του Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Φαίνεται όμως ότι αυτή την αλήθεια την ξεχνούν όλοι εκείνοι που θα έπρεπε να διδάσκονται, κάθε φορά που μια κοινωνία επιχειρεί με το δικό της τρόπο, να προσθέσει ένα ακόμη κομμάτι του πάζλ στη δική της πολιτική ιστορία. Και φυσικά οι εκλογές, είναι έτσι κι αλλιώς ένα από τα κομμάτια σ αυτό το πολυσύνθετο πολιτικό πάζλ.
Πρόκειται για ένα διαχρονικό «πολιτικό αμάρτημα» στο οποίο δείχνουν πως είναι καταδικασμένοι να εγκλωβίζονται, όλοι οι σύγχρονοι πολιτικοί σχηματισμοί, γιατί απλούστατα ΚΑΙ δεν προσπάθησαν αλλά ΚΑΙ ουδέποτε θέλησαν, να ξεφύγουν από το αυτονόητο. Γι αυτό και ουδέποτε τόλμησαν να μελετούν πολιτικές συμπεριφορές όντας πεισμένοι ότι οι κοινωνίες, ακόμη και όταν τους ανατίθεται ο ρόλος του κομπάρσου, επί της ουσίας αυτές συμπεριφέρονται ως πρωταγωνιστής, κι ας πληρώνουν αμέσως μετά το τίμημα της επιλογής τους.
Αυτό που πάντα επιχειρούν (οι πολιτικοί σχηματισμοί), είναι να υποκρίνονται ότι μελετούν την πολιτική συμπεριφορά των κοινωνιών,χρησιμοποιώντας τες όμως όχι ως πρωταγωνιστές, αλλά ως... Εργαλεία μέσω των οποίων επιμένουν πεισματικά να αναζητούν ή να κατασκευάζουν «συμπεράσματα», με αποκλειστική επιδίωξη να δικαιώνουν μέσω αυτών τις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές τους.
Το πρακτικό αποτέλεσμα μιας τέτοιας πολιτικής διαχείρισης... Και ανεξάρτητα από την επικοινωνιακή του προβολή, εκ των πραγμάτων οδηγεί…
Σε αμετανόητη πολιτική αντιπολίτευση, που αρνείται να δει την αλήθεια κατάματα, και επιμένει να αναμασά το ιδανικό και αλάθητο της πολιτικής της, που οι κοινωνίες απλά (κατά τη γνώμη της) δεν τόλμησαν να το αποδεχτούν…
Σε επικίνδυνη πολιτική διακυβέρνηση, με τις κοινωνίες να αποτελούν το διαχρονικό θύμα στις ολέθριες επιλογές της. Και φυσικά…
Σε κοινωνίες πολιτικά και αγωνιστικά αποδυναμωμένες που αυτοπαγιδεύονται στη λογική του κοψοχέρη και – το χειρότερο – του θύματος που καρτερικά υπομένει τη μοίρα που κάποιοι άλλοι επέλεξαν πριν απ αυτές και για λογαριασμό τους.
Ας δούμε λοιπόν τώρα πως επεχείρησαν κάποιοι να αποκωδικοποιήσουν τα συμπεράσματα από τα αποτελέσματα των Ιταλικών εκλογών…
Ας επιχειρήσουμε μετά να τα αντιστοιχίσουμε με ότι συνέβη πρόσφατα και στον τόπο μας…
Και τότε ίσως δοθούν χρήσιμες απαντήσεις γι αυτό που εμφανίζεται ως κακοδαιμονία στον τόπο μας, αλλά που στην ουσία αποτελεί συνειδητή και ολέθρια πολιτική επιλογή του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του.
Για τα αποτελέσματα λοιπόν των ιταλικών εκλογών, όπως ήταν άλλωστε και αναμενόμενο, υπήρξαν δυο κατά βάση προσεγγίσεις.
Η πρώτη απετόλμησε το αδιανόητο. Επεχείρησε εν πολλοίς να τα εμφανίσει ως κοσμοϊστορική αλλαγή ικανή να επαναδομήσει συθέμελα τη φυσιογνωμία της Ευρώπης. Το βέβαιο πάντως είναι πως η πραγματική τους ταυτότητα, που σηματοδοτείται από μια κοινωνία αηδιασμένη από το πολιτικό σύστημα και εναντιούμενη στην αναβίωση του 4ου Ράιχ στην Ευρώπη, όχι μονάχα απέχει παρασάγγας από τη δυναμική μιας καθολικότερης αποδοχής που αυθαίρετα επιχειρείται να τους αποδοθεί, αλλά κυρίως υποτιμά ή και παραβλέπει εντελώς την ικανότητα των κυρίαρχων μηχανισμών να ενσωματώσουν στις δικές τους διεργασίες μια ενδεχομένως και αναμενόμενη εκλογική συμπεριφορά του Ιταλικού λαού που υποφέρει κι αυτός τα πάνδεινα στο νεοταξίτικο κρεβάτι του Προκρούστη.
Η δεύτερη επιμένει να αναμασά διαπιστώσεις παντός καιρού και για κάθε περίσταση. Μιλάμε εδώ για την προσέγγιση της Αριστεράς η οποία θέτει – και σωστά – ότι αυτό που επιχειρείται να εμφανιστεί ως «επανάσταση των πολιτών» δε συνιστά παρά ένα ακόμη δεδομένο το οποίο εύκολα και ανώδυνα για το κυρίαρχο σύστημα, θα ενσωματωθεί με άλλα πολιτικά υλικά που συναποτελούν συστατικά στα διάφορα μείγματα διαχείρισης και φυσικά θα εκτονωθεί μέσα από τα πολλά «κόλπα» χειραγώγησης του λαού, όπως άλλωστε γίνεται πάντα.
Πρόκειται για απόψεις διαμετρικά αντίθετες ως προς την ουσία της προσέγγισης, αφού…
Η πρώτη (η αλαφροΐσκιωτη), επιχειρεί να εμφανίσει ως απόλυτα δικαιωμένη τη γνωστή αντιμνημονιακή φαμφάρα που παρά τα όποια επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, είναι καταδικασμένη να μην οδηγεί πουθενά, πολύ δε περισσότερο που οι εμφανιζόμενοι ως φορείς της, σταδιακά ενσωματώνονται στη νεοταξίτικη πολιτική λογική.
Ενώ η δεύτερη, που ομολογουμένως είναι και πολιτικά ορθή, επιχειρεί απλά να δικαιώσει τη λογική του «όλα ή τίποτε», για να επεκταθεί ευθύς αμέσως σε ατέρμονη πολιτική αμπελοφιλοσοφία.
Ο πρώτος λοιπόν κοινός παρονομαστής και των δυο προσεγγίσεων, είναι να αντιμετωπίζουν την Ιταλική κοινωνία (όπως ακριβώς έκαναν και με την Ελληνική), όχι ως πρωταγωνιστή των επιλογών της, αλλά ως εργαλείο δικαίωσης των δικών τους πολιτικών επιλογών.
Το δεύτερο όμως στοιχείο που καθιστά και τις δυο προσεγγίσεις τραγικά ίδιες, είναι το γεγονός πως ούτε η μια ούτε η άλλη τολμούν να απαντήσουν σε αμείλικτα ερωτήματα όπως τα παρακάτω:
Τι είναι αυτό που επέτρεψε σε ένα τόσο χυδαίο από κάθε άποψη άτομο σαν τον Μπερλουσκόνι να ενσαρκώσει την εθνική αξιοπρέπεια των Ιταλών και την αντίστασή τους απέναντι στις ηγεμονιστικές βλέψεις του Βερολίνου???
Τι δεν έκαναν όλοι οι άλλοι, οι πολιτικοί… οι βαθυστόχαστοι… οι αναλυτές… οι επαναστάτες… όχι μόνο για να σηκώσουν ψηλά την εθνική αξιοπρέπεια του Ιταλικού, του Ελληνικού, και του κάθε λαού, αλλά κυρίως για να εμπνεύσουν την πραγματική χειραφέτηση, την αυτοπεποίθηση και εν τέλει την περήφανη και ασυμβίβαστη εξέγερσή του, για καθολικότερες ανατροπές.Και ό λόγος που τους καθιστά τραγικά ίδιους σ αυτή την επικίνδυνη και ηθελημένη αβλεψία, είναι γιατί κανείς απ αυτούς δεν τολμά μέσα από αυτή τη ζωντανή διαδικασία να διαπιστώσει με τρόπο νηφάλιο πως μια κοινωνία είναι μοιραίο να επιλέγει κάθε φορά, ανάμεσα σε κείνα που τις προσφέρονται.
Και αν ανάμεσα σ αυτά που της προσφέρονται δεν υπάρχει αυτό που είναι ικανό να την εμπνεύσει πραγματικά, δε θα αμπελοφιλοσοφήσει ανιχνεύοντας το πολιτικά ορθό και το ιδεολογικά καθαρό ακόμη και αν υπάρχει ως ιδέα.
Τότε θα άγεται και θα φέρεται ανάμεσα σε κείνα που θεωρεί προσβάσιμα στην οργή και την απελπισία της και θα υπομένει τα τιμήματα αυτών των επιλογών να την σφυροκοπούν το ένα μετά το άλλο.
Οι τραγικά ίδιοι λοιπόν, γι ακόμη μια φορά αποδεικνύονται και τραγικά ολίγιστοι, ανεπαρκέστατοι αλλά και παντελώς ανίκανοι, να αποδείξουν πως είναι ικανοί να επωμιστούν το ρόλο του ταγού, κι ας πασχίζουν να τους τον αναγνωρίσουν από το πουθενά όλοι οι άλλοι.
Και αυτό που τους καθιστά και τραγικά συνενόχους, όσο είναι για τους μεν η συνειδητή επιλογή να επενδύουν επικοινωνιακά στο αντιμνημονιακό παραμύθι, άλλο τόσο είναι για τους δε η ανικανότητα να καταστήσουν προσβάσιμη στην κοινωνική συνείδηση τη ριζοσπαστικότητα της πρότασης για καθολικές πολιτικές ανατροπές και κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου