλία. Ο Πύρρος εισήγαγε και σε αυτούς την σάρισσα. Όπως και στην περίπτωση των Μακεδόνων ήταν μια φτηνή λύση καθώς μόνο οι πρώτες γραμμές έχριζαν θωράκισης.
Οι Ακαρνάνες
Η ανθρώπινη παρουσία στην Ακαρνανία χρονολογείται από τη νεολιθική εποχή. Οι Ακαρνάνες παίρνουν μέρος στο Τρωικό πόλεμο υπό τον Μέγη. Γύρω στο 650 π.Χ. οι Κορίνθιοι αποικίζουν την Ακαρνανία και τη Λευκάδα. Έτσι ιδρύονται οι πόλεις, Αστακός, Αλυζία, Σόλλιον, Πάλαιρος και Λευκάδα (Νήρικος). Συγχρόνως την ίδια εποχή οι Ακαρνάνες αρχίζουν να αναπτύσσουν και τους δικούς τους οικισμούς.
Η Ακαρνανία ήταν πλούσια σε πόρους αλλά και ευπρόσβλητη γι αυτό και οι οικισμοί είχαν διπλά τείχη. Οι Ακαρνάνες έχοντας αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τους οπλίτες των αποίκων αναζητούσαν την συνδρομή συμμάχων οπλιτών αλλιώς η επιλογές του ήταν άμυνα με εκηβόλα όπλα από τα. οχυρά τους ή ενέδρες Η περιοχή όπως ήταν λοιπόν φυσικό παρήγαγε εξαιρετικό ελαφρύ πεζικό.
Αν και οι ακοντιστές ή τοξότες δεν μπορούν να αποκλειστούν οι Ακαρνάνες ήταν κυρίως σφενδονήτες. Παρ΄ όλο που από το 314 π.Χ. η περιοχή ήταν υπό μακεδονική επιρροή οι κάτοικοι δεν φαίνεται να ανέπτυξαν σαρισσοφόρους.
Οι ενδείξεις συγκλίνουν ότι οι Ακαρνάνες που υπηρέτησαν τον Πύρρο ως φαλαγγίτες έφεραν μάλλον το αρχίγραμμά του στην ασπίδα τους όπως οι άλλοι μισθοφόροι. Δεν ήμαστε βέβαιοι αν οι Ακαρνάνες έφεραν στρογγυλή ή μηνοειδή (θρακικού τύπου) ασπίδα.
Είναι πολλή πιθανή η ύπαρξη παράλληλα και των δύο τύπων. Το έμβλημά τους πιθανόν να ήταν μία ανθρωπόμορφη ταυροκεφαλή που εμφανίζεται στα νομίσματά τους και παριστά τον θεοποιημένο ποταμό Αχελώο.
Οι κύριες λατρείες ήταν του Διός, του Ηρακλέους, και του Αχελώου και οι Ακαρνάνες θεωρούσαν του εαυτούς τους τέκνα του ποτάμιου θεού Αχελώου.
Οι Έλληνες παρίσταναν τους ποτάμιους θεούς ως ανθρωπόμορφους ταύρους ή σαν όντα κατά το ήμισυ ανθρώπινα και κατά το έτερο ήμισυ ιχθυόμορφα, που από το κρανίο τους φύτρωναν κέρατα.
Τα κέρατα συμβόλιζαν την πεποίθηση των αρχαίων ότι οι ποταμοί ήταν όλοι απόγονοι του Ποσειδώνα Ταυρώου που μάλλον προέρχεται από την αρχέγονη ποτάμια θεότητα της εποχής του χαλκού.
Άποψη των Αθαμανικών ορέων. (Τζουμέρκα)
Οι Αθαμάνες
Η ονομασία ” Αθαμάνες” σχετίζεται ενδεχομένως ετυμολογικά με τις λέξεις “Αθάμας ” και “Ιθώμη”. Οι Αθαμάνες ήταν ένα από τα ελληνικά φύλα όπως μαρτυρά ο Στράβων. Γενάρχης τους, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ήταν ο Βοιωτός βασιλιάς Αθάμας, ο οποίος κατέφυγε περιπλανώμενος στην Πίνδο και «φιλοξενήθηκε» από άγρια ζώα. Διώχθηκε από την πατρίδα του επειδή είχε σκοτώσει το γιο του Λέαρχο. Οι Αθαμάνες ήταν ορεισίβιοι κτηνοτρόφοι και φοβεροί πολεμιστές. Οι βαριοί χειμώνες, η αγριότητα του τόπου, η δύσκολη επικοινωνία και η λιτή τροφή, δημιούργησαν άντρες εύρωστους, τραχείς, με τολμηρούς χαρακτήρες και δυνατή ψυχή. Διακρίθηκαν σαν ακοντιστές και Πύρρος τους χρησιμοποιούσε ως ανιχνευτές αλλά και ως εφεδρεία. Μάλλον αυτοί εξουδετέρωσαν τα «αντι-ελεφαντικά» οχήματα των Ρωμαίων στο Ασκλο
Η Διώνη λατρεύονταν από τους Αθαμάνες και εκπροσωπούσε για αυτούς το υγρή φύση, τη γονιμοποιό δύναμη που ήταν τότε παντοδύναμη στα βουνά της Αθαμανίας. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα την παρουσιάζει σαν θεραπεύτρια μητρική θεά . Τα νομίσματα που σώζονται με την επιγραφή ”Αθαμάνων” έχουν πάνω τους την θεά Αθηνά και την Διώνη.
Το νερόφιδο ένα κοινό φίδι που ζει σε έλη και λίμνες και συχνά βγαίνει στην ξηρά μετά τη βροχή θεωρείται σύμβολο της Διώνης. Είναι τελείως ακίνδυνο για τον άνθρωπο. Όταν απειλείται σφυρίζει και βγάζει μια δύσοσμη ουσία. Οι Αθαμάνες το έφεραν στις ασπίδες τους επικαλούμενοι την προστασία της θεάς στη μάχη.
Σύγχρονη αναπαράσταση εκαφρού ιππέα copyright earlyridinggroup.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου