Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Ο ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΛΑ ΚΡΑΤΕΙ...


Έχει τελειώσει η κρίση της ευρωζώνης; Η απάντηση είναι: «και ναι και όχι». Από τη μία μεριά, οι κίνδυνοι μίας άμεσης κρίσης έχουν ελαττωθεί. Από την άλλη, η επιβίωση του νομίσματος είναι αβέβαιη. Όσο ισχύει αυτό, παραμένει ζωντανή η πιθανότητα νέων προβλημάτων.




Η σημαντικότερη ένδειξη της αναζωογονημένης εμπιστοσύνης είναι η μείωση των spread των επιτοκίων μεταξύ των κρατικών ομολόγων των ευάλωτων χωρών και των γερμανικών ομολόγων. Τα ιρλανδικά spread, για παράδειγμα, κυμαίνονταν μόλις στις 205 μονάδες βάσης τη Δευτέρα, από 1.125 μονάδες τον Ιούλιο του 2011. Τα πορτογαλικά spread ήταν στις 465 μονάδες βάσης, από 4.680 μονάδες το Μάρτιο του 2012. Τα ιταλικά και τα ισπανικά spread έχουν πέσει στα σχετικά χαμηλά επίπεδα των 278 και 362 μονάδων αντίστοιχα.

Πίσω από αυτή τη βελτίωση κρύβονται τρεις πραγματικότητες. Η πρώτη είναι η επιθυμία της Γερμανίας να διατηρήσει άθικτη την ευρωζώνη. Η δεύτερη αφορά την βούληση των ευάλωτων χωρών να εμμείνουν στις πολιτικές που απαιτούνται από τους πιστωτές τους. Η τρίτη πραγματικότητα αφορά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ανακοινώσει τολμηρές πρωτοβουλίες –όπως την ενισχυμένη, πιο μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση για τις τράπεζες και τις οριστικές νομισματικές συναλλαγές για τα κράτη- παρά τις αντιδράσεις της Bundesbank. Όλα αυτά έχουν βοηθήσει θεαματικά τους κερδοσκόπους.

Ωστόσο, δεν είναι αυτό το τέλος της ιστορίας. Η νομισματική ένωση υποτίθεται ότι είναι σαν ένας αμετάκλητος νομισματικός γάμος. Ακόμα κι αν πρόκειται για αποτυχημένο γάμο, η ένωση μπορεί να επιβιώσει πολύ περισσότερο από ότι πολλοί νομίζουν, διότι το κόστος του διαζυγίου είναι πολύ υψηλό.  Βέβαια, τα αποτυχημένα ειδύλλια παραμένουν και τα πιο εύθραυστα, όσο μεγάλο κι αν είναι το κόστος του χωρισμού. Η ευρωζώνη είναι λοιπόν ένας αποτυχημένος γάμος. Μπορεί να διορθωθεί;

Καλός γάμος είναι ο γάμος που το ζευγάρι, αν είχε τη δυνατότητα να γυρίσει στο παρελθόν, θα έκανε πάλι την ίδια επιλογή να παντρευτεί. Σίγουρα, πολλά μέλη της ΕΕ θα αρνούνταν να εισέλθουν στην ένωση σήμερα, καθώς βρίσκονται παγιδευμένα σε έναν εφιάλτη μιζέριας και κακής βούλησης.

Το τέταρτο τρίμηνο του περασμένου έτους, το συνολικό ακαθάριστο προϊόν της ευρωζώνης ήταν ακόμα 3 τοις εκατό κάτω από τα προ-κρίσης επίπεδα, ενώ το ΑΕΠ των ΗΠΑ ήταν 2,4 τοις εκατό παραπάνω. Την ίδια περίοδο, το ΑΕΠ της Ιταλίας ήταν σε επίπεδα, που τελευταία φορά είδαμε το 2000 και 7,6 τοις εκατό κάτω από τα προ-κρίσης επίπεδα. Το ΑΕΠ της Ισπανίας ήταν 6,3 τοις εκατό κάτω από τα προ-κρίσης επίπεδα, ενώ το ποσοστό ανεργίας έχει φτάσει το 26 τοις εκατό. Όλες οι πληγείσες οικονομίες, εκτός της Ιρλανδίας, βρίσκονται σε ύφεση εδώ και χρόνια. (Βλέπε διαγράμματα.) Η ιρλανδική οικονομία είναι ουσιαστικά στάσιμη. Ακόμα και το ΑΕΠ της Γερμανίας ήταν μόλις 1,4 τοις εκατό πάνω από τα προ-κρίσης επίπεδα, με την εξαγωγική της δύναμη να αποδυναμώνεται από την παρακμή των κυριότερων εμπορικών εταίρων της.

Σήμερα, αν όλα τα μέλη της ευρωζώνης επέλεγαν ευχαρίστως να προσχωρήσουν στην ένωση, θα ήταν σίγουρα ακραίοι μαζοχιστές. Είναι αμφίβολο ακόμα και το αν η Γερμανία είναι σε καλύτερη θέση εντός ένωσης: ναι μεν μπορεί να έχει μετατραπεί σε πρωταθλητή εξαγωγών και να τρέχει μεγάλα εξωτερικά πλεονάσματα, αλλά οι πραγματικοί μισθοί και τα εισοδήματα έχουν μειωθεί. Εντωμεταξύ, το πολιτικό σκηνικό φθείρεται όλο και περισσότερο στις χώρες που έχουν πληγεί από την κρίση. Ο θυμός στο εσωτερικό, σε συνδυασμό με τις τριβές στο εξωτερικό, μαστίζουν τους πιστωτές, αλλά και τους οφειλέτες.

Τι πρέπει λοιπόν να συμβεί για να σωθεί αυτός ο γάμος; Η απάντηση περιλαμβάνει δύο παράγοντες: την επιστροφή στην οικονομική ευρωστία το συντομότερο δυνατόν, και την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων που θα καθιστούν απίθανη την επανάληψη μίας τέτοιας καταστροφής. Τα δύο αυτά είναι συνδεδεμένα: όσο πιο πιθανή η μακροπρόθεσμη ευρωστία, τόσο γρηγορότερη θα είναι και η ανάκαμψη.

Η επιστροφή στην καλή οικονομική υγεία έχει τρεις σχετικές συνιστώσες: τη διαγραφή του ανεξόφλητου χρέους του παρελθόντος· την αναπροσαρμογή· και τη χρηματοδότηση των σημερινών ανισορροπιών. Εξετάζοντας κατά πόσο θα μπορούσαν όλα αυτά να λειτουργήσουν, υποθέτω ότι ο καταμερισμός των κινδύνων και οι δημοσιονομικές μεταβιβάσεις που συνδέονται με τις τυπικές ομοσπονδίες δεν πρόκειται να συμβούν στην ευρωζώνη. Η ευρωζώνη, ναι μεν θα καταλήξει πιο ενοποιημένη από ποτέ, ωστόσο σίγουρα πολύ λιγότερο από την Αυστραλία, τον Καναδά ή τις ΗΠΑ.

Σχετικά με τη διαγραφή και τα κουρέματα του χρέους, χρειάζεται να γίνουν πολύ περισσότερα από όσα έγιναν στην Ελλάδα. Επιπλέον, όσο περισσότερο εξαναγκάζονται οι πληγείσες χώρες να σηκώνουν το φορτίο της προσαρμογής μέσω πτώσης των τιμών και των μισθών, τόσο μεγαλύτερο θα γίνεται το πραγματικό φορτίο του χρέους και οι απαιτούμενες διαγραφές. Το πιθανότερο είναι να χρειαστούν διαγραφές χρέους, τόσο για τις τράπεζες όσο και για τα κράτη. Η αντίσταση που προβάλλεται στην αναγνώριση αυτού του γεγονότος είναι τεράστια. Αλλά μπορεί να είναι μάταιη.

Η πορεία προς την προσαρμογή και την ανανέωση της ανάπτυξης είναι ακόμα πιο σημαντική. Προβλέπεται σκληρή και μακρά. Ας υποθέσουμε ότι οι οικονομίες της Ιταλίας και της Ισπανίας αρχίζουν να αναπτύσσονται με 1,5 τοις εκατό ανά έτος, κάτι αρκετά αμφίβολο. Θα χρειάζονταν μέχρι το 2017 ή το 2018 για να επιστρέψουν στα προ-κρίσης επίπεδα: 10 χαμένα χρόνια. Επιπλέον, δεν είναι σαφές το τι ακριβώς θα οδηγήσει μία τέτοιου είδους ανάπτυξη. Η δυνητική προσφορά δεν εγγυάται από μόνη της και την αντίστοιχη ζήτηση.

Η δημοσιονομική πολιτική είναι περιοριστική. Οι χώρες που υποφέρουν από μεγάλο χρέος ιδιωτικού τομέα, όπως η Ισπανία, είναι απίθανο να δουν ανάκαμψη στο δανεισμό και τις δαπάνες στον ιδιωτικό τομέα. Η εξωτερική ζήτηση θα είναι αδύναμη, κυρίως επειδή τα περισσότερα άλλα μέλη υιοθετούν ταυτόχρονα περιοριστικές πολιτικές συρρίκνωσης. Αν μη τι άλλο, αυτό ισχύει επειδή δεν είναι καθόλου σαφές ότι η ανταγωνιστικότητα των πληγεισών κρατών έχει βελτιωθεί αποφασιστικά, με εξαίρεση την περίπτωση της Ιρλανδίας, όπως εξηγεί η Capital Economics σε πρόσφατο σημείωμα. (Βλέπε διάγραμμα). Πράγματι, τα στοιχεία δείχνουν ότι η εξωτερική ανταγωνιστικότητα της Ιταλίας επιδεινώνεται, σε σχέση με της Γερμανίας. Ναι, τα εξωτερικά ελλείμματα έχουν συρρικνωθεί. Αλλά, μεγάλο μέρος αυτού οφείλεται στην ύφεση την οποία έχουν υποστεί.

Εντωμεταξύ, η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ, αν και αρκετή για να αποφευχθεί μία ξαφνική κατάρρευση και πτώχευση κρατών και των τραπεζών που τους αντιστοιχούν, χρειάστηκε ταχεία δημοσιονομική σύσφιξη. Τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά. Σε πρόσφατη επιστολή του προς τους υπουργούς, ο Όλι Ρεν, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρμόδιος για οικονομικά και νομισματικά θέματα, καταδίκασε τις πρόσφατες αμφιβολίες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές, λέγοντες ότι δεν είναι καθόλου «χρήσιμες». Αυτό, από όσο μπορώ να κρίνω, αποτελεί ένδειξη της αυξημένης ευαισθησίας. Αντί να ακούσουν τις συμβουλές ενός σοφού συμβούλου γάμου, οι αρχές έχουν επιλέξει να τις απορρίψουν τελείως.

Αυτοί που πιστεύουν ότι τα βάσανα τις ευρωζώνης είναι πλέον στο παρελθόν, λογικά προϋποθέτουν είτε μία εξαιρετική οικονομική «αναστροφή», είτε τη βούληση όσων μένουν παγιδευμένοι σε βαθιές υφέσεις χρόνο με το χρόνο, να συνεχίσουν στην ίδια πορεία. Και οι δύο υποθέσεις φαντάζουν απίθανες. Επιπλέον, οι προοπτικές για τις επιθυμητές μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις –μία τραπεζική ένωση και ενίσχυση του καταμερισμού κινδύνου- φαντάζουν αρκετά απόμακρες. Πολύ πιο πιθανή είναι μία ένωση ιδρυμένη με βάση μία μονόπλευρη, περιοριστική προσαρμογή.

Θα ζήσουν άραγε τα μέλη αυτής ένωσης καλά κι εμείς καλύτερα, ή θα συνεχίσουν να χαρακτηρίζονται από ανυπέρβλητες διαφορές; Η απάντηση φαίνεται προφανής, τουλάχιστον σε εμένα. Αν είναι έτσι, τότε δεν πρόκειται να τελειώσει σύντομα αυτή η δυστυχής ιστορία.


Πηγή: sofokleous10.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου