Τόσο το ποσοστό, όσο και ο απόλυτος αριθμός των Ελλήνων που έχουν άγνοια, όσον αφορά την ερμηνεία των αριθμών, είναι μεγαλύτερα των αναλφάβητων – γεγονός που αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες της καταστροφής που υπέστη η χώρα μας
.Η αυθαίρετη χρήση των αριθμών από τους δανειστές, η οποία κορυφώθηκε στο θέμα του πολλαπλασιαστή, έστειλε τελικά την Ελλάδα στη λαιμητόμο – ενώ η άγνοια τους, ακούσια ή/και εκούσια από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων, ήταν αυτή που τελικά συνέβαλλε στην εφαρμογή όλων των μέτρων που απαιτήθηκαν, καταστρέφοντας πλήρως την ήδη ταλαιπωρημένη ελληνική οικονομία.
Ακόμη χειρότερα κάποιοι πολιτικοί, ανόητα ή/και εσκεμμένα, συμπεριφέρθηκαν βασιλικότερα....
.... του βασιλέως – δηλώνοντας δημόσια πως οι ίδιοι πήραν τις βασικές οικονομικές αποφάσεις και όχι η Τρόικα! Υπάρχουν δε ελάχιστες αμφιβολίες σχετικά με το ότι, η συγκεκριμενοποίηση των μέτρων, καθώς επίσης οι προτάσεις στα προγράμματα που εφαρμόσθηκαν ήταν έργο ενδοτικών κυβερνητικών στελεχών – όσο και αν δεν θέλει κανείς να το παραδεχθεί, αφού επρόκειτο για Έλληνες.
Περαιτέρω, ακόμη και αυτοί οι πολιτικοί που από άγνοια του αντικειμένου ψήφισαν και ψηφίζουν τέτοια καταστροφικά μέτρα, προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους εκάστοτε κατακτητές – εν προκειμένω χωρίς κανένα αντάλλαγμα, εάν εξαιρέσει κανείς τη βουλευτική αμοιβή τους, γεγονός που αποτελεί το άκρον άωτο της ανοησίας. Σε κάθε περίπτωση, οι αριθμοί χρησιμοποιήθηκαν για να «τρελάνουν» τους Πολίτες – αφού ήταν προφανής η αδυναμία ανάγνωσης και ερμηνείας τους από την πλειοψηφία.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από πολλές τηλεοπτικές συζητήσεις, όπου σχεδόν όλοι οι παρουσιαστές συστήνουν στους πολιτικούς, καθώς επίσης στους υπόλοιπους που συμμετέχουν, να αποφεύγουν τα νούμερα και τις στατιστικές – επειδή δεν είναι σε θέση να τα παρακολουθήσουν οι τηλεθεατές, οπότε αλλάζουν απλά κανάλι!
Συμπερασματικά λοιπόν, το ποσοστό και το απόλυτο μέγεθος του «αναριθμητισμού» (με την ευρεία έννοια της λέξης – μη γνώση αριθμητικής) στην Ελλάδα είναι συντριπτικά μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του αναλφαβητισμού – με πολύ τραγικές συνέπειες για τη χώρα μας, όπως διαπιστώνεται καθημερινά.
Με ένα επόμενο παράδειγμα, πρόσφατα ακούστηκε η είδηση, σύμφωνα με την οποία ένας αγρότης έχει απαιτήσεις απέναντι στο σούπερ μάρκετ Μαρινόπουλος, ύψους δεκάδων χιλιάδων ευρώ – ενώ ένας γνωστός συνεταιρισμός είναι εκτεθειμένος με πίστωση αρκετών εκατομμυρίων, στην ίδια επιχείρηση. Εάν η είδηση είναι πράγματι σωστή (ποτέ δεν το γνωρίζει κανείς, αφού οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είναι σπάνια ακριβείς), τότε πρόκειται για τεράστια ποσά και στις δύο περιπτώσεις – από τις οποίες όμως προκύπτουν αβίαστα τα παρακάτω ερωτήματα:
Πώς προέκυψαν αυτά τα νούμερα; Ποιά επιχειρηματική λογική τα επέτρεψε; Έχουν οι παραπάνω ασφαλίσει τις απαιτήσεις τους; Εάν όχι, γιατί δεν το έκαναν; Μήπως δεν έβρισκαν ασφαλιστική εταιρεία για να τα ασφαλίσουν; Τότε γιατί συνέχιζαν να προμηθεύουν το σούπερ μάρκετ και να το πιστώνουν με τέτοια εξωπραγματικά ποσά; Η κατάσταση αυτή είναι χαρακτηριστική για πολλές επιχειρήσεις;
Συνεχίζοντας, το κεντρικό ερώτημα που οφείλει να μας απασχολεί έχει άμεση σχέση με τη χρηματοοικονομική δομή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα – οι οποίες χρεοκοπούν η μία μετά την άλλη.Με κριτήριο πάντως τις δύο παραπάνω περιπτώσεις, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε πως είναι σαθρή – ενώ όλοι γνωρίζουμε πως αυτό ακριβώς είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα τους το οποίο, όπως είναι λογικό, εμφανίσθηκε όταν ξέσπασε η κρίση.
Πόσο μάλλον όταν για δεκαετίες η αγορά λειτουργούσε με μεταχρονολογημένες επιταγές που άλλαζαν πολλά χέρια, εξαργυρώνονταν στις τράπεζες κοκ., έως ότου πληρωθούν – ενώ το συνολικό ύψος τους υπολογιζόταν στα 300 δις €, τα οποία φυσικά δεν υπήρχαν.
Τόσο το κράτος όμως, όσο και οι τράπεζες, οι οποίες κερδοσκοπούσαν ασύστολα, δεν ανεχόταν μόνο σιωπηρά αυτήν την κατάσταση αλλά, δυστυχώς, την επέτρεπαν και την ενίσχυαν – με τα αποτελέσματα που διαπιστώσαμε όταν ξέσπασε η κρίση και αφαιρέθηκε από την αγορά ένα μεγάλο μέρος αυτής της πλασματικής ρευστότητας, η οποία μοιάζει ουσιαστικά με το ανεξέλεγκτο, παράνομο τύπωμα χρημάτων.
Σε κάποιο βαθμό λοιπόν, φυσικά με πολλές εξαιρέσεις, αυτού του είδους οι επιχειρήσεις αργά ή γρήγορα θα έκλειναν, έτσι ώστε να εξυγιανθεί η αγορά – ενώ θα είναι ίσως λυτρωτικό για τους σοβαρούς επιχειρηματίες, εάν προσπαθήσουν να καταλάβουν γιατί συνέβησαν όλα αυτά, καθώς επίσης γιατί κατέληξαν τόσες πολλές εταιρείες στη χρεοκοπία.
Ολοκληρώνοντας, πρέπει να επιστρέψουμε στις βασικές οικονομικές αρχές: Σωστό ύψος ιδίων κεφαλαίων, μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση παγίων εγκαταστάσεων, ορθολογική σχέση ιδίων προς ξένα κεφάλαια, βιώσιμη πιστωτική πολιτική, επιχειρηματικός σχεδιασμός και προγραμματισμός, πίνακες χρηματικών εισροών και εκροών, βέλτιστη παραγωγικότητα των εργαζομένων κοκ. Σε απλά, βασικά πράγματα δηλαδή, τα οποία πολλοί αγνόησαν στο παρελθόν – ούτε θέλησαν, ούτε ρώτησαν για να μάθουν.
Ακόμη χειρότερα, για αρκετούς οι οικονομικοί σύμβουλοι θεωρούνταν παράσιτα, τα οποία δεν άξιζαν αμοιβή για τις υπηρεσίες τους – οπότε προτιμούσαν αντί αυτού την αγορά ενός ακριβού αυτοκινήτου ή άλλου είδους καταναλωτικές δαπάνες. Έτσι καταλήξαμε να πουληθεί πρόσφατα σε Γερμανούς μία μεγάλη ελληνική βιομηχανία εμφιαλώσεως, η τιμή της οποίας εκτιμήθηκε από τράπεζα στα 12.000.000 €, μόλις στο 10% της αξίας της – επειδή οι ιδιοκτήτες της τα ήξεραν όλα και δεν χρειάζονταν καμία συμβουλή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου