Όταν διάβασα αυτή την επιστολή πάγωσα.
Μούδιασα !
Στην αρχή λίγο γέλασα, σκέφτηκα ότι ίσως να είναι τραβηγμένο
Όμως συνειδητοποίησα γρήγορα, πως καθημερινά τέτοιες ιστορίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας, χωρίς όμως τόσες ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, λόγια απελπισίας, πανικού, έντασης…
Και παρανομαστής στην ιστορία, η απαξίωση του Κράτους στους πολίτες, στις γυναίκες, στις μανάδες… Αυτή η φτηνή περιφρόνηση σε όλους μας.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ
«Ευτυχώς δεν μας είχαν κόψει το ρεύμα ακόμα.
Υπολόγιζα ότι είχαμε δύο με τρεις εβδομάδες ακόμα. Η τηλεόραση έπαιζε «πρωϊνάδικα», και μόλις τελείωσε η είδηση του πρωθυπουργού.
Την είχα κυρίως για «παρέα», έτσι για να ακούω και κάτι στο σπίτι τα πρωινά όταν είμαι μόνη μου. Τα νέα φαίνεται ήταν καλά σήμερα, η οικονομία αρχίζει και ανεβαίνει και να διορθώνεται. Πήραμε και την δόση.
Αμήν και πότε είπα, γιατί δεν πάει άλλο έτσι. Κλείνω την τηλεόραση, έχω και δουλειές να κάνω σκέφτηκα. Ήταν παράξενο, που δεν είχα συνηθίσει ακόμα την ζωή στο σπίτι χωρίς δουλειά. Έλπιζα σύντομα με βάση αυτά που είχα ακούσει να μας δώσουν και πάλι δουλειά. Δεν μπορεί σκέφτηκα, κάτι θα γίνει, θα πάνε καλά τα πράγματα.
Ωραία είπα, τα παιδιά έφυγαν για το σχολείο και ο σύζυγος πήγε στο σχολείο για δουλειά. Μόλις είχα τελειώσει και το συμμάζεμα στην κουζίνα, από το πρωινό των παιδιών και ήταν η ώρα να βγω για λίγα ψώνια στην Λαϊκή. Άνοιξα τον φάκελο που είχα κρύψει σε έναν τηλεφωνικό κατάλογο, και πήρα τα δέκα ευρώ που μας είχαν μείνει.
Νομίζω έχω άλλα δέκα κάπου στο κομοδίνο, θα το κοιτάξω μετά. Είμαι σίγουρη ότι είναι ακόμα εκεί. Σήμερα, ήθελα μόνο ένα κιλό πατάτες, δυο-τρεις ντομάτες, 5-6 φρούτα. Θα φτάσουν και θα περισσέψουν και για ένα γάλα και μια φρατζόλα από τον φούρνο. Αύριο θα δούμε πως θα την βγάλουμε. Τουλάχιστον σήμερα, κάτι θα μαγειρέψω.
Είναι δεκαεπτά του μηνός, εάν δεν έχει τίποτα ψιλά να μου δώσει η μαμά, θα πρέπει πάλι να χρησιμοποιήσω την πιστωτική. Ευτυχώς που μας έκοψαν το τηλέφωνο, οπότε δεν μπορούν να μας παίρνουν από τις τράπεζες πια. Εάν όχι, θα την βγάλουμε με μακαρόνια με λίγο τομάτα, λάδι και αλάτι, ευτυχώς είχα βάλει κάποια πακέτα στην άκρη.
Είμαστε στο τέλος της κρίσης, είναι φανερό από αυτά που λένε στην τηλεόραση. Λίγες μέρες ακόμα είναι, σε λίγο θα έχουμε ανάπτυξη πάλι, οπότε και οι μισθοί να ανέβουν, υποθέτω. Όσο για το νοίκι, μπορεί να περιμένει ο ιδιοκτήτης, αυτός έχει λεφτά.
Κλείνω τα παράθυρα, βάζω τις ασφάλειες, ποτέ δεν ξέρεις εάν θα προσπαθήσει κανείς να μπει στο σπίτι… Την περασμένη Παρασκευή, η Μαρία δίπλα στο νούμερο 17, τα βρήκε όλα ανοιγμένα και σπασμένα μέσα στο σπίτι. Μέχρι και την τηλεόραση πήραν, δεν μπορώ να φανταστώ τι θα κάναμε εάν μας έπαιρναν την τηλεόραση… Καλύτερα λοιπόν να κλειδαμπαρώσω, γιατί ποτέ δεν ξέρεις…
Μόλις ετοιμαζόμουνα να ανοίξω την πόρτα, όταν χτύπησε το κουδούνι. Ανοίγω το θυροτηλέφωνο, και λέω:»Ποιος είναι;».
«Αστυνομία, Ανοίξτε!» μου λέει μια φωνή. Δεν το κατάλαβα.
«Ποιος είναι;» ξαναρώτησα.»Αστυνομία! Ανοίξτε αμέσως!» είπαν πάλι.
Τι θέλουν πάλι αυτοί; «Τι θέλετε;» ρωτάω. «Ανοίξτε, Αστυνομία!»μου φωνάζουν.
Ανοίγω την πόρτα, πάω κάτω στην είσοδο, και ήταν πράγματι η αστυνομία. «Κυρία μου, γιατί δεν ανοίγετε, η Αστυνομία είμαστε!
Δεν μας εμπιστεύεστε;» είπε ο ένας.
«Όχι δεν είναι αυτό, απλά δεν εμπιστεύομαι, και δεν κατάλαβα ότι είστε πράγματι η Αστυνομία! Δεν είναι και κάθε μέρα που έχω την Αστυνομία στην πόρτα!» τους είπα.
«Τέλος πάντων, εδώ είναι ο κύριος Γιώργος τάδε;» με ρωτούν.
«Όχι» τους λέω, «είναι στην δουλειά». «Μάλιστα, που δουλεύει;» «Στο 11ο Λύκειο, είναι καθηγητής.» «Μάλιστα, μπορούμε να έρθουμε λίγο μέσα στο σπίτι;» «Εμμ, μόλις έβγαινα έξω, είναι σκοτάδι μέσα, γιατί τα έχω κλείσει όλα!» «Που πηγαίνατε;
Παράξενο που μόλις μας είδατε, φεύγατε. Μήπως κρύβετε κάτι;» «Ερρμ, δεν νομίζω ότι έχω υποχρέωση να απαντήσω αυτήν την ερώτηση…» «Γιατί κυρία μου, Αστυνομία είμαστε, δεν μας εμπιστεύεστε; Ταυτότητα έχετε;» «Ναι, την θέλετε;» «Γιά δώστε την λίγο!»
Τους δίνω την ταυτότητά μου, «Ορίστε». «Μια στιγμή» μου λέει ο ένας και πάει στο περιπολικό. Ο άλλος, βγάζει το γλόμπ του από την τσέπη του, και με παρακολουθεί με καχυποψία. «Καθίστε εδώ λίγο, μην πάτε πουθενά.» μου λέει. Τρόμαξα. «Τι έγινε, υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» λέω σε αυτόν που με κοίταζε.
«Καθίστε κυρία, μου, δεν σας είπαμε να περιμένετε;» Σάστισα, δεν ήξερα τι να κάνω… «Εντάξει» του είπα. Την στιγμή αυτή, πέρναγε απ” έξω στο δρόμο η γειτόνισσα η Μαρία. Της έκανα πανικόβλητα νόημα. Με είδε, με κοίταξε και μετά είδε και την Αστυνομία. Προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν μου μίλησε, αλλά με γοργό βήμα πήγε στην εξώπορτα της, και μπήκε μέσα. Ήμουν τελείως μόνη μου. Περίμενα, τι άλλο να έκανα;
Ο Αστυνομικός που ήταν στην πόρτα, με παρακολουθούσε αμίλητος και καχύποπτος. Πέρασαν περίπου δέκα λεπτά.
Ο Αστυνομικός που είχε πάει στο περιπολικό, επέστρεψε. «Κυρία μου, θα χρειαστεί να σας πάρουμε στο τμήμα, γιατί δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε τα στοιχεία σας. Και υπάρχει και κάποιο θέμα με τα φορολογικά σας. Θα σας κάνουμε προσαγωγή.»
«Μα δεν έχω κάνει κάτι, ποιος είναι ο λόγος που με συλλαμβάνετε;» «Δεν είναι σύλληψη κυρία μου!
Προσαγωγή είναι!
Κλείστε το σπίτι σας, και ελάτε πάλι κάτω να φύγουμε.»
Τρόμαξα ακόμα πιο πολύ. Πόση ώρα θα με κρατήσουν; Τι θα γίνουν τα παιδιά, εάν δεν επιστρέψω; «Πόση ώρα θα πάρει αυτό;
Περιμένω να έρθουν τα παιδιά από το σχολείο…»
«Κυρία μου, τελειώνετε, κλειδώστε να φύγουμε.
Το πότε θα επιστρέψετε θα σας το πει ο Διοικητής. Εμείς, εκτελούμε τις εντολές που μας έχουν δώσει.»
Τι να κάνω τώρα; Δεν ξεφεύγω με τίποτα. Σκέφτηκα να πάω πάνω, να πάρω ένα τηλέφωνο την σύζυγο ή κάποιον, αλλά μας το έχουν κόψει. Να πάω στον γείτονα τους διπλανού διαμερίσματος, δεν ξέρω, θα τους φανεί παράξενο, ποτέ δεν μιλάμε.
Δεν έχω επιλογή, πρέπει να κάνω όπως μου λένε. Πήγα, κλείδωσα και επέστρεψα κάτω. Με έβαλαν στο περιπολικό.
Σε λίγο, φτάσαμε στο Τμήμα και με βάζουν μέσα. Εκεί, τι να δω! Ήταν ο σύζυγος!
«Γιώργο, τι κάνεις εδώ, και σένα πήραν;»
«Ναι, ήρθαν το πρωί, πριν το μάθημα, και ήθελαν να μου δώσουν ένα χαρτί για κάποια χρέη στο Δημόσιο. Ήταν κάπου στα 467 Ευρώ νομίζω. Μόλις άρχισα να κάνω ερωτήσεις, με συνέλαβαν.»
Οι Αστυνομικοί με τράβηξαν, και με πήραν πιο πέρα. «Καθίστε εδώ μου λένε, και μην μιλάτε.»
Το μόνο που πρόλαβα να του φωνάξω γεμάτη πανικό και απόγνωση, καθώς με τραβούσαν μακρυά του, ήταν: «Γιώργο, τι θα γίνει με τα παιδιά;» ΑΥΤΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, Η ΠΑΡΟΜΟΙΑ, ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΠΙΤΙ… ΕΚΤΟΣ… ΚΑΙ ΕΑΝ…
Σ. Κατσούλη -
Μούδιασα !
Στην αρχή λίγο γέλασα, σκέφτηκα ότι ίσως να είναι τραβηγμένο
Όμως συνειδητοποίησα γρήγορα, πως καθημερινά τέτοιες ιστορίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας, χωρίς όμως τόσες ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, λόγια απελπισίας, πανικού, έντασης…
Και παρανομαστής στην ιστορία, η απαξίωση του Κράτους στους πολίτες, στις γυναίκες, στις μανάδες… Αυτή η φτηνή περιφρόνηση σε όλους μας.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ
«Ευτυχώς δεν μας είχαν κόψει το ρεύμα ακόμα.
Υπολόγιζα ότι είχαμε δύο με τρεις εβδομάδες ακόμα. Η τηλεόραση έπαιζε «πρωϊνάδικα», και μόλις τελείωσε η είδηση του πρωθυπουργού.
Την είχα κυρίως για «παρέα», έτσι για να ακούω και κάτι στο σπίτι τα πρωινά όταν είμαι μόνη μου. Τα νέα φαίνεται ήταν καλά σήμερα, η οικονομία αρχίζει και ανεβαίνει και να διορθώνεται. Πήραμε και την δόση.
Αμήν και πότε είπα, γιατί δεν πάει άλλο έτσι. Κλείνω την τηλεόραση, έχω και δουλειές να κάνω σκέφτηκα. Ήταν παράξενο, που δεν είχα συνηθίσει ακόμα την ζωή στο σπίτι χωρίς δουλειά. Έλπιζα σύντομα με βάση αυτά που είχα ακούσει να μας δώσουν και πάλι δουλειά. Δεν μπορεί σκέφτηκα, κάτι θα γίνει, θα πάνε καλά τα πράγματα.
Ωραία είπα, τα παιδιά έφυγαν για το σχολείο και ο σύζυγος πήγε στο σχολείο για δουλειά. Μόλις είχα τελειώσει και το συμμάζεμα στην κουζίνα, από το πρωινό των παιδιών και ήταν η ώρα να βγω για λίγα ψώνια στην Λαϊκή. Άνοιξα τον φάκελο που είχα κρύψει σε έναν τηλεφωνικό κατάλογο, και πήρα τα δέκα ευρώ που μας είχαν μείνει.
Νομίζω έχω άλλα δέκα κάπου στο κομοδίνο, θα το κοιτάξω μετά. Είμαι σίγουρη ότι είναι ακόμα εκεί. Σήμερα, ήθελα μόνο ένα κιλό πατάτες, δυο-τρεις ντομάτες, 5-6 φρούτα. Θα φτάσουν και θα περισσέψουν και για ένα γάλα και μια φρατζόλα από τον φούρνο. Αύριο θα δούμε πως θα την βγάλουμε. Τουλάχιστον σήμερα, κάτι θα μαγειρέψω.
Είναι δεκαεπτά του μηνός, εάν δεν έχει τίποτα ψιλά να μου δώσει η μαμά, θα πρέπει πάλι να χρησιμοποιήσω την πιστωτική. Ευτυχώς που μας έκοψαν το τηλέφωνο, οπότε δεν μπορούν να μας παίρνουν από τις τράπεζες πια. Εάν όχι, θα την βγάλουμε με μακαρόνια με λίγο τομάτα, λάδι και αλάτι, ευτυχώς είχα βάλει κάποια πακέτα στην άκρη.
Είμαστε στο τέλος της κρίσης, είναι φανερό από αυτά που λένε στην τηλεόραση. Λίγες μέρες ακόμα είναι, σε λίγο θα έχουμε ανάπτυξη πάλι, οπότε και οι μισθοί να ανέβουν, υποθέτω. Όσο για το νοίκι, μπορεί να περιμένει ο ιδιοκτήτης, αυτός έχει λεφτά.
Κλείνω τα παράθυρα, βάζω τις ασφάλειες, ποτέ δεν ξέρεις εάν θα προσπαθήσει κανείς να μπει στο σπίτι… Την περασμένη Παρασκευή, η Μαρία δίπλα στο νούμερο 17, τα βρήκε όλα ανοιγμένα και σπασμένα μέσα στο σπίτι. Μέχρι και την τηλεόραση πήραν, δεν μπορώ να φανταστώ τι θα κάναμε εάν μας έπαιρναν την τηλεόραση… Καλύτερα λοιπόν να κλειδαμπαρώσω, γιατί ποτέ δεν ξέρεις…
Μόλις ετοιμαζόμουνα να ανοίξω την πόρτα, όταν χτύπησε το κουδούνι. Ανοίγω το θυροτηλέφωνο, και λέω:»Ποιος είναι;».
«Αστυνομία, Ανοίξτε!» μου λέει μια φωνή. Δεν το κατάλαβα.
«Ποιος είναι;» ξαναρώτησα.»Αστυνομία! Ανοίξτε αμέσως!» είπαν πάλι.
Τι θέλουν πάλι αυτοί; «Τι θέλετε;» ρωτάω. «Ανοίξτε, Αστυνομία!»μου φωνάζουν.
Ανοίγω την πόρτα, πάω κάτω στην είσοδο, και ήταν πράγματι η αστυνομία. «Κυρία μου, γιατί δεν ανοίγετε, η Αστυνομία είμαστε!
Δεν μας εμπιστεύεστε;» είπε ο ένας.
«Όχι δεν είναι αυτό, απλά δεν εμπιστεύομαι, και δεν κατάλαβα ότι είστε πράγματι η Αστυνομία! Δεν είναι και κάθε μέρα που έχω την Αστυνομία στην πόρτα!» τους είπα.
«Τέλος πάντων, εδώ είναι ο κύριος Γιώργος τάδε;» με ρωτούν.
«Όχι» τους λέω, «είναι στην δουλειά». «Μάλιστα, που δουλεύει;» «Στο 11ο Λύκειο, είναι καθηγητής.» «Μάλιστα, μπορούμε να έρθουμε λίγο μέσα στο σπίτι;» «Εμμ, μόλις έβγαινα έξω, είναι σκοτάδι μέσα, γιατί τα έχω κλείσει όλα!» «Που πηγαίνατε;
Παράξενο που μόλις μας είδατε, φεύγατε. Μήπως κρύβετε κάτι;» «Ερρμ, δεν νομίζω ότι έχω υποχρέωση να απαντήσω αυτήν την ερώτηση…» «Γιατί κυρία μου, Αστυνομία είμαστε, δεν μας εμπιστεύεστε; Ταυτότητα έχετε;» «Ναι, την θέλετε;» «Γιά δώστε την λίγο!»
Τους δίνω την ταυτότητά μου, «Ορίστε». «Μια στιγμή» μου λέει ο ένας και πάει στο περιπολικό. Ο άλλος, βγάζει το γλόμπ του από την τσέπη του, και με παρακολουθεί με καχυποψία. «Καθίστε εδώ λίγο, μην πάτε πουθενά.» μου λέει. Τρόμαξα. «Τι έγινε, υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» λέω σε αυτόν που με κοίταζε.
«Καθίστε κυρία, μου, δεν σας είπαμε να περιμένετε;» Σάστισα, δεν ήξερα τι να κάνω… «Εντάξει» του είπα. Την στιγμή αυτή, πέρναγε απ” έξω στο δρόμο η γειτόνισσα η Μαρία. Της έκανα πανικόβλητα νόημα. Με είδε, με κοίταξε και μετά είδε και την Αστυνομία. Προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν μου μίλησε, αλλά με γοργό βήμα πήγε στην εξώπορτα της, και μπήκε μέσα. Ήμουν τελείως μόνη μου. Περίμενα, τι άλλο να έκανα;
Ο Αστυνομικός που ήταν στην πόρτα, με παρακολουθούσε αμίλητος και καχύποπτος. Πέρασαν περίπου δέκα λεπτά.
Ο Αστυνομικός που είχε πάει στο περιπολικό, επέστρεψε. «Κυρία μου, θα χρειαστεί να σας πάρουμε στο τμήμα, γιατί δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε τα στοιχεία σας. Και υπάρχει και κάποιο θέμα με τα φορολογικά σας. Θα σας κάνουμε προσαγωγή.»
«Μα δεν έχω κάνει κάτι, ποιος είναι ο λόγος που με συλλαμβάνετε;» «Δεν είναι σύλληψη κυρία μου!
Προσαγωγή είναι!
Κλείστε το σπίτι σας, και ελάτε πάλι κάτω να φύγουμε.»
Τρόμαξα ακόμα πιο πολύ. Πόση ώρα θα με κρατήσουν; Τι θα γίνουν τα παιδιά, εάν δεν επιστρέψω; «Πόση ώρα θα πάρει αυτό;
Περιμένω να έρθουν τα παιδιά από το σχολείο…»
«Κυρία μου, τελειώνετε, κλειδώστε να φύγουμε.
Το πότε θα επιστρέψετε θα σας το πει ο Διοικητής. Εμείς, εκτελούμε τις εντολές που μας έχουν δώσει.»
Τι να κάνω τώρα; Δεν ξεφεύγω με τίποτα. Σκέφτηκα να πάω πάνω, να πάρω ένα τηλέφωνο την σύζυγο ή κάποιον, αλλά μας το έχουν κόψει. Να πάω στον γείτονα τους διπλανού διαμερίσματος, δεν ξέρω, θα τους φανεί παράξενο, ποτέ δεν μιλάμε.
Δεν έχω επιλογή, πρέπει να κάνω όπως μου λένε. Πήγα, κλείδωσα και επέστρεψα κάτω. Με έβαλαν στο περιπολικό.
Σε λίγο, φτάσαμε στο Τμήμα και με βάζουν μέσα. Εκεί, τι να δω! Ήταν ο σύζυγος!
«Γιώργο, τι κάνεις εδώ, και σένα πήραν;»
«Ναι, ήρθαν το πρωί, πριν το μάθημα, και ήθελαν να μου δώσουν ένα χαρτί για κάποια χρέη στο Δημόσιο. Ήταν κάπου στα 467 Ευρώ νομίζω. Μόλις άρχισα να κάνω ερωτήσεις, με συνέλαβαν.»
Οι Αστυνομικοί με τράβηξαν, και με πήραν πιο πέρα. «Καθίστε εδώ μου λένε, και μην μιλάτε.»
Το μόνο που πρόλαβα να του φωνάξω γεμάτη πανικό και απόγνωση, καθώς με τραβούσαν μακρυά του, ήταν: «Γιώργο, τι θα γίνει με τα παιδιά;» ΑΥΤΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, Η ΠΑΡΟΜΟΙΑ, ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΠΙΤΙ… ΕΚΤΟΣ… ΚΑΙ ΕΑΝ…
Σ. Κατσούλη -
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου