Στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας: Υπάρχουν σήμερα πολιτικοί που του μοιάζουν στην τιμιότητα;
«Όποιος βλέπει την πατρίδα του να καταστρέφεται και κάθεται αδρανής, είναι το ίδιο σαν να την καταστρέφει ο ίδιος»
ΣΧΟΛΙΟ : Σε κάθε έναρξη βουλευτικής περιόδου, θα έπρεπε ο πρόεδρος της Βουλής να διαβάζει στο Σώμα βιογραφικά ορισμένων επιφανών εντίμων πολιτικών, προς παραδειγματισμό. Να γνωρίζουν οι σύγχρονοι πολιτικοί, ότι στην πολιτική μπαίνουν για να προσφέρουν και όχι για να οικονομήσουν.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας στις 4 Νοεμβρίου 1881(Μητρώα Αρρένων Καρδίτσας με αύξ. Αριθ.3937/1881). Ήταν ο πρωτότοκος γιoς του Χρήστου και της Στύλιανής και είχε τρία αδέλφια, τον Γιώργο, τον Βασίλη και την Αγγελική. Σε ηλικία μόλις 14 ετών αναγκάστηκαν οι γονείς του να τον φυγαδεύσουν κρυφά από την Καρδίτσα στην Αθήνα, γιατί είχε ξυλοκοπήσει το γιο ενός Τούρκου Πασά, που κακομεταχειριζόταν τα ελληνόπουλα της περιοχής. Στην Αθήνα, κάτω από αντίξοες συνθήκες, φοίτησε στη Βαρβάκειο Σχολή.
Στις 8 Δεκεμβρίου του 1903 κατατάχτηκε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων με το βαθμό του Δεκανέα. Το Μάιο του 1904, προάγεται σε Λοχία και το 1905 σε Επιλοχία. Έλαβε μέρος στο Μακεδονικό Αγώνα, στο σώμα του Καπετάν Αγραφιώτη στην περιοχή των Γιαννιτσών.
Το 1905 δεν έγινε δεκτός λόγω ηλικίας στις εισαγωγικές εξετάσεις στο «Στρατιωτικόν Σχολείον Υπαξιωματικών»». Επέστρεψε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού, απογοητευμένος και βαθιά οργισμένος, και οργάνωσε μυστικό Σύνδεσμο Υπαξιωματικών. Τότε, με την απόφαση 157/3.5.1905 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας έγινε διόρθωση του έτους γέννησής του και έκτοτε εμφανίζεται γεννημένος το 1883.
Η μεγάλη ώρα όμως έφθασε ανήμερα της Παναγίας, στις 15 Αυγούστου του 1909, με το Στρατιωτικό Κίνημα στο Γουδή, με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά, όπου ο Πλαστήρας, είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Μάλιστα, την περίοδο αυτήν έδωσε εξετάσεις στο «Στρατιωτικόν Σχολείον Υπαξιωματικών», όπου εισήλθε και αποφοίτησε πρώτος τον Ιούλ. του 1912.
Το γεγονός αυτό ήταν το καθοριστικό εφαλτήριο της μετέπειτα σταδιοδρομίας του. Ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός Πεζικού και κατατάχτηκε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού, που είχε έδρα τη Λάρισα.
Το 1913 προήχθη σε υπολοχαγό «επ’ ανδραγαθία», το 1915 σε λοχαγό ΙΙ, το 1916 σε λοχαγό Ι, το 1917 σε ταγματάρχη, το 1918 σε αντισυνταγματάρχη «επ’ ανδραγαθία» και το 1920 σε συνταγματάρχη, επίσης «επ’ ανδραγαθία». Στις 3 Ιανουαρίου 1924 αποστρατεύθηκε με αίτησή του και προήχθη σε αντιστράτηγο.
Τον Αύγουστο του 1916 ο Πλαστήρας μαζί με τέσσερις άλλους ομοϊδεάτες αξιωματικούς (Τότσικα, Τερτίνια, Αναγνώστου, Πρωτοσύγκελο), κατόρθωσαν να συναντήσουν τον Βενιζέλο στην Αθήνα και να αναφέρουν την απόφασή τους να ενταχθούν στον Γαλλικό Στρατό και να πολεμήσουν. Τότε ο Πλαστήρας είπε τα υπέροχα λόγια, που έμειναν σοφή υποθήκη: «Όποιος βλέπει την πατρίδα του να καταστρέφεται και κάθεται αδρανής, είναι το ίδιο σαν να την καταστρέφει ο ίδιος». Ο Βενιζέλος ενθουσιάστηκε, τους καθησύχασε και τους συμβούλεψε να μη βιαστούν και να αναμένουν τις ενέργειές του.
Ο Πλαστήρας θεωρείται ότι ήταν ικανότατος στρατιωτικός, τίμιος πολιτικός και υπόδειγμα ανθρώπου, και αγαπήθηκε πολύ από τον λαό. Γεγονότα που τον χαρακτήρισαν ήταν η διακριτική προσφορά του μισθού του σε φτωχούς, η άρνησή του να «βολέψει» από την θέση του τον άνεργο αδερφό του και το ότι πέθανε και ο ίδιος χωρίς ποτέ να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία.
Πολλές φορές ενεπλάκη με την πολιτική συμμετέχοντας ή οργανώνοντας κινήματα. Ο Νικόλαος Πλαστήρας κυβέρνησε την Ελλάδα τρεις φορές, μία το 1945 και άλλες δύο στα 1951-1952. Επί κυβερνήσεως του απαλλοτριώθηκαν τα περισσότερα τσιφλίκια και αποδόθηκε η γη στους καλλιεργητές.
Μεταφέρουμε μερικά από τα πολλά αξιόλογα συμβάντα της ζωής του, τα οποία χαρακτηρίζουν τον άνδρα και τον καθιστούν πρότυπο, παράδειγμα προς μίμηση για παλιότερους αλλά και σημερινούς, δεδομένου ότι, τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι, έμπαιναν πλούσιοι στην πολιτική και έβγαιναν πάμφτωχοι.
Ο αείμνηστος Ανδρέας Ιωσήφ - πιστός φίλος του - αναφέρει: Ο στρατηγός είχε απαγορεύσει στους δικούς του να χρησιμοποιούν το όνομα "Πλαστήρας" όπου κι αν πήγαιναν. Ο αδελφός του ήταν άνεργος. Το εργοστάσιο ζυθοποιίας «ΦΙΞ» ζητούσε οδηγό κι εκείνος έκανε αίτηση.
Ο αρμόδιος υπάλληλος τον ρώτησε πώς λέγεται: Κι επειδή αυτός δίσταζε να πει το όνομά του, ενθυμούμενος την εντολή του στρατηγού, τον ξαναρώτησε και δυο και τρεις φορές, ώσπου αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι τον λένε Πλαστήρα. Παραξενεμένος ο υπεύθυνος ζητάει να μάθει αν συγγενεύει με το στρατηγό και πρωθυπουργό. Μετά από πολύ δισταγμό του αποκαλύπτει ότι είναι αδελφός του. Αφού η αίτηση, ικανοποιήθηκε, παρακάλεσε να μη το μάθει ο αδελφός του.
Ο στρατηγός το έμαθε κι αφού τον κάλεσε αμέσως στο σπίτι του τον επέπληξε και του απαγόρευσε να αναλάβει αυτή την εργασία λέγοντάς του: «Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου». Και δεν πήγε.
Ο Πλαστήρας ήταν άρρωστος -έπασχε από φυματίωση - κι έμενε σ' ένα μικρό σπιτάκι στο Μετς, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Του πρότειναν να του βάλουν ένα τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι αλλ' αυτός αρνήθηκε λέγοντας: «Μα τι λέτε; Η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;».
Πολλές φορές με τρόπο έστελνε και αγόραζαν ψωμί, ελιές και λίγη φέτα. Τότε οι γύρω του, του υπενθύμιζαν ότι είχε ανάγκη καλύτερου φαγητού λόγω της αρρώστιας κι εκείνος με απλότητα τους απαντούσε: «Τι κάνω; Σκάβω για να καλοτρώγω;».
Ο Βάσος Τσιμπιδάρος, δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ακρόπολη», περιγράφει το εξής περιστατικό: «Κάποτε, ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, είχε πάρει την πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει μόνιμη στέγη, για να μην περιφέρεται εδώ και εκεί σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πήγε λοιπόν σε μια Τράπεζα και μίλησε με τον διοικητή. «Τι;», απόρησε εκείνος. «Δεν έχει σπίτι ο Πλαστήρας; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!».
Ο Μοάτσος έτρεξε περιχαρής στον Πλαστήρα, του το ανήγγειλε και εισέπραξε την αντίδραση: «Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι;». Έσχισε το έντυπο στα τέσσερα και το πέταξε.
Ο εκδότης Δημήτρης Λαμπράκης δώρησε κάποια στιγμή στον Πλαστήρα ένα ωραίο χρυσό στυλό κι αφού ο στρατηγός κάλεσε τον φίλο του Ανδρέα του λέει: "Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στυλουδάκι μου. Να το στείλεις πίσω. - Μα θα προσβληθεί. - Δεν πειράζει. Ας μου κόψει το νερό από το κτήμα. Δεν θέλω δώρα Ανδρέα. Γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα"!
Το 1952, πρωθυπουργός ο Πλαστήρας, ήταν κατάκοιτος από την αρρώστια που τον βασάνιζε, όταν μία μέρα δέχθηκε την επίσκεψη της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Μπαίνοντας εκείνη στο λιτό ενοικιαζόμενο διαμέρισμά του, εξεπλάγη όταν είδε τον πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί ράντζο για τον ύπνο του, και τον ρώτησε με οικειότητα: «Νίκο, γιατί το κάνεις αυτό;» και η απάντηση ήρθε αφοπλιστική. «Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, το ράντζο από το στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ.».
Πέθανε στις 26 Ιουλίου 1953, σε ηλικία 72 ετών. Το σμόκιν της κηδείας του ήταν προσφορά του φίλου του Διονύση Καρρέρ. γιατί ο ίδιος τον μισθό του τον πρόσφερε διακριτικά σε άπορους και ορφανά παιδιά - ο δε γιατρός, που ήταν παρών και υπέγραψε το σχετικό πιστοποιητικό θανάτου, μέτρησε στο ταλαιπωρημένο κορμί του: 27 σπαθιές και 9 σημάδια από βλήματα.
Ο στρατηγός Νικόλαος Σαμψών, φίλος του Πλαστήρα, σε επιστολή του περιγράφει, το παρακάτω: «Όταν πέθανε ο Πλαστήρας δεν άφησε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη: «Όλα για την Ελλάδα!». και τηρώντας την υποθήκη, , «δεί τον αγαθόν άνδρα παυόμενον της αρχής, μη πλουσιώτερον, αλλ’ ενδοξότερον γεγονέναι».
Βρέθηκε επίσης στα ατομικά του είδη ένα χρεωστικό του Στρατού (ΣΥΠ 108) για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, ώστε να μην χρωστά στην Πατρίδα».
Ο γέρος της Δημοκρατίας ,Γεώργιος Παπανδρέου στον επικήδειο λόγο του μεταξύ των άλλων είπε: «Πλαστήρα,ως στρατιώτης ασκήτευσες εις τον βωμόν της Πατρίδος. Και ως πολίτης εις τον βωμον του λαού».
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΣΠΥΡΟΣ ΜΠΡΟΥΜΑΣ (ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ Ε.Δ ε.α )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου