Θα ευχόμουν να μπορούσα να συμμεριστώ την αισιοδοξία του πρωθυπουργικού διαγγέλματος μετά το αίσιον πέρας των συνομιλιών με την τρόικα.
Μια σειρά πραγμάτων όμως με αναγκάζουν να μην εθελοτυφλώ.
Πρώτο και καλύτερο.....
....το δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού «Der Spiegel», που δημοσίευσε η εφημερίδα μας.
Το κεραμίδι που κάθε Ευρωπαίος κατάφερε ή προσπαθεί να εξασφαλίσει ύστερα από δεκαετίες προσπαθειών και αποταμιεύσεων ή υπό το βάρος ενός στεγαστικού δανείου στοχοποιείται ωσάν να πρόκειται για έγκλημα καθοσιώσεως.
Αν μάλιστα είναι και Νότιος, τότε το σπίτι είναι από χέρι προϊόν φοροδιαφυγής και λοιπών αδιαφανών δραστηριοτήτων.
Το μέγεθος του κοινωνικού φθόνου είναι τέτοιο, που η πιθανότητα άλλες κοινωνίες να ιεραρχούν διαφορετικά τις προτεραιότητές τους από τους Γερμανούς ή άλλοι άνθρωποι να τα καταφέρνουν καλύτερα από τους... πρώτους μαθητές, έστω σε ένα μόνο μάθημα, αποκλείεται!
Κι επειδή «το σπίτι μου είναι το κάστρο μου», που λένε και οι Εγγλέζοι, έχουν βαλθεί οι ιθύνοντες στο Βερολίνο να ξεπατώσουν τη μικρή ακίνητη περιουσία, μπας και ξεσπιτώνοντας τους πολίτες τούς κάνουν ακόμη πιο υποτακτικούς κι από τους... πολιτικούς τους!
Μόνον έτσι μπορώ να αντιληφθώ και όσα αποφασίστηκαν για τις ρυθμίσεις των οφειλών προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία, τα στεγαστικά δάνεια και τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Πόσοι μπορούν να υποταχθούν σε αυτές;
Πόσοι μπορούν να αντέξουν κι αυτήν ακόμη την εξυπηρέτησή τους; Πολύ φοβούμαι ελάχιστοι. Οπως ελάχιστη είναι και η πραγματικότητα την οποία εμπεριέχουν οι πανηγυρικές δηλώσεις περί του αντιθέτου.
Η πραγματικότητα, που δε βρίσκεται πια επί θύραις, αλλά έχει δρασκελίσει για τα καλά μέσα στα σπίτια και στις δουλειές μας, απειλεί ευθέως, πέρα από το εισόδημα και την περιουσία μας, τις ζωές μας.
Τουλάχιστον έτσι όπως τις αντιλαμβανόμασταν και τις ορίζαμε σε ένα αστικό δημοκρατικό καθεστώς.
Με ελευθερία επιλογής και έκφρασης.
Με ευθύνη αλλά και αξιοπρέπεια.
Με προσπάθεια αλλά και ανταμοιβή.
Πάνω από όλα με αίσθηση προοπτικής και μέλλοντος, δηλαδή δημιουργίας.
Στο όνομα ποιας σωτηρίας, ποιων οικονομικών σχημάτων και πολιτικών επιδιώξεων, που την επιβάλλουν ποιοι τελικώς και πόσους αφορά, πρέπει όλα αυτά να θυσιαστούν;
Αν δεν είναι αυτά τα ερωτήματα στα οποία καλείται να απαντήσει ένας πολιτικός διάλογος, τότε ποια είναι;
Αν από τις απαντήσεις αυτές δεν καθορίζεται ο προσδιορισμός μιας ιδεολογίας κι ενός κόμματος, από ποιες καθορίζεται;
Αν το ζητούμενο είναι η εξουσία για το καλό της πλειονότητας των πολιτών, τότε ο σημερινός τραγέλαφος είναι δεδομένος.
Όσα αριστερά κόμματα τη διεκδικούν αντιλαμβάνονται ότι τους φέρνει πιο κοντά σε αυτήν η υιοθέτηση και η υπεράσπιση καθαρών αστικών θέσεων.
Όσα δεξιά και κεντρώα την κατέχουν θα απομακρύνονται από αυτήν όσο αποστασιοποιούνται από τον ιδεολογικό πυρήνα τους.
Το βέβαιο είναι ότι η παραδοσιακή αστική ιδεολογία και τα κεκτημένα της δημοκρατίας της μπορούν να θεωρούνται συνώνυμα της καλύτερης γνωστής κατάστασης για τις ανθρώπινες κοινωνίες.
Γι' αυτό και οι υπερβάσεις που πρέπει να κάνουν όλοι στην κατεύθυνση της υπεράσπισης της είναι αναπόφευκτες.
Γιατί μαζί με την ιδιωτική περιουσία και εργασία υπερασπίζονται την ελευθερία της ύπαρξης των πολιτών και το δικαίωμα των ανθρώπων στον αυτοπροσδιορισμό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου