Απόσπασμα ,"ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΕΝΟΣ ΠΑΝ", από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη με τίτλο «ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΦΕΡΑΝΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΝΙΑ».
Αθήνα,Χειμώνας 1941.
...Η χώρα μας είναι πολύ φτωχιά, μιά χώρα που θάλλει μόνον η ελαία και η βλακεία. Στα παλιά χρόνια έθαλλε και η δάφνη, αλλά τώρα δεν τη χρειαζόμαστε πιά και τη δίνουμε στα γιδοπρόβατα.
Σε μιά τέτοια φτωχιά χώρα οι άνθρωποι μαραίνονται από έλλειψη ευρωπαϊκού αέρος. Τί να τον κάνεις. Η Ευρώπη δεν ήταν καμιά πίττα, για να πέσει να τη φάμε.
Μεγάλητης η καλωσύνη, λοιπόν, που μας θυμότανε κάπου-κάπου και μας έστελνε κανένα ψυχίο του πολιτισμού της. Λίγα κανόνια, λίγους κατακτητές.
Πότε πάλι κανένα νέο μοντέλο επαναληπτικού όπλου, πότε καμιά νέου συστήματος πολεμική κρεατομηχανή.
Ήρθε και η μέρα, που σε μιά απαστράπτουσα σάλα με το πιό ελεγκάν ύφος, μας προσέφεραν,«μετά τα επιδόρπια» και τον πόλεμο......
Δηλαδή,για την ακρίβεια, πρώτα φρόντισαν να μας τον διαφημίσουν με τα φιγουρίνια. Μέσα στις πολυτελείς σελίδες, οι χακένιες συσκευές (τα «ένδοξα τέκνα της Πατρίδος») μειδιούσαν σαν μελιστάλαχτοι ζεν-πρεμιέ του Σινεμά. Σε άλλη στήλη έβλεπες ένα βαπόρι να καίγεται σαν φαντασμαγορικό πυροτέχνημα. Αλλού πάλι μιά μπούκα κανονιού που έσκασε σαν κρίνος κι από κάτω διάβαζες καταμαγεμένος: «Un palmier étrange!» («Ένας εξωτικός φοίνικας!»).
Καιμετά απ’ τη στοργική προετοιμασία μάς στείλανε ένα αρωματισμένο Fair-part και κατά το τέλος της δεξιώσεως με το πιό σαγηνευτικό τακτ μάς προσέφεραν τον Πόλεμο. Εμείς δε, συνεπείς στην κοσμική ετικέτα, τον «απεδέχθημεν».
Τον«απεδέχθημεν» όμως με κακοφανισμό γιατί ήταν αργά για να μην τον «αποδεχθώμεν».Γιατί κείνοι οι κακοκέφαλοι και απειθάρχητοι, συνοροφύλακες μάς τη χάλασαν τη δουλειά. (Γιατί θα ήταν τρέλα να πιστέψει κανείς ότι – ποιοί; – εμείς, η σάρξ εκ της σαρκός του, θα υψώναμε το ανύπαρκτο ανάστημά μας στο θεό και αυθέντη μας, στο γίγαντα δάσκαλο και προφήτη μας, το Μπενίτο Μουσολίνι. Γιατί θα ήταν εξωφρενικό και γελοίο, λέω, το πόδι να ραπίσει το κεφάλι, το ραβδί να δείρει το χέρι που το κρατά).
Μα υπάρχει κι ένα «όχι» στη μέση. Αυτό χαλάει τα σχέδια κάθε φθονερού που θα τολμούσε να λερώσει τη μνήμη και την αίγλη μιά και καλή: Το «όχι» δεν ήταν απάντηση στο:«Θα μ’ αφήσεις να περάσω». Αλλά στο: «Θα μου φέρεις αντίσταση;».
-Όχι ! Θεός φυλάξοι !
............................................................................
Κι ενώ αυτοί δέναν, απ’ την πρώτη μέρα του αναγκαστικού τους «όχι», τις βαλίτσες τους, ο Λαός, ο στρατός του, τ’ άλογά του, τα στήθια του, έδιναν το δικό τους,το έμπρακτο, το αληθινό, το ματωμένο: ΟΧΙ !
............................................................................
Άλλαξαν πολλά πράματα στον τόπο μας αυτά τα ξενικά κοπάδια, ως και τη γλώσσα μας άλλαξαν. Να πούμε το "όχι" το βγάλανε "νυξ" (για την ακρίβεια νυξ είχαμε από πάντα, αλλά ας είναι). Τη μπουκιά μας τη βγάλανε "λείαν πολέμου", το χαρτί του μπλοκ το βγάλανε "νόμισμα κατοχής".
Η πρωτεύουσά μας γέμισε βρυχηθμούς και μπότες. Κάτι μπότες που έφταναν ως τ' αυτιά.
Μάς τσαλαπάτησαν τα νύχια μας, την αξιοπρέπειά μας, μάς τσαλαπάτησαν ως και την ψυχή μας ..................
Αθήνα,Χειμώνας 1941.
...Η χώρα μας είναι πολύ φτωχιά, μιά χώρα που θάλλει μόνον η ελαία και η βλακεία. Στα παλιά χρόνια έθαλλε και η δάφνη, αλλά τώρα δεν τη χρειαζόμαστε πιά και τη δίνουμε στα γιδοπρόβατα.
Σε μιά τέτοια φτωχιά χώρα οι άνθρωποι μαραίνονται από έλλειψη ευρωπαϊκού αέρος. Τί να τον κάνεις. Η Ευρώπη δεν ήταν καμιά πίττα, για να πέσει να τη φάμε.
Μεγάλητης η καλωσύνη, λοιπόν, που μας θυμότανε κάπου-κάπου και μας έστελνε κανένα ψυχίο του πολιτισμού της. Λίγα κανόνια, λίγους κατακτητές.
Πότε πάλι κανένα νέο μοντέλο επαναληπτικού όπλου, πότε καμιά νέου συστήματος πολεμική κρεατομηχανή.
Ήρθε και η μέρα, που σε μιά απαστράπτουσα σάλα με το πιό ελεγκάν ύφος, μας προσέφεραν,«μετά τα επιδόρπια» και τον πόλεμο......
Δηλαδή,για την ακρίβεια, πρώτα φρόντισαν να μας τον διαφημίσουν με τα φιγουρίνια. Μέσα στις πολυτελείς σελίδες, οι χακένιες συσκευές (τα «ένδοξα τέκνα της Πατρίδος») μειδιούσαν σαν μελιστάλαχτοι ζεν-πρεμιέ του Σινεμά. Σε άλλη στήλη έβλεπες ένα βαπόρι να καίγεται σαν φαντασμαγορικό πυροτέχνημα. Αλλού πάλι μιά μπούκα κανονιού που έσκασε σαν κρίνος κι από κάτω διάβαζες καταμαγεμένος: «Un palmier étrange!» («Ένας εξωτικός φοίνικας!»).
Καιμετά απ’ τη στοργική προετοιμασία μάς στείλανε ένα αρωματισμένο Fair-part και κατά το τέλος της δεξιώσεως με το πιό σαγηνευτικό τακτ μάς προσέφεραν τον Πόλεμο. Εμείς δε, συνεπείς στην κοσμική ετικέτα, τον «απεδέχθημεν».
Τον«απεδέχθημεν» όμως με κακοφανισμό γιατί ήταν αργά για να μην τον «αποδεχθώμεν».Γιατί κείνοι οι κακοκέφαλοι και απειθάρχητοι, συνοροφύλακες μάς τη χάλασαν τη δουλειά. (Γιατί θα ήταν τρέλα να πιστέψει κανείς ότι – ποιοί; – εμείς, η σάρξ εκ της σαρκός του, θα υψώναμε το ανύπαρκτο ανάστημά μας στο θεό και αυθέντη μας, στο γίγαντα δάσκαλο και προφήτη μας, το Μπενίτο Μουσολίνι. Γιατί θα ήταν εξωφρενικό και γελοίο, λέω, το πόδι να ραπίσει το κεφάλι, το ραβδί να δείρει το χέρι που το κρατά).
Μα υπάρχει κι ένα «όχι» στη μέση. Αυτό χαλάει τα σχέδια κάθε φθονερού που θα τολμούσε να λερώσει τη μνήμη και την αίγλη μιά και καλή: Το «όχι» δεν ήταν απάντηση στο:«Θα μ’ αφήσεις να περάσω». Αλλά στο: «Θα μου φέρεις αντίσταση;».
-Όχι ! Θεός φυλάξοι !
............................................................................
Κι ενώ αυτοί δέναν, απ’ την πρώτη μέρα του αναγκαστικού τους «όχι», τις βαλίτσες τους, ο Λαός, ο στρατός του, τ’ άλογά του, τα στήθια του, έδιναν το δικό τους,το έμπρακτο, το αληθινό, το ματωμένο: ΟΧΙ !
............................................................................
Άλλαξαν πολλά πράματα στον τόπο μας αυτά τα ξενικά κοπάδια, ως και τη γλώσσα μας άλλαξαν. Να πούμε το "όχι" το βγάλανε "νυξ" (για την ακρίβεια νυξ είχαμε από πάντα, αλλά ας είναι). Τη μπουκιά μας τη βγάλανε "λείαν πολέμου", το χαρτί του μπλοκ το βγάλανε "νόμισμα κατοχής".
Η πρωτεύουσά μας γέμισε βρυχηθμούς και μπότες. Κάτι μπότες που έφταναν ως τ' αυτιά.
Μάς τσαλαπάτησαν τα νύχια μας, την αξιοπρέπειά μας, μάς τσαλαπάτησαν ως και την ψυχή μας ..................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου