Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Ντοκουμέντα για κατοχικό δάνειο και επανορθώσεις.


Δεν ξεχνώ!
Η σημερινή γερμανική κυβέρνηση εφαρμόζει, μέσω των «επιτετραμμένων» της, την «τεχνική» που εφάρμοζε το Γ’ Ράιχ για την απομύζηση του εθνικού πλούτου της Ελλάδας. Η μόνη διαφορά, ότι η ναζιστική Γερμανία είχε αρχίσει να αποπληρώνει κάποιες δόσεις του δανείου της Κατοχής…
Της ΝΕΦΕΛΗΣ ΤΖΑΝΕΤΑΚΟΥ 
Την «τεχνογνωσία» για την απομύζηση του εθνικού πλούτου κατεχόμενων χωρών, που εφάρμοσε στην περίπτωση της Ελλάδας το Γ’ Ράιχ, εφαρμόζει και η σημερινή Γερμανία μέσω των «επιτετραμμένων» της.
Η μόνη ορατή διαφορά έγκειται στο ότι το Γ’ Ράιχ σε κάποια φάση άρχισε να αποπληρώνει κάποιες δόσεις του αναγκαστικού δανείου, σε αντίθεση με τη σημερινή Γερμανία, η οποία αρνείται προκλητικά (βλέπε δηλώσεις Σόιμπλε).
Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί η ομοιότητα των διαδικασιών -τότε και τώρα- για την υλοποίηση της γερμανικής πολιτικής.
Μέθοδοι υφαρπαγής
Την τότε κατοχική περίοδο οι Γερμανοί αξιωματούχοι οργάνωναν και μετείχαν σε συσκέψεις με την «ελληνική κυβέρνηση» για τη μεθόδευση της υφαρπαγής, όπως προκύπτει από τα πρακτικά που αφορούν τη σύναψη συμφωνίας το 1942, ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους ειδικούς εντεταλμένους του Αξονα. Αναφέρονται τα εξής:
«Της Συσκέψεως ήτις εγένετο την νύκτα της 1 προς την 2 Δεκεμβρίου 1942 εν Αθήναις μεταξύ του Ελληνος Πρωθυπουργού και υπουργού των Οικονομικών αφ’ ενός και των Πληρεξουσίων και ειδικών εντεταλμένων του Αξονος αφ’ ετέρου…».1
Το γερμανικό Γ’ Ράιχ από τον Απρίλη 1943 ξεκίνησε όμως την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου και μάλιστα μέχρι τον Σεπτέμβριο 1944 κατεβλήθησαν ορισμένες εξοφλητικές δόσεις.
Στο αποκαλυπτικό έγγραφο2 παρατίθεται το εξής απόσπασμα: «Εχομεν την τιμήν να σας διαβιβάσωμεν δεόντως οπισθογεγραμμένην παρ’ ημών την υπ’ αριθμ. 68825/13-05-44 επιταγήν του Ειδικού Πληρεξουσίου του Υπουργείου των Εξωτερικών του Ράιχ διά την Νότιον Ανατολήν εκ δραχμών οκτακοσίων δισεκατομμυρίων και να παρακαλέσωμεν σαν το ποσόν τούτο φέρητε εις πίστωσιν του παρ’ υμίν λογαριασμού “Ελληνικόν Δημόσιον – Επιστροφή παρά Γερμανικών Υπηρεσιών διά τους ειδικούς λογαριασμούς Βγ1 και Βγ2″».
Σημειώνεται ότι ο ειδικός λογαριασμός της Τραπέζης της Ελλάδος, στον οποίο χρεώνονταν οι σχετικές πιστώσεις, ήταν λογαριασμός όχι των αρχών Κατοχής, αλλά των κυβερνήσεων και αυτό γινόταν κατ’ απαίτηση των ίδιων των αρχών Κατοχής.
Ο Χίτλερ πλήρωνε…
Ετσι, ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει το νομικό χαρακτήρα των δανείων και είχε δώσει εντολή να αρχίσει η διαδικασία εξόφλησής τους, σύμφωνα με παλαιότερη δήλωση του διοικητή της ΤτΕ, Ξενοφώντα Ζολώτα.
Η Γερμανία έχει κατά καιρούς προβάλει επιχειρήματα προκειμένου να «αποδεσμευτεί» από την υποχρέωσή της προς την Ελλάδα όσον αφορά το κατοχικό δάνειο.
Επικαλείται τη δήλωση -προφορική και μυστική- περί παραίτησης της Ελλάδας από τις απαιτήσεις της, προς τον τότε καγκελάριο της Γερμανίας Κόνραντ Αντενάουερ, του «εθνάρχη» Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν ως πρωθυπουργός επισκέφτηκε τη Βόνη τον Νοέμβριο 1958.
Ωστόσο, στις 31 Μαρτίου 1967 η Γερμανία, απαντώντας σε ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας, αναγνωρίζει ότι η Αθήνα έχει νόμιμες αξιώσεις τόσο επί του κατοχικού δανείου όσο και επί των επανορθώσεων, από τις οποίες ουδέποτε παραιτήθηκε.
Τώρα, η γερμανική πλευρά ισχυρίζεται ότι εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της έναντι της Ελλάδας, περιλαμβανομένου και του κατοχικού δανείου, με τη σύναψη της γερμανο-ελληνικής συμφωνίας της 18ης Μαρτίου 1960, η οποία αφορούσε παροχές υπέρ Ελλήνων πολιτών που είχαν πληγεί από τις θηριωδίες των Γερμανών κατά την περίοδο της Κατοχής.
Το πόρισμα στον Σαμαρά
Οπως επισημαίνει ο επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννης Παπανικολάου, στο πόρισμα που απεστάλη στον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και στους αρχηγούς των κομμάτων της συμπολίτευσης, Ευάγγελο Βενιζέλο και Φώτη Κουβέλη, τον Δεκέμβριο 2012, εκτός του ότι η συμφωνία συνήφθη δύο χρόνια μετά την υποτιθέμενη «παραίτηση» Καραμανλή, το περιεχόμενο της συμφωνίας δεν αφορά σε καμία περίπτωση το κατοχικό δάνειο, παρά καλύπτει μέρος μόνο των απαιτήσεων της Ελλάδας για επανορθώσεις.
Επίσης, όπως επισημαίνεται, οι ισχυρισμοί της Γερμανίας περί συμψηφισμού με τη γερμανική βοήθεια στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι πρόδηλα αβάσιμοι.
Η Ελλάδα στη διάσκεψη των επανορθώσεων του 1945, στη διάσκεψη του Παρισιού το 1946 και στη διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων (Σοβιετική Ενωση, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ηνωμένες Πολιτείες) το 1947 διαχώρισε το κατοχικό δάνειο από τις πολεμικές επανορθώσεις.
Η Ελλάδα επανήλθε επί του ζητήματος αυτού και έθεσε εκ νέου υπ’ όψιν τις νόμιμες διεκδικήσεις της το 1965 με τον Ανδρέα Παπανδρέου, το 1966 κατά τις ελληνο-γερμανικές συνομιλίες στην Αθήνα, το 1974 με τον τότε δοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Ξενοφώντα Ζολώτα και το 1991, ανεπίσημα όμως, από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά προς το Γερμανό ομόλογό του.
Η ενοποίηση
Το 1995, με δεδομένο ότι στις 31 Αυγούστου 1990 υπεγράφη η Συνθήκη Ενοποίησης των δύο Γερμανιών (Δυτικής και Ανατολικής) και στις 12 Σεπτεμβρίου 1990 υπεγράφη στην Μόσχα η συνθήκη οριστικής ρύθμισης των θεμάτων που αφορούσαν τη Γερμανία (Συμφωνία «2+4»), με την οποία η Γερμανία απέκτησε πλήρη κυριαρχία στις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις, ο τότε πρέσβης της Ελλάδας στη Βόνη, επέδωσε στο Γερμανό υφυπουργό Εξωτερικών Πέτερ Χάρτμαν ρηματική διακοίνωση ζητώντας την έναρξη των διαπραγματεύσεων και για το κατοχικό δάνειο.
Η γερμανική πλευρά απέρριψε βεβαίως το ελληνικό διάβημα, με το επιχείρημα πως «μετά πάροδο 50 ετών από το τέλος του πολέμου και δεκαετιών αξιοπίστου και στενής συνεργασίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με τη διεθνή κοινότητα το πρόβλημα των επανορθώσεων απώλεσε τη δικαιολογητική του βάση. Ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να προσδοκά η ελληνική κυβέρνηση ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα προσέλθει σε συνομιλίες για το θέμα αυτό».
Ωστόσο, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το διεθνές δίκαιο, δεν μπορεί να υπάρξει παραγραφή αναφορικά με το κατοχικό δάνειο.
Στο έγγραφο1 αναφέρεται ότι «το ποσόν όπερ, συμφώνως του Πρωτοκόλλου της 4ης Μαρτίου 1942, η Ελληνική Κυβέρνησις δέον να θέτη μηνιαίως εις διάθεσιν των Δυνάμεων Κατοχής ως καταβολήν έναντι των εις βάρος της εξόδων κατοχής, ποσόν το οποίον την ημερομηνίαν εκείνην είχεν ορισθή εις 1.500 εκατομμ. δραχμών, προσαρμόζεται νυν προς την μειωθείσαν αγοραστικής αξίαν της δραχμής».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει παραθέσει ο Μανώλης Γλέζος, η Γερμανία οφείλει προς το ελληνικό Δημόσιο:
α. 108,43 δισ. ευρώ, χωρίς τους τόκους. Πρόκειται για το ποσόν που οφείλει η Γερμανία λόγω των καταστροφών που προκάλεσε στις υποδομές της χώρας κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
β. 54 δισ. ευρώ, χωρίς τους τόκους. Πρόκειται για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο.
γ. Να επιστρέψει τους κλεμμένους αρχαιολογικούς θησαυρούς.
Παράλληλα, η Γερμανία οφείλει αποζημιώσεις στους συγγενείς των θυμάτων.
Σημειώνεται πως σε έγγραφο της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τραπέζης της Ελλάδος του 19833 τεκμηριώνεται και εκτιμάται το ύψος της οφειλής (κεφάλαιο συν τόκοι) έως την 31η Δεκεμβρίου 1982.
Η οφειλή αυτή στην εν λόγω μελέτη κατόπιν αναπροσαρμογής έως την 31η Δεκεμβρίου 1994 ανέρχεται στα 485 δισ. δραχμές.
Σε κάθε περίπτωση, την απόρρητη έκθεση της Ομάδας Εργασίας του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για την έρευνα των αρχείων που αναφέρονται στον Α’ και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναμένεται να εξετάσει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ώστε να γίνει η επεξεργασία, η αξιολόγηση και η στοιχειοθέτηση των αξιώσεων του ελληνικού Δημοσίου.
Τα ελληνικά επιχειρήματα, σε μια απόρρητη έκθεση
Η πολυσέλιδη έκθεση που συντάχθηκε από τον επίτιμο αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου και παραδόθηκε σε Σαμαρά, Βενιζέλο και Κουβέλη
Η απόρρητη έκθεση, που παραδόθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο στον πρωθυπουργό και τους αρχηγούς των κομμάτων της κυβέρνησης (Βενιζέλος, Κουβέλης), συντάχθηκε από τον επίτιμο αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου Ι. Παπανικολάου. Περιλαμβάνει όλα τα νομικά επιχειρήματα της χώρας και τις κινήσεις που πρέπει να γίνουν.
Την πρωτοβουλία πήρε ομάδα πολιτών, μεταξύ των οποίων η Β. Τσουδερού, η Ελ. Αντωνιάδου-Μπιμπίκου, ο Δ. Ψαλτόπουλος, ο Ν. Θεοχαράκης και πολλοί άλλοι. Η «Κ.Ε.» δημοσιεύει εκτενή αποσπάσματά της:
«Οι νόμιμες αξιώσεις της Ελλάδος κατά της Γερμανίας από τη σύμβαση του κατοχικού δανείου»
Το ιστορικό των συμβάσεων
Στις 14.3.1942 περατώθηκε στη Ρώμη η Δημοσιονομική Διάσκεψη Εμπειρογνωμόνων μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας, η οποία, μεταξύ άλλων, κατέληξε στη σύναψη μιας συμφωνίας ανάμεσα στις δύο αυτές δυνάμεις κατοχής που αφορούσε την Ελλάδα, την οποία υπέγραψαν οι πληρεξούσιοι της Ιταλίας και Γερμανίας στην Ελλάδα, Γκίτζι και Αλτενμπουργκ.
Στην Ελλάδα η συμφωνία ανακοινώθηκε έπειτα από εννέα ημέρες με τη ρηματική διακοίνωση 160/23.3.1942 του Αλτενμπουργκ.
Ο Ιταλός πληρεξούσιος την ανήγγειλε με το σημείωμά του Ν.04/6406/461/23.3.1942.
Με τη σειρά του ο Ελληνας υπουργός Οικονομικών έδωσε εντολή στην Τράπεζα της Ελλάδος να συμμορφωθεί προς τη ρηματική διακοίνωση του Γερμανού πληρεξουσίου (αριθ. Εγγράφου ΕΠ 409/2.4.1942).
Η συμφωνία αυτή συνίστατο στα εξής:
Πρώτον, η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώνεται να καταβάλει στις δύο δυνάμεις κατοχής και σε ίσο μερίδιο για έξοδα κατοχής το ποσό των 1,5 δισ. δραχμών. Δεύτερον, οι πέραν του ποσού αυτού αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος θα χρεώνονται στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας σε δραχμές και θα είναι άτοκες. Τρίτον, η επιστροφή των πέραν των 1,5 δισ. δραχμών ποσών αυτών θα γίνει αργότερα. (Αρθρα 2, 3 και 4 της συμφωνίας). Προστέθηκε, δε, ότι η εν λόγω συμφωνία θα είχε αναδρομική ισχύ από 1.1.1942 (άρθρο 5).
Στις 2.12.1942 υπογράφηκε ανάμεσα στις τρεις κυβερνήσεις (Γερμανίας, Ιταλίας και Ελλάδας) συμφωνία που περιείχε τα εξής νέα στοιχεία: α) Τα ποσά του δανείου είναι συμβολικώς αναπροσαρμοζόμενα, δηλαδή είναι διατυπωμένα σε σταθερό νόμισμα. β) Ο δανεισμός σταματά την 1η Απριλίου 1943, οπότε και αρχίζει η άτοκη επιστροφή τους, ανεξάρτητα, δηλαδή, από το πότε λήγει ο πόλεμος. γ) Αντί των 1,5 δισ. δραχμών μηνιαίως της προηγούμενης συμφωνίας (14.3.1942), οι δαπάνες κατοχής αυξάνονται στο ποσό των 8 δισ. δραχμών μηνιαίως. Τα επιπλέον ποσά «…θα άγωνται εις χρέωσιν, υπό της Τραπέζης της Ελλάδος, των κυβερνήσεων Ιταλίας ή Γερμανίας…». δ) Οι λογαριασμοί αυτοί θα πληρώνονται από τον Απρίλιο 1943 σε μηνιαίες δόσεις που αντιστοιχούν στο 10% του συνόλου του εν λόγω λογαριασμού την 31η Μαρτίου 1943. Πάντως, διατηρήθηκε η ρήτρα ότι το δάνειο αυτό ήταν άτοκο.
Μια νέα συμφωνία ανάμεσα στις τρεις χώρες υπογράφηκε στις 18.5.1943. Με τη νέα τροποποίηση – αναπροσαρμογή: α) Καταργείται ο περιορισμός του ανώτατου ορίου των προκαταβολών, δηλαδή των 8 δισ. δραχμών κατά μήνα, που θέσπιζε η πρώτη τροποποίηση της 2.12.1942. β) Εκτός του τιμαρίθμου τροφίμων, που ορίζει η συμφωνία της 2.12.1942, θα λαμβάνονται υπ’ όψιν και άλλοι τρεις τιμάριθμοι: των ημερομισθίων, των οικοδομικών υλικών και των καυσίμων, όπως ειδικότερα ορίζεται στην τελευταία αυτή συμβατική τροποποίηση. Και γ) η συμφωνία ισχύει από 1.4.1943.
Το ύψος των ελληνικών αξιώσεων και η νομική διάσταση των συμφωνιών αυτών
Το δάνειο της πρώτης συμφωνίας, μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας, συνιστά «αναγκαστικό δάνειο». Οι μετέπειτα ως άνω τροποποιήσεις της αρχικής συμφωνίας της Ρώμης το μετέτρεψαν σε συμβατικό, αφού μετέσχε σε αυτές, ως αντισυμβαλλόμενη δανείστρια και η Ελλάδα. Η δε μετατροπή αυτή έχει αναδρομική ισχύ.
Το άθροισμα των οριστικών χρεώσεων που έγιναν από την ΤτΕ προς τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, μέσω των αντίστοιχων λογαριασμών, πέραν και επί πλέον των «εξόδων κατοχής», συνιστά το κεφάλαιο του κατοχικού δανείου, το οποίο η ΤτΕ χορήγησε, κατ’ εντολή του Δημοσίου, χρηματοδοτώντας τις πέραν και εκτός των εξόδων κατοχής απαιτήσεις του γερμανικού Γ’ Ράιχ από την άνω δανειακή σύμβαση, όπως κάθε φορά ίσχυε τροποποιούμενη.
Οι καταβολές προς τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής εκτελέστηκαν από την ΤτΕ για λογαριασμό και με χρέωση του ελληνικού Δημοσίου, στο πλαίσιο της εκ του νόμου σχέσης εντολής που συνδέει τη ΤτΕ ως Ταμία του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ΤτΕ ενεργούσε ως απλή εντολοδόχος του Δημοσίου και όχι δι’ ίδιον λογαριασμόν και, επομένως, δανειστής των πιστώσεων, άρα και δικαιούχος της απαίτησης κατά της Γερμανίας, ως διαδόχου του γερμανικού Γ’ Ράιχ, είναι το ελληνικό Δημόσιο, όπως νομικώς ορθά ισχυρίζεται έκτοτε και μέχρι σήμερα η ΤτΕ.
Το συνολικό ύψος του δανείου που καταβλήθηκε από την Ελλάδα στις δυνάμεις κατοχής, μέσω της ΤτΕ, αναγράφεται στην έκθεση του διοικητή της ΤτΕ έτους 1947 επί των ισολογισμών των ετών 1941, 1944, 1945 και 1946, όπου φέρεται ότι ανήλθε, καθ’ όσον αφορά τη Γερμανία, στο ποσόν των 1.530.033.302.528.819 δραχμών, το οποίο αντιστοιχεί προς USD 215.662.040,54 του τέλους 1944, κατά τον πλέον πρόσφατο υπολογισμό της ΤτΕ. Η τελευταία υπολόγισε, κατά μετατροπή, τη χρέωση της Γερμανίας σε λίρες Αγγλίας ως ανερχόμενη στο ποσό των 3.670.610 (χρ. λίρες Αγγλίας). Από τον καθηγητή Δερτιλή το ποσόν αυτό εκτιμάται στις 4.519.302 χ.λ.Α. (χρυσές λίρες Αγγλίας), ενώ από γερμανικής πλευράς δίδονται χαμηλότερα ποσά: 3.800.000 αγγλικές λίρες (συμπεριλαμβανομένου όμως και του μεριδίου της Ιταλίας) και 250 εκατ. χρυσά μάρκα, δηλαδή 450 εκατ. σταθερά μεταπολεμικά μάρκα (Nestler). Ο Αλτενμπουργκ τον Ιούλιο του 1964, με έγγραφό του στο γερμανικό ΥΠΕΞ, υπολογίζει τη δανειακή οφειλή της Γερμανίας προς την Ελλάδα σε 200 εκατ. χρυσά μάρκα, δηλαδή 400 εκατ. σταθερά μεταπολεμικά μάρκα. Εκπεφρασμένο σε δολάρια το ποσόν αυτό ποικίλλει, αν και όχι σημαντικά, ανάλογα με την εκτίμηση της αξίας της χρυσής λίρας Αγγλίας προς το δολάριο κατά την Κατοχή: 160 εκατ. δολάρια σύμφωνα με επίσημες ελληνικές εκτιμήσεις, 265 εκατ. δολάρια για τον καθηγητή Αγγ. Αγγελόπουλο και 227 εκατ. δολάρια σύμφωνα με την έκθεση Ι. Πασσιά (του 1963) στον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος.
Το βασικότερο όμως ζήτημα είναι αυτό των τόκων. Ασφαλώς και σύμφωνα με τη σύμβαση της 14.3.1942 τα ποσά του δανείου είναι άτοκα (άρθρ. 3). Το ίδιο συμβαίνει και με τη νέα συμφωνία της 2.12.1942. Η ύπαρξη ατόκων δανείων, με πρωτοβουλία του δανειοδοτούντος, για λόγους αναπτυξιακούς, δεν είναι άγνωστη στο διεθνές δίκαιο. Αλλά στην περίπτωση του κατοχικού δανείου ήταν προϊόν της βούλησης αποκλειστικά και μόνον του δανειοδοτουμένου (Γερμανία, Ιταλία), κατάσταση που εξηγείται ασφαλώς από τον άνισο συσχετισμό δυνάμεων. Η συμφωνία της 2.12.1942 προέβλεπε ότι τα ήδη καταβληθέντα δανειακά ποσά, καθώς και αυτά που θα καταβάλλονταν μέχρι 31.3.1943, θα αρχίσουν να εξοφλούνται από 1.4.1943 (παρ. β). Είναι, όμως γνωστό ότι με αποδεδειγμένη, εξ εγγράφων, εξαίρεση καταβολής κάποιων δόσεων, οι επιστροφές των δανειακών ποσών δεν έλαβαν ποτέ χώρα.
Στο διεθνές δίκαιο, περιπτώσεις μη εκτέλεσης των όρων της δανειακής σύμβασης αντιμετωπίζονται υπό δύο οπτικές γωνίες: είτε η αδυναμία καταβολής θεωρείται «αδυναμία εκτέλεσης», δηλαδή ύπαρξη αντικειμενικής αδυναμίας αποπληρωμής, οπότε γίνεται δεκτό ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μπορεί προσωρινά να μην αποπληρώσει, είτε της δυνατότητας πληρωμής, οπότε συντρέχει παραβίαση της υποχρέωσης καταβολής και είναι αναγκαία η δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς.
Στην πρώτη περίπτωση αναστέλλεται η πληρωμή κεφαλαίου και τόκων, οι οποίοι εξακολουθούν να «τρέχουν», η δε καταβολή τους γίνεται όταν το κράτος είναι σε θέση να το κάνει. Σε σχέση με το κατοχικό δάνειο ασφαλώς οι γερμανικές αρχές κατοχής στην Ελλάδα, αλλά και η Γερμανία συνολικότερα, υφίσταντο πιέσεις ως εκ της διεξαγωγής του πολέμου, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να λεχθεί ότι η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας δεν επέτρεπε τη σταδιακή εξόφληση του κατοχικού δανείου… Οσον αφορά τη δεύτερη λύση, είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν είχε τη δυνατότητα, τόσο στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο όσο και μετά τη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953, να διεκδικήσει την επιστροφή του δανείου. Ετσι, και στη μία και στην άλλη περίπτωση η Γερμανία ήταν και είναι υποχρεωμένη στην καταβολή τόκων για όσο χρονικό διάστημα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της.
Κατά την Τράπεζα της Ελλάδος ο προσδιορισμός του σημερινού ύψους του οφειλόμενου ποσού από τη Γερμανία στην Ελλάδα, με την προσθήκη τόκων συναρτάται αποκλειστικά από την επιλογή του επιτοκίου και τη χρήση ή όχι του ανατοκισμού.
Τέλος, τόσο κατά το ελληνικό Δημόσιο όσο και κατά την ΤτΕ πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι εγεννήθη νομικά βάσιμη απαίτηση για το ως άνω ποσό του «κατοχικού δανείου», πλέον τόκων, υπέρ του ελληνικού Δημοσίου εις βάρος του γερμανικού Γ’ Ράιχ, του οποίου διάδοχος είναι ήδη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Από τα παραπάνω εκτεθέντα προκύπτει σαφώς ότι το κατοχικό δάνειο είναι ένα κανονικό δάνειο με καθαρά συμβατικό χαρακτήρα. Αλλωστε η ίδια η (μεταγενέστερη) πρακτική των κρατών και ιδίως της Γερμανίας και της Ιταλίας δείχνει ότι θεωρούσαν το κατοχικό δάνειο ως κανονικό δάνειο, και έκαναν πάντοτε διάκριση μεταξύ των εξόδων κατοχής και των πιστώσεων. Ο δε ειδικός λογαριασμός της Τραπέζης της Ελλάδος στον οποίο χρεώνονταν οι σχετικές πιστώσεις ήταν λογαριασμός όχι των αρχών κατοχής, αλλά των κυβερνήσεων, και αυτό γινόταν κατ’ απαίτηση των ίδιων των αρχών κατοχής. Μάλιστα, ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει το νομικό χαρακτήρα των δανείων και είχε δώσει εντολή να αρχίσει η διαδικασία εξόφλησής τους («ΒΗΜΑ», 16.12.1990, δήλωση του διοικητή της ΤτΕ Ξεν. Ζολώτα).
Πράγματι, το γερμανικό Γ’ Ράιχ, από τον Απρίλιο του 1943, συνεπές στην τροποποίηση της 2.12.1942, άρχισε να επιστρέφει το κατοχικό δάνειο. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1944 κατέβαλε κάποιες εξοφλητικές δόσεις. Αυτές που αρνήθηκαν και αρνούνται ακόμη να εκπληρώσουν τις δανειακές αυτές υποχρεώσεις προς την Ελλάδα είναι οι μεταπολεμικές γερμανικές κυβερνήσεις, παρ’ ότι ο Γερμανός καγκελάριος Ερχαρτ με δήλωσή του, το έτος 1964, δεσμεύτηκε για την επιστροφή του υπόλοιπου ποσού του δανείου μετά την επανένωση της Γερμανίας.

Το επιχείρημα της εκπλήρωσης της υποχρέωσης προς την Ελλάδα
Κατά τη γερμανική πλευρά, η Γερμανία εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Ελλάδα, περιλαμβανομένου και του κατοχικού δανείου, με τη σύναψη της γερμανο-ελληνικής συμφωνίας της 18.3.1960, η οποία αφορούσε παροχές υπέρ Ελλήνων υπηκόων που είχαν θιγεί από εθνικοσοσιαλιστικά μέτρα διώξεων για λόγους φυλής, θρησκείας ή κοσμοθεωρίας και υπέστησαν ζημίες ελευθερίας ή υγείας εξαιτίας των μέτρων δίωξης (άρθρο 1), ύψους 115 εκατ. μάρκων. Εκτός του ότι η συμφωνία αυτή συνήφθη 2 έτη μετά τη δήθεν «παραίτηση» Καραμανλή, γεγονός που δείχνει την αντιφατικότητα των γερμανικών επιχειρημάτων, το περιεχόμενο της συμφωνίας δεν αφορά σε καμία περίπτωση το κατοχικό δάνειο. Καλύπτει μέρος μόνο των γενικότερων απαιτήσεων της Ελλάδας για επανορθώσεις, αλλά οπωσδήποτε όχι το κατοχικό δάνειο.
Τελικά η Γερμανία, με επιστολή της προς την Ελλάδα (5.7.1988), αναγνωρίζει ότι η εν λόγω συμφωνία δεν περιλαμβάνει γενικές πολεμικές ζημιές, αλλά μόνον αποζημιώσεις για μέτρα διώξεως εκ μέρους εθνικοσοσιαλιστών για φυλετικούς και θρησκευτικούς λόγους και διαφορετική κοσμοθεωρία.

Επιχειρήματα από τη συμμετοχή της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση
Οι ισχυρισμοί της Γερμανίας περί συμψηφισμού με τη γερμανική βοήθεια στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι προδήλως αβάσιμοι και εύκολα καταρρίπτονται. Πράγματι η γερμανική βοήθεια για την άμυνα της Δύσης δόθηκε μεν στην Ελλάδα, αλλά δόθηκε και στην Τουρκία και στην Πορτογαλία, που δεν έλαβαν μέρος στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και βέβαια η βοήθεια αυτή στα πλαίσια του ΝΑΤΟ ουδεμία σχέση έχει με το κατοχικό δάνειο. Ως προς τη βοήθεια στο πλαίσιο της Ε.Ε., η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτημα Ελληνα ευρωβουλευτή, κατέστησε σαφές ότι οι κοινοτικοί πόροι και η κατανομή τους δεν θεωρούνται εισφορές μιας χώρας-μέλους προς μία άλλη, αλλά είναι ενιαία κοινοτικά κονδύλια.

Το επιχείρημα της παραγραφής των ελληνικών αξιώσεων από το κατοχικό δάνειο
Με τη ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας της 14-11-1995, μέσω του πρέσβη της Ελλάδος στη Βόνη Ιωάννη Μπουρλογιάννη – Τσαγγαρίδη, στον Γερμανό υφυπουργό Εξωτερικών Hartmann, εζητείτο, όπως προαναφέρθηκε, η έναρξη διαπραγματεύσεων και για το κατοχικό δάνειο. Ο Γερμανός υφυπουργός απέρριψε το ελληνικό διάβημα με το επιχείρημα ότι «μετά πάροδο 50 ετών από το τέλος του πολέμου και δεκαετιών αξιοπίστου και στενής συνεργασίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με τη διεθνή κοινότητα το πρόβλημα των επανορθώσεων απώλεσε τη δικαιολογητική του βάση. Ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να προσδοκά η ελληνική κυβέρνηση ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα προσέλθει σε συνομιλίες για το θέμα αυτό».
Θα μπορούσε όμως να προβληθεί το επιχείρημα της παραγραφής σε περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης του κατοχικού δανείου ενώπιον ενός κρατικού ή υπερκρατικού (διεθνούς) δικαιοδοτικού οργάνου;
Μια πρώτη απάντηση, που έχει ισχύ και για το κατοχικό δάνειο, θα μπορούσε να είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει παραγραφή, εφ’ όσον η Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 προέβλεπε την αναστολή των αξιώσεων. Και δεύτερο, μια τέτοια τοποθέτηση της Γερμανίας θα παραβίαζε την αρχή της καλής πίστης, η οποία ισχύει και στο διεθνές δίκαιο.
Στην περίπτωση του κατοχικού δανείου, έχουν περάσει μέχρι σήμερα 68 χρόνια. Μπορεί να πει κανείς ότι ένα δικαστήριο θα αποφαινόταν ότι το διάστημα αυτό είναι αρκετό για την παραγραφή; Η προσήκουσα απάντηση πρέπει να είναι αρνητική. Και αυτό όχι με το να εκτιμηθεί ότι τα 68 χρόνια είναι λίγα ή πολλά, αλλά για τους εξής λόγους:
Πρώτον, η ίδια η ενδιαφερόμενη χώρα, η οποία έχει συμφέρον να προβάλει την ένσταση, δηλαδή η Γερμανία, είχε συμφωνήσει στην αναστολή του οριστικού διακανονισμού των επανορθώσεων μέχρι την ενοποίηση των δύο Γερμανιών και αυτό είχε γίνει ρητώς και ειδικώς δεκτό στη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 (άρθρο 5). Παρ’ ότι η ενοποίηση αυτή επήλθε το 1990, η Γερμανία αρνείται οποιαδήποτε συζήτηση. Σύμφωνα, όμως, με τους διεθνείς κανόνες, μια τέτοια «παραβατική» συμπεριφορά δεν εμποδίζει την έναρξη χρόνου για την παραγραφή. Και έχουν ήδη περάσει 22 χρόνια. Με δεδομένο, όμως, ότι κατά το διεθνές δίκαιο και τα διεθνώς κρατούντα η παραγραφή για απαιτήσεις μεταξύ κρατών υπερβαίνει, προφανώς, αυτό το χρονικό όριο, δεν έχει επέλθει η εν λόγω παραγραφή.
Δεύτερον, η παραγραφή μπορεί να διακοπεί αν υπάρξει διπλωματική παράσταση προς τη Γερμανία. Από τη στιγμή που θα γίνει αυτό, δεν μπορεί να ξεκινήσει νέα προθεσμία για παραγραφή κατά τα διεθνώς κρατούντα. Πράγματι, ως προς το θέμα του κατοχικού δανείου οι ελληνικές κυβερνήσεις τόνιζαν, μετά το 1990, ότι η Ελλάδα το θεωρεί ανοιχτό θέμα και το 1995 επιδίδεται ρηματική διακοίνωση προς τη Γερμανία, όπου τίθεται και το θέμα του κατοχικού δανείου. Ηδη, δε, το 1991 ο τότε ΥΠΕΞ. Α. Σαμαράς είχε θέσει το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου στον Γερμανό ομόλογό του Ντ. Γκέσνερ. Αλλά και ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης έθεσε το θέμα του κατοχικού δανείου στον καγκελάριο Χέλμουτ Κολ κατά την επίσημη επίσκεψή του στη Γερμανία τον Φεβρουάριο του 1996. Με βάση τα ανωτέρω, η παραγραφή πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει διακοπεί οριστικά.

Η δυνατότητα της Ελλάδος για δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς
Η επιδίωξη της ικανοποίησης της ελληνικής πλευράς μέσω διπλωματικών χειρισμών παραμένει η ορθότερη και πλέον ρεαλιστική οδός, εν όψει του ότι μια ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων από το κατοχικό δάνειο δεν θα έχει επιπτώσεις σε σχέση με διεκδικήσεις άλλων κρατών, αφού η ελληνική περίπτωση αποτελεί σήμερα το μόνο εναπομένον κατοχικό δάνειο. (Η Γιουγκοσλαβία και η Πολωνία ικανοποιήθηκαν για τις ανάλογες αξιώσεις τους κατά της Γερμανίας κατά τις προαναφερθείσες μεταξύ τους συμβιβαστικές συμφωνίες).
Επίσης μια προοπτική είναι αυτή της προσφυγής στο Διαιτητικό Δικαστήριο της Συμφωνίας του Λονδίνου του 1953 (άρθρο 28), αφού πρώτα αντιμετωπισθεί το ζήτημα που δημιουργεί το άρθρο 7 παρ. 4 του χάρτη του Δικαστηρίου, που προσδιορίζει τη σύνθεσή του με τη συμμετοχή τεσσάρων μελών (από τα δέκα) διοριζομένων από τη Γερμανία, χωρίς αντίστοιχο δικαίωμα της Ελλάδος.
Ακόμη είναι δυνατή η προσφυγή της Ελλάδος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Για να γίνει αποδεκτή μια τέτοια προσφυγή, είναι απαραίτητο και οι δύο πλευρές -Ελλάδα, Γερμανία- να έχουν αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με έναν από τους τρόπους που προσδιορίζονται στο Καταστατικό του Δικαστηρίου. Και η μεν Ελλάδα έχει προβεί σε σχετική δήλωση αποδοχής της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, η Γερμανία όμως έχει αποφύγει συστηματικά, και πριν αλλά και μετά την ενοποίηση του 1990, να προβεί σε αντίστοιχη δήλωση για το κατοχικό δάνειο. Αυτό το έκανε μόλις το 2008, τη συνόδεψε όμως με τον περιορισμό ότι δεσμεύεται μόνο σε σχέση με γεγονότα που έχουν λάβει χώρα μετά την ημερομηνία της δήλωσης αυτής (1.5.2008). Με τον τρόπο αυτό η Γερμανία «θωρακίστηκε» απέναντι στο ενδεχόμενο ακριβώς των προσφυγών για τις επανορθώσεις πολέμου καθώς και του κατοχικού δανείου της Ελλάδος.
Εσχατη, προς έρευνα, δυνατότητα της Ελλάδος για δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς από το κατοχικό δάνειο είναι η προσφυγή της κατά της Γερμανίας στα εσωτερικά (ελληνικά) δικαστήρια, με δικαίωμα παρέμβασης της ΤτΕ υπέρ του ελληνικού Δημοσίου. (1), (2), (3)
Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2012

Ιωάννης Παπανικολάου
αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου ε.τ.

(1) Αντώνης Μπρεδήμας: «Το κατοχικό δάνειο: μια εναλλακτική προοπτική δικαίωσης;» Νο Β 58 σελ. 102 επ.

(2) Τάσος Ηλιαδάκης: «Οι επανορθώσεις και το γερμανικό κατοχικό δάνειο», ιδίως σελ. 199 έως 256.
(3) Ιωάννης Μπουρλογιάννης – Τσαγγαρίδης: «Εγκλήματα πολέμου και κρατική ετεροδικία». Εφημερίδα «Εστία», 22.1.2011.

Ζητείται διακανονισμός για δύο
Των ΝΤΙΝΑΣ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ, ΝΑΝΤΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ 
Ο πιο σύντομος δρόμος για την καταβολή των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα περνάει μέσα από τη συνεννόηση μεταξύ των κυβερνήσεων των δύο κρατών. Ο άλλος δρόμος οδηγεί στη Χάγη
Οπιο αποτελεσματικός και σύντομος δρόμος για την καταβολή των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα περνάει μέσα από την απ’ ευθείας συνεννόηση μεταξύ των δύο κρατών.
Σύμφωνα με την τελευταία απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (3 Φεβρουαρίου 2012), προκειμένου ο θεσμός της διεθνούς ευθύνης να εφαρμοστεί πλήρως θα πρέπει η Γερμανία να προχωρήσει σε διαδικασία συνεννόησης με την ενδιαφερόμενη χώρα, εν προκειμένω την Ελλάδα, εξηγεί ο Στέλιος Περράκης, καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεσμών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Σ’ αυτή τη λογική κινούνται και οι απόψεις του πολιτειολόγου Τάσου Ηλιαδάκη, συγγραφέα του βιβλίου «Οι επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο». «Η ελληνική πλευρά πρέπει να πείσει τη Γερμανία, ακόμη και να την αναγκάσει, να προσφύγει σε διακανονισμό μαζί της. Δεν πρέπει να παραιτηθούμε από τη διεκδίκηση. Μπορούμε να πιέσουμε ακόμη και με τη μη καταβολή του σημερινού μας δανείου», τονίζει.
«Η σύμβαση του κατοχικού δανείου έγινε στις 14/3/1942. Στην Ελλάδα κοινοποιήθηκε εννιά μέρες μετά, στις 23/3/1942. Κατά τη σύμβαση το δάνειο ήταν άτοκο. Με την τροποποίηση της 2/12/1942, οι Γερμανοί θα έπρεπε να αρχίσουν να επιστρέφουν το δάνειο, από την 1/4/1943. Πράγματι επέστρεψαν συνολικά 19 δόσεις. Εκτοτε σταμάτησαν να πληρώνουν. Αρα το δάνειο έγινε υπερήμερο και φυσικά προστίθενται σ’ αυτό τόκοι υπερημερίας.
Εάν υπολογίσουμε τόκο 1%, προκύπτει ότι οι Γερμανοί μάς χρωστάνε 11,5 δισ. δολάρια. Εάν όμως βάλουμε 4% (εμείς δανειζόμαστε από αυτούς σήμερα με 5%), τότε το ποσό ανέρχεται στα 47,5 δισ. δολ.», επισημαίνει ο ίδιος. Οσον αφορά τις αποζημιώσεις για τους συγγενείς των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας, το θέμα έχει «παγώσει». Η πρόσφατη απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης αναγνώρισε την ετεροδικία της Γερμανίας και απαγόρευσε σε δικαστήρια άλλων χωρών να τη δικάζουν για πράξεις κρατικών οργάνων της, όπως είναι και τα εγκλήματα πολέμου την περίοδο της Κατοχής. Η απόφαση αυτή έθεσε τέρμα στη διεκδίκηση των αποζημιώσεων για τη σφαγή του Διστόμου μέσω των ιταλικών δικαστηρίων. Η υπόθεση του Διστόμου ξεκίνησε δικαστικά το 1995, με αγωγή του αείμνηστου Ι. Σταμούλη. Με απόφασή του, ο Αρειος Πάγος δικαίωσε τους συγγενείς και τους επέτρεψε να διεκδικήσουν τις αποζημιώσεις με αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος του γερμανικού Δημοσίου.
Ομως η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης στην Ελλάδα σκόνταψε στην άρνηση όλων των υπουργών Δικαιοσύνης να δώσουν, την απαραίτητη εκ του νόμου για το σκοπό αυτό άδεια. Το σκεπτικό της άρνησης των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν ότι υπήρχε κίνδυνος να διαταραχθούν οι σχέσεις των δύο χωρών.
Τα ιταλικά δικαστήρια, στα οποία στράφηκε ο Ι. Σταμούλης, αποδέχθηκαν το αίτημα και επέτρεψαν την εκτέλεση της ελληνικής απόφασης εκεί. Τότε παρενέβη η Γερμανία και προσέφυγε στη Χάγη, επικαλούμενη ετεροδικία.
Εκτός από την υπόθεση του Διστόμου, όλες οι άλλες υποθέσεις ολοκαυτωμάτων δεν μπορούν να προχωρήσουν δικαστικά (προσώρας) γιατί το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο της Ελλάδας το απαγόρευσε, αναγνωρίζοντας στη Γερμανία το δικαίωμα ετεροδικίας.
Οι γερμανικές πολεμικές επανορθώσεις επιτέλους σε κίνηση (;)
Αρθρο του ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΕΡΡΑΚΗ*
Είναι γεγονός ότι για το ζήτημα των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων, ανοιχτό από πολλά χρόνια, η κινητικότητα που παρατηρείται ιδίως μετά την ελληνική παρέμβαση στη διένεξη Γερμανίας/Ιταλίας στο Διεθνές Δικαστήριο (2011), μπορεί να ξενίζει.
Γι’ αυτούς που συνήθισαν στην επιφυλακτική στάση των ελληνικών κυβερνήσεων και την απουσία ουσιαστικής διάθεσης -μετά την αποσπασματική κίνηση του 1995 (όταν τέθηκε στη γερμανική κυβέρνηση, για πρώτη φορά τυπικά, το ζήτημα των επανορθώσεων και του αναγκαστικού δανείου)- διεκδίκησης επανορθώσεων για τα συμβάντα στην περίοδο της ναζιστικής κατοχής στη χώρα μας, προκαλεί ερωτήματα η πρόσφατη «επιτάχυνση της ιστορίας». Πρώτα, πριν από τις εκλογές, για πρώτη φορά συζήτηση στο Κοινοβούλιο για το θέμα και απόφαση συγκρότησης Μικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής από όλες τις πτέρυγες, που μεταγενέστερα θα έθετε το ζήτημα και θα ενημέρωνε ευρωπαϊκούς θεσμούς, Κοινοβούλια και τη διεθνή κοινή γνώμη για το ελληνικό αίτημα.
Κατόπιν, και ιδίως, με τη συγκρότηση Επιτροπής καταγραφής και αξιολόγησης αρχειακού υλικού, η οποία σε συγκεκριμένο χρόνο έκανε ό,τι δεν είχε συμβεί επί δεκαετίες, συγκεντρώνοντας στοιχεία απαραίτητα για τη νομική διεκδίκηση. Το πόρισμα που προέκυψε από την εν λόγω έρευνα αξιολογείται ήδη και από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
Αυτή η τελευταία κίνηση προκάλεσε προφανώς εκνευρισμό στη γερμανική πλευρά, η οποία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το θέμα αλαζονικά. Η προχθεσινή δήλωση του «αναρμόδιου» υπουργού Σόιμπλε είναι χαρακτηριστική. Αφού εγκάλεσε τους Ελληνες για εσφαλμένους προορισμούς ως προς τους δρόμους των μεταρρυθμίσεων, σημείωσε ότι: «Δεν βλέπει καμιά ελπίδα, γιατί το ζήτημα αυτό έχει ξεκαθαριστεί από καιρό».
Η αστραπιαία ελληνική αντίδραση σ’ αυτή την προκλητική δήλωση έρχεται να δώσει στην εικόνα της αβελτηρίας και καθολικής ακινησίας του παρελθόντος μιαν άλλη διάσταση. Η δήλωση Αβραμόπουλου δεν έδωσε απλά μια ώθηση στην υπόθεση, αλλά επί της ουσίας ξεκαθάρισε δύο κρίσιμα ζητήματα για πρώτη φορά.
Το πρώτο, ότι η αξίωση καταβολής επανορθώσεων από τη Γερμανία προς την Ελλάδα δεν είναι απλά ένα «ανοιχτό» θέμα, αλλά όντας ζήτημα διεθνούς δικαίου, σε περίπτωση απουσίας γερμανικής συναίνεσης για διευθέτηση της διαφοράς, ο δρόμος προς τη δικαίωση περνάει από «τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα» (π.χ. Διεθνές Δικαστήριο Χάγης). Το δεύτερο, γιατί διαχωρίζει -χωρίς περιστροφές- το υψηλής ηθικής, νομικής και πολιτικής τάξης ζήτημα των επανορθώσεων και του αναγκαστικού δανείου, από την παρούσα οικονομική κατάσταση και συγκυρία στην Ελλάδα, διευκρινίζοντας ότι κανένας τέτοιος συσχετισμός δεν θα μπορούσε να υπάρξει.
Εξάλλου, η αναφορά στη δήλωση του Ελληνα ΥΠΕΞ, ως προς το κατάλληλο δικαιοπολιτικό περιβάλλον προβολής της αξίωσης, ιδίως σε περίπτωση μη συνεργασίας της Γερμανίας, υποδηλώνει, κατ’ αρχάς, τη διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει, αξιοποιώντας στον κατάλληλο χρόνο και τα όποια νέα στοιχεία προέκυψαν και ενσωματώνονται στο απόρρητο πόρισμα. Αυτό, όταν θα εκφραστεί με συγκεκριμένες κινήσεις, θα αναγκάσει τη γερμανική πλευρά υπεύθυνα και τυπικά να επιχειρηματολογήσει όσον αφορά την υποχρέωση επιστροφής του αναγκαστικού δανείου του 1942-1943, αλλά και ως προς τα ειδικότερα κεφάλαια των επανορθώσεων, συμπεριλαμβανομένων και των αξιώσεων των ιδιωτών – θυμάτων εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, στην Ελλάδα της Κατοχής, και των 90 ολοκαυτωμάτων.
Σημειώνω ότι το Διεθνές Δικαστήριο, στη συντηρητική απόφασή του της 3ης Φεβρουαρίου 2012, θεώρησε -κατά πλειοψηφία- ότι η δικαστική ασυλία του κράτους παραμένει ισχυρή, ακόμη και αν πρόκειται για κρατικές πράξεις που συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις δικαιωμάτων του ανθρώπου και ανθρωπιστικού δικαίου που χαρακτηρίζονται ως jus cogens. Υπογράμμισε, ωστόσο, ότι η Γερμανία έχει υποχρέωση να διαπραγματευτεί με την Ιταλία ως προς την αποζημίωση των θυμάτων που είχαν διεκδικήσει αποζημιώσεις. Δηλαδή, προκειμένου ο θεσμός της διεθνούς ευθύνης να εφαρμοστεί πλήρως όσον αφορά τις γερμανικές υποχρεώσεις, θα πρέπει η Γερμανία να προχωρήσει σε διαδικασία συνεννόησης με την ενδιαφερόμενη χώρα – Ελλάδα. Η διεθνής ευθύνη της Γερμανίας συνεπάγεται την υποχρέωση επανόρθωσης κατά το διεθνές δίκαιο και εφ’ όσον στην παρούσα φάση εξέλιξης του διεθνούς δικαίου δεν έγινε δεκτή η διεκδίκηση επανορθώσεων μέσω εσωτερικών δικαστηρίων, η διευθέτηση θα πρέπει να γίνει στο διακρατικό επίπεδο. Διαφορετικά, η μη επανόρθωση, για οποιονδήποτε λόγο, οδηγεί στο ανεύθυνο και στην απουσία κύρωσης για το διεθνή δρώντα που τέλεσε διεθνή εγκλήματα και συνακόλουθα οδηγούμαστε στην αναίρεση της επιθυμίας της διεθνούς κοινότητας, που εκφράζει ο συγκεκριμένος κανόνας.
Φαίνεται ότι ίσως ο βηματισμός άνοιξε στο δύσκολο μακρύ δρόμο της διεκδίκησης, προκειμένου οι αρχές και οι αξίες που προωθεί η διεθνής κοινότητα να εφαρμοστούν. Χθες ήταν ιδιώτες (Διστομίτες και άλλοι), σήμερα και αύριο θα πρέπει να είναι η ελληνική κυβέρνηση και το ελληνικό Κοινοβούλιο εκφράζοντας την αγωνία του ελληνικού λαού για δικαίωση.
* Καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεσμών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πληρεξούσιος της Ελληνικής Δημοκρατίας στο Διεθνές Δικαστήριο στην υπόθεση δικαστικές ασυλίες του κράτους Γερμανίας/ Ιταλίας, Ελλάδα παρεμβαίνουσα
Από enet

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου